Σε δύο μόνο λέξεις βρίσκουμε αυτό το γλωσσοδετικό «ρθρ», καθώς και στα παράγωγα και σύνθετα από αυτές:
στο άρθρο και στον όρθρο
(άρθρο: αδιάρθρωτος, αναδιαρθρώνω, αναδιάρθρωση, αναδιαρθρωτικός, αναρθρία, άναρθρος, ανάρθρωτος, αντιαρθριτικός, απεξάρθρωση, αποδιαρθρώνω, αποδιάρθρωση, αρθραλγία, αρθρεκτομή, αρθρίδιο, αρθρικός, αρθρίτιδα, αρθριτικός, αρθρογραφία, αρθρογραφικός, αρθρογράφος, αρθρογραφώ, αρθροπάθεια, αρθροπλαστική, αρθρόποδο, αρθροσκόπηση, αρθροσκοπία, αρθροσκόπιο, αρθρωδία, αρθρώνω, άρθρωση, αρθρωτικός, αρθρωτός, διαρθρώνω, διάρθρωση, διαρθρωτικός, δυσαρθρία, έναρθρος, ενδαρθρικός, εξάρθρημα, εξάρθρωμα, εξαρθρώνω, εξάρθρωση, εξαρθρωτικός, νευροαρθριτισμός, οστεοαρθρικός, οστεοαρθρίτιδα, περιαρθρικός, περιαρθρίτιδα, πολυαρθρίτιδα, σπονδυλαρθρίτιδα, σπονδυλεξάρθρωση, συναρθρώνω, συνάρθρωση, ύδραρθρο, ψευδάρθρωση κ.ά. — όρθρος: ορθρίζω, ορθρινός, όρθριος κ.ά.)