Costas
¥
Είχα αναφερθεί φευγαλέα προ μηνών στο πρόβλημα που υπάρχει με τις λέξεις χαρά και χάρος. Φαίνεται πως έχουν κοινή ρίζα, όπου συγχωνεύονται σ' ένα κοινό καζάνι η χαρά και η αγριάδα (όπως όταν γυαλίζει το μάτι σου). Κι έτσι έχουμε αρχαιόθεν ήδη την χαράν αλλά και τη λέξη χαροπός (χαρά + ώψ), που σημαίνει ότι αστράφτει-γυαλίζει το μάτι σου, όπως του λιονταριού, αλλά κατέληξε να σημαίνει και γκριζογάλανος, για τη θάλασσα αλλά και για μάτια ας πούμε, τα δικά μου περισσότερο κι από τα γλαυκά της Αθηνάς [όμματά μοι γλαυκάας χαροπώτερα πολλόν Αθάνας --Θεόκριτος]. Αναφέρεται ακόμα η χαροπότης των Γερμανών (από τον Πλούταρχο). Χαροπός όμως θεωρείται κάποια στιγμή κι αυτός που τα μάτια του ακτινοβολούν από χαρά. Αν πάλι θέλετε να αποδώσετε τον χαροπόν ποιητικότερα, τότε διαλέξτε τη λέξη χάρων, που ταιριάζει γάντι για όνομα του λιονταριού, ως εκ της χαροπότητος, αλλά και στον αϊτό και στους Κύκλωπες. Από κει ως τον Χάροντα, το γνωστό περαματάρη της Στύγας, η απόσταση είναι ασήμαντη, μηδέ οβολού αξία. Πώς να μην υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που ηδονίζονται με τις ταινίες τρόμου;
Στα νέα ελληνικά η αμφίσημη σχέση συνεχίζεται. Καταρχήν υπάρχουν το χαροκόπι και το χαροκοπιό, που η σαφέστατη σημασία τους (χαρά, γλέντι) φαίνεται πως...δεν είναι και τόσο σαφέστατη πια, γι' αυτό και αναφέρθηκα τότε στο χωριό της Μεσσηνίας Χαροκοπιό, που το άλλαξαν και το έκαναν Χαρακοπιό προς αποφυγήν πάσης παρεξηγήσεως. Ώστε κάτι τρέχει.
Χτες λοιπόν διάβαζα του Σολωμού τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν. Στη στροφή 127 αρχίζει και λέει πως ετούτη στη στεριά είναι ανίκητη, αλλά και στη θάλασσα δεν τα πάει κι άσκημα, παρά τον δυσμενή συσχετισμό των δυνάμεων. Μιλάει για τα μπουρλότα, που κάναν και
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει
Και σηκώνει μια βροντή,
Και το πέλαο χρωματίζει
Με αιματόχροη βαφή.
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί·
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
Που σ' επέταξαν εκεί.
(στρ. 131-132).
Δεν καταλάβαινα. Το διάβασα δυο-τρεις φορές, και νόημα δεν έβγαζε αυτός ο Χάρος σε γενική (ήταν και περασμένη η ώρα), ώσπου μια στιγμή κατάλαβα πως αυτό το Χάρου είναι προσταχτική αορίστου του ρήματος χαίρομαι. Να χαρεί η σκιά του Γρηγορίου του Ε' --που τη σορό του την είχαν πετάξει οι Τούρκοι στη θάλασσα-- για τα πτώματα των πνιγμένων Τούρκων πολεμάρχων.
Φαντάζομαι πως ο Σολωμός δεν θα 'χε μεταχειριστεί τέτοιον τύπο ρηματικό (αλλού έχει επίσης πολλά 'Χαίρου'), αν ήταν να 'ρχονται οι φίλοι του κι όλοι οι άλλοι να του λένε πως κατάλαβαν 'του Χάρου'. Αυτό σημαίνει ίσως ότι μια τέτοια προσταχτική ήταν τότε άμεσα κατανοητή· σήμερα πάντως δεν είναι καθόλου. Σήμερα ούτε το Χαροκοπιό δεν είναι κατανοητό σαν γλέντι.
Μια τελευταία ένδειξη: το 1975 ο φιλόλογός μας, άνθρωπος στεγνός και αφόρητα συντηρητικός, από μιαν άλλην εποχή πια, αλλά πάντως ευσυνείδητος και εργατικός, μας ανέλυε το γνωστό δημοτικό της Δέσπως και, όταν έφτασε στο "μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; Μηδέ σε γάμο ρίχνονται μηδέ σε χαροκόπι...", μας είπε ότι έχουμε εδώ ένα σχήμα αντίθεσης, από τη μια ο γάμος κι από την άλλη η κηδεία. Μάλιστα! Έτσι ακριβώς. Αναγκάστηκα να επιμείνω μπροστά σε όλη την τάξη για κάνα πεντάλεπτο ότι έχουμε σχήμα επανάληψης, ώσπου να δω κάποια στιγμή, στο βάθος του ματιού του, να γυαλίζει κάτι (χαροπός) που έδειχνε ότι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τη φριχτή αλήθεια, άσχετα που δεν παραδέχτηκε την γκάφα του. Εκείνο που μ' ενδιαφέρει είναι όχι η γκάφα ενός ευσυνείδητου φιλολόγου αλλά η βαθιά ριζωμένη σιγουριά του για τη σημασία της λέξης χαροκόπι ως σχετική με το χάρο, μάλιστα από έναν άνθρωπο που ήταν στα 65 του περίπου, δηλαδή άνθρωπο της δεκαετίας του '20-'30. Και όμως.
Στα νέα ελληνικά η αμφίσημη σχέση συνεχίζεται. Καταρχήν υπάρχουν το χαροκόπι και το χαροκοπιό, που η σαφέστατη σημασία τους (χαρά, γλέντι) φαίνεται πως...δεν είναι και τόσο σαφέστατη πια, γι' αυτό και αναφέρθηκα τότε στο χωριό της Μεσσηνίας Χαροκοπιό, που το άλλαξαν και το έκαναν Χαρακοπιό προς αποφυγήν πάσης παρεξηγήσεως. Ώστε κάτι τρέχει.
Χτες λοιπόν διάβαζα του Σολωμού τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν. Στη στροφή 127 αρχίζει και λέει πως ετούτη στη στεριά είναι ανίκητη, αλλά και στη θάλασσα δεν τα πάει κι άσκημα, παρά τον δυσμενή συσχετισμό των δυνάμεων. Μιλάει για τα μπουρλότα, που κάναν και
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει
Και σηκώνει μια βροντή,
Και το πέλαο χρωματίζει
Με αιματόχροη βαφή.
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί·
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
Που σ' επέταξαν εκεί.
(στρ. 131-132).
Δεν καταλάβαινα. Το διάβασα δυο-τρεις φορές, και νόημα δεν έβγαζε αυτός ο Χάρος σε γενική (ήταν και περασμένη η ώρα), ώσπου μια στιγμή κατάλαβα πως αυτό το Χάρου είναι προσταχτική αορίστου του ρήματος χαίρομαι. Να χαρεί η σκιά του Γρηγορίου του Ε' --που τη σορό του την είχαν πετάξει οι Τούρκοι στη θάλασσα-- για τα πτώματα των πνιγμένων Τούρκων πολεμάρχων.
Φαντάζομαι πως ο Σολωμός δεν θα 'χε μεταχειριστεί τέτοιον τύπο ρηματικό (αλλού έχει επίσης πολλά 'Χαίρου'), αν ήταν να 'ρχονται οι φίλοι του κι όλοι οι άλλοι να του λένε πως κατάλαβαν 'του Χάρου'. Αυτό σημαίνει ίσως ότι μια τέτοια προσταχτική ήταν τότε άμεσα κατανοητή· σήμερα πάντως δεν είναι καθόλου. Σήμερα ούτε το Χαροκοπιό δεν είναι κατανοητό σαν γλέντι.
Μια τελευταία ένδειξη: το 1975 ο φιλόλογός μας, άνθρωπος στεγνός και αφόρητα συντηρητικός, από μιαν άλλην εποχή πια, αλλά πάντως ευσυνείδητος και εργατικός, μας ανέλυε το γνωστό δημοτικό της Δέσπως και, όταν έφτασε στο "μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; Μηδέ σε γάμο ρίχνονται μηδέ σε χαροκόπι...", μας είπε ότι έχουμε εδώ ένα σχήμα αντίθεσης, από τη μια ο γάμος κι από την άλλη η κηδεία. Μάλιστα! Έτσι ακριβώς. Αναγκάστηκα να επιμείνω μπροστά σε όλη την τάξη για κάνα πεντάλεπτο ότι έχουμε σχήμα επανάληψης, ώσπου να δω κάποια στιγμή, στο βάθος του ματιού του, να γυαλίζει κάτι (χαροπός) που έδειχνε ότι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τη φριχτή αλήθεια, άσχετα που δεν παραδέχτηκε την γκάφα του. Εκείνο που μ' ενδιαφέρει είναι όχι η γκάφα ενός ευσυνείδητου φιλολόγου αλλά η βαθιά ριζωμένη σιγουριά του για τη σημασία της λέξης χαροκόπι ως σχετική με το χάρο, μάλιστα από έναν άνθρωπο που ήταν στα 65 του περίπου, δηλαδή άνθρωπο της δεκαετίας του '20-'30. Και όμως.