Τα κλασικά και μεγάλα λεξικά μας - ΛΚΝ, ΛΝΕΓ, Πάπυρος - μας πληροφορούν ότι ένθεος είναι, λίγο έως πολύ, αυτός που έχει μέσα του το θείο, είτε μεταφορικά, είτε κυριολεκτικά.
Προσωπικά ακούω και βλέπω πάρα πολύ συχνά τη λέξη, κυρίως σε κύκλους αθέων-αγνωστικιστών, είτε στις αντίστοιχες ομάδες του facebook και λοιπούς διαδικτυακούς χώρους συζήτησης είτε σε συναντήσεις. Στους κύκλους αυτούς η λέξη "ένθεος" χρησιμοποιείται κατά κόρον ως αντίθετο του "άθεος", δηλαδή δηλώνει αυτόν που πιστεύει σε θεό ή θεούς.
Θεωρούσα μέχρι πρόσφατα ότι η χρήση αυτή είναι λάθος, πολύ διαδεδομένο ίσως σε ορισμένους κύκλους, με μια τάση να καθιερωθεί έστω σε αυτούς τους κύκλους, κατανοητό και ίσως αναμενόμενο (η αναλογία με το "άθεος"), αλλά πάντως λάθος και απέφευγα να την χρησιμοποιώ, προτιμώντας τη λέξη "θεϊστής" και διορθώνοντας συχνά πυκνά -περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά- όσους έλεγαν κι έγραφαν "ένθεος".
Σε πρόσφατη εκδήλωση όμως άκουσα τον τέως υπουργό δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλο, νομικό και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, να χρησιμοποιεί σε δημόσια ομιλία του την λέξη ένθεος με την έννοια του θεϊστή, του ανθρώπου που πιστεύει σε θεό (για του λόγου το αληθές, όταν δημοσιευτεί το βίντεο της εκδήλωσης μπορώ να το λινκάρω). Αυτό με έκανε να αναθεωρήσω τη θέση μου. Δεν ξέρω αν ο Σταθόπουλος πιστεύει σε θεό ή όχι, αλλά αμφιβάλλω πολύ ότι κινείται σε κύκλους αθέων, πολύ λιγότερο δε σε τέτοιες ομάδες του facebook. Είναι άνθρωπος μορφωμένος και μεγάλος σε ηλικία, δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε έτσι αβασάνιστα ότι κάνει λάθος ή ότι παρασύρεται από σύγχρονες μόδες και τάσεις του διαδικτύου.
Αυτό το περιστατικό με έβαλε σε σκέψεις. Σκέφτηκα ότι οι κύκλοι όπου χρησιμοποιείται η λέξη ένθεος ως συνώνυμο του θεϊστή ναι μεν είναι στενοί σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στον γενικό πληθυσμό η λέξη ένθεος χρησιμοποιείται με άλλη έννοια: κατά πάσα πιθανότητα δεν χρησιμοποιείται καν, κι αν ρωτήσουμε κάποιον τυχαίο στον δρόμο τι σημαίνει, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα γνωρίζει (και αν του πούμε ότι σημαίνει αυτόν που πιστεύει στον θεό, κατά πάσα πιθανότητα θα του φανεί φυσικό).
Με αυτήν την αφορμή αναζήτησα το λήμμα και είδα ότι το Βικιλεξικό λημματογραφεί και δεύτερη έννοια, εκείνη του θεϊστή, του ανθρώπου που πιστεύει στον θεό.
Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια γλωσσική αλλαγή, όπου η λέξη αποκτά (έχει ήδη αποκτήσει; ποια είναι τα κριτήρια; ) και δεύτερη έννοια (και ίσως χάσει την πρώτη λόγω αχρησίας, αν και είναι πολύ νωρίς για να το πούμε αυτό). Ποια είναι η γνώμη σας; Πόσο αποδεκτό είναι να χρησιμοποιήσουμε έτσι τη λέξη ένθεος σήμερα (με ή χωρίς επεξήγηση/αποσφαήνιση); Έχετε εμπειρία ή άποψη για το θέμα;
Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής (Τριανταφυλλίδη): ένθεος -η / -ος -ο [énθeos] Ε17 : (λόγ.) που είναι σαν να έχει μέσα του το Θεό ή το θείο· που προέρχεται, εμπνέεται από θεϊκή δύναμη· (πρβ. θεόπνευστος): Ένθεη μανία. Ένθεα έπη. || ~ ζήλος, ενθουσιώδης.
Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Μπαμπινιώτη): ένθεος, -η, -ο (λογ.) αυτός που εμπνέεται ή κατέχεται από το θείο, που παρουσιάζεται σαν να έχει τον Θεό μέσα του: ~ ζήλος / αγαλλίαση / μανία ΣΥΝ. θεόπνευστος, θεόληπτος.
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα: ένθεος, -η, -ο και ένθους, -ουν (ΑΜ ένθεος, -ον και ένθους, -ουν): αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος. (νεοελλ.) (συνήθ. το συνηρ. ένθους): ενθουσιώδης, ενθουσιασμένος, γεμάτος ενθουσιασμό. (αρχ.-μαν.) άγιος, ιερός, θείος. (αρχ.) (για έργο) ο εμπνευσμένος από θεία δύναμη.
Βικιλεξικό: ένθεος, -η, -ο
1. που έχει μέσα του τον θεό, που εμψυχώνεται από θεϊκή δύναμη
2. (μεταφορικά) ή (κυριολεκτικά) ο θεϊστής
Προσωπικά ακούω και βλέπω πάρα πολύ συχνά τη λέξη, κυρίως σε κύκλους αθέων-αγνωστικιστών, είτε στις αντίστοιχες ομάδες του facebook και λοιπούς διαδικτυακούς χώρους συζήτησης είτε σε συναντήσεις. Στους κύκλους αυτούς η λέξη "ένθεος" χρησιμοποιείται κατά κόρον ως αντίθετο του "άθεος", δηλαδή δηλώνει αυτόν που πιστεύει σε θεό ή θεούς.
Θεωρούσα μέχρι πρόσφατα ότι η χρήση αυτή είναι λάθος, πολύ διαδεδομένο ίσως σε ορισμένους κύκλους, με μια τάση να καθιερωθεί έστω σε αυτούς τους κύκλους, κατανοητό και ίσως αναμενόμενο (η αναλογία με το "άθεος"), αλλά πάντως λάθος και απέφευγα να την χρησιμοποιώ, προτιμώντας τη λέξη "θεϊστής" και διορθώνοντας συχνά πυκνά -περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά- όσους έλεγαν κι έγραφαν "ένθεος".
Σε πρόσφατη εκδήλωση όμως άκουσα τον τέως υπουργό δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλο, νομικό και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, να χρησιμοποιεί σε δημόσια ομιλία του την λέξη ένθεος με την έννοια του θεϊστή, του ανθρώπου που πιστεύει σε θεό (για του λόγου το αληθές, όταν δημοσιευτεί το βίντεο της εκδήλωσης μπορώ να το λινκάρω). Αυτό με έκανε να αναθεωρήσω τη θέση μου. Δεν ξέρω αν ο Σταθόπουλος πιστεύει σε θεό ή όχι, αλλά αμφιβάλλω πολύ ότι κινείται σε κύκλους αθέων, πολύ λιγότερο δε σε τέτοιες ομάδες του facebook. Είναι άνθρωπος μορφωμένος και μεγάλος σε ηλικία, δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε έτσι αβασάνιστα ότι κάνει λάθος ή ότι παρασύρεται από σύγχρονες μόδες και τάσεις του διαδικτύου.
Αυτό το περιστατικό με έβαλε σε σκέψεις. Σκέφτηκα ότι οι κύκλοι όπου χρησιμοποιείται η λέξη ένθεος ως συνώνυμο του θεϊστή ναι μεν είναι στενοί σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στον γενικό πληθυσμό η λέξη ένθεος χρησιμοποιείται με άλλη έννοια: κατά πάσα πιθανότητα δεν χρησιμοποιείται καν, κι αν ρωτήσουμε κάποιον τυχαίο στον δρόμο τι σημαίνει, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα γνωρίζει (και αν του πούμε ότι σημαίνει αυτόν που πιστεύει στον θεό, κατά πάσα πιθανότητα θα του φανεί φυσικό).
Με αυτήν την αφορμή αναζήτησα το λήμμα και είδα ότι το Βικιλεξικό λημματογραφεί και δεύτερη έννοια, εκείνη του θεϊστή, του ανθρώπου που πιστεύει στον θεό.
Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια γλωσσική αλλαγή, όπου η λέξη αποκτά (έχει ήδη αποκτήσει; ποια είναι τα κριτήρια; ) και δεύτερη έννοια (και ίσως χάσει την πρώτη λόγω αχρησίας, αν και είναι πολύ νωρίς για να το πούμε αυτό). Ποια είναι η γνώμη σας; Πόσο αποδεκτό είναι να χρησιμοποιήσουμε έτσι τη λέξη ένθεος σήμερα (με ή χωρίς επεξήγηση/αποσφαήνιση); Έχετε εμπειρία ή άποψη για το θέμα;
Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής (Τριανταφυλλίδη): ένθεος -η / -ος -ο [énθeos] Ε17 : (λόγ.) που είναι σαν να έχει μέσα του το Θεό ή το θείο· που προέρχεται, εμπνέεται από θεϊκή δύναμη· (πρβ. θεόπνευστος): Ένθεη μανία. Ένθεα έπη. || ~ ζήλος, ενθουσιώδης.
Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Μπαμπινιώτη): ένθεος, -η, -ο (λογ.) αυτός που εμπνέεται ή κατέχεται από το θείο, που παρουσιάζεται σαν να έχει τον Θεό μέσα του: ~ ζήλος / αγαλλίαση / μανία ΣΥΝ. θεόπνευστος, θεόληπτος.
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα: ένθεος, -η, -ο και ένθους, -ουν (ΑΜ ένθεος, -ον και ένθους, -ουν): αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος. (νεοελλ.) (συνήθ. το συνηρ. ένθους): ενθουσιώδης, ενθουσιασμένος, γεμάτος ενθουσιασμό. (αρχ.-μαν.) άγιος, ιερός, θείος. (αρχ.) (για έργο) ο εμπνευσμένος από θεία δύναμη.
Βικιλεξικό: ένθεος, -η, -ο
1. που έχει μέσα του τον θεό, που εμψυχώνεται από θεϊκή δύναμη
2. (μεταφορικά) ή (κυριολεκτικά) ο θεϊστής