Hi unique,
I see our friend sarant's got you covered already.
Are you working on a translation going from another language into Greek? Or is it a straight ahead Greek text? If it's in English, my guess is that the original verb would be
flanked by.
Either way, however, I would bypass your participle dilemma by using a totally different Greek verb that often occurs in similar contexts:
ΛΚΝ:
πλαισιώνω [plesióno]
-ομαι Ρ1 :
1. περιβάλλω κτ. με ή ως πλαίσιο, κλείνω, τοποθετώ κτ. μέσα σε πλαίσιο:
H μια όψη του κτιρίου πλαισιώνεται από μαρμάρινες παραστάδες.
2. (μτφ.) α. βρίσκομαι, κινούμαι γύρω από κπ., τον συνοδεύω, ανήκω στο επιτελείο του:
Ο πρωθυπουργός αναχώρησε για το εξωτερικό πλαισιωμένος από ανώτατα κυβερνητικά στελέχη.
Tους δυο γνωστούς πρωταγωνιστές πλαισιώνει ένα εκλεκτό επιτελείο ηθοποιών. β. συμπληρώνω, συνοδεύω κτ.: Tη συγκέντρωση πλαισίωναν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
[λόγ.: 1: ελνστ. πλαισι(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. encadrer]