Κάπου το έχω ξανασυζητήσει σίγουρα, αλλά δεν το βρίσκω*. Τελευταία πολύ συχνά ακούω και βλέπω γραμμένο "είμαι απεγνωσμένος". Οι δικές μου φτωχές γνώσεις λένε αυτό που λέει το ΛΚΝ, δηλαδή απεγνωσμένη ενέργεια, απεγνωσμένη προσπάθεια, όχι απεγνωσμένος άνθρωπος. Ο άνθρωπος βρίσκεται σε απόγνωση ή αλλιώς είναι απελπισμένος.
*Το βρήκα τελικά πού έχει ξαναγίνει αυτή η συζήτηση: σ' ένα φόρουμ όπου συζητούν μερικοί χρήστες, που γιορτάζουν όλοι του Αγίου Banned, με τους ιδιοκτήτες του φόρουμ, που γιορτάζουν άλλες μέρες.
απεγνωσμένος -η -ο [apeγnozménos] E3 : για ενέργεια που γίνεται, συνήθ. χωρίς ελπίδα επιτυχίας, από κπ. που βρίσκεται σε απόγνωση: Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες. ~ αγώνας. H αντίστασή τους ήταν απεγνωσμένη. απεγνωσμένα EΠIPP. [λόγ. < ελνστ. ἀπεγνωσμένος μππ. του αρχ. ἀπογιγνώσκω]
απελπισμένος -η -ο [apelpizménos] E3 μππ. του απελπίζω : 1.που έχει χάσει κάθε ελπίδα, που βρίσκεται σε κατάσταση απελπισίας, που αισθάνεται απελπισία: Eίναι ~ με τις δουλειές του. Eίναι απελπισμένη από τις αταξίες του. 2. που είναι εκδήλωση απελπισμένου ανθρώπου: Έκανε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια. απελπισμένα EΠIPP: Φώναζε / ικέτευε ~. [μππ. του απελπίζω]
απελπισμένος -η -ο [apelpizménos] E3 μππ. του απελπίζω : 1.που έχει χάσει κάθε ελπίδα, που βρίσκεται σε κατάσταση απελπισίας, που αισθάνεται απελπισία: Eίναι ~ με τις δουλειές του. Eίναι απελπισμένη από τις αταξίες του. 2. που είναι εκδήλωση απελπισμένου ανθρώπου: Έκανε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια. απελπισμένα EΠIPP: Φώναζε / ικέτευε ~. [μππ. του απελπίζω]
*Το βρήκα τελικά πού έχει ξαναγίνει αυτή η συζήτηση: σ' ένα φόρουμ όπου συζητούν μερικοί χρήστες, που γιορτάζουν όλοι του Αγίου Banned, με τους ιδιοκτήτες του φόρουμ, που γιορτάζουν άλλες μέρες.