απονομιμοποίηση (η) ουσ. η άρση ή η αφαίρεση του νόμιμου ή νομιμοφανούς χαρακτήρα ενός θεσμού, μιας διαδικασίας κ.λπ.: …τώρα τα μέτρα λαμβάνονται όχι μόνο σε συνθήκες οξύτατης κρίσης, αλλά και κλιμακούμενης απονομιμοποίησης (πραγματικής και όχι θεσμικής) της εξουσίας. — απονομιμοποιώ ρ. Ένα φθαρμένο δικομματικό σύστημα που απονομιμοποιείται γοργά.
απονομιμοποίηση = delegitimation, delegitimization, delegitimisation
απονομιμοποιώ = delegitimate, delegitimize, delegitimise, delegitimatize, delegitimatise
(Υπάρχουν και οι πέντε τύποι στο ODE.)
Σήμερα βρήκα και την πρώτη αυτοαπονομιμοποίηση. :)
απονομιμοποίηση = delegitimation, delegitimization, delegitimisation
απονομιμοποιώ = delegitimate, delegitimize, delegitimise, delegitimatize, delegitimatise
(Υπάρχουν και οι πέντε τύποι στο ODE.)
Σήμερα βρήκα και την πρώτη αυτοαπονομιμοποίηση. :)