Απ' όσο γνωρίζω, ο "αμφισβητησιακός" είναι ελληνική απόδοση του γαλλικού contestataire. Το Robert-Collins δίνει:
contestataire [kɔ̃tɛstatɛʀ]
1 adjectif [journal, étudiants, tendances] ▶ anti-establishment
2 nom masculin et féminin ■ c'est un contestataire : he's anti-establishment ou anti-authority
■ les contestataires ont été expulsés : the protesters were made to leave
Μολονότι οι Γάλλοι επινόησαν το protestataire σαν μια κλιμάκωση σε σχέση με το contestataire, νομίζω ότι η πρώτη επιλογή στα αγγλικά θα έπρεπε να είναι το protest/ protester/ protesting (π.χ. protest movements). Σε ευρύτερες χρήσεις, μακριά από τον απόηχο διαδηλώσεων και καταλήψεων, θα ταίριαζε ίσως κάποια περίφραση με το challenge ή το question.