...
Παρεμπιπτόντως, νόμιζα ότι τα μοναστήρια λουκούμια σερβίρουν, όχι υποβρύχια. ...
Λουκούμι είναι το μαστ για όλους, ενώ η βανίλια (υποβρυχίως) είναι έξτρα περιποίηση. Του ασώτου. «Καὶ ἐνέγκαντες την βαννίλλιαν [sic] την ὑποβρύχιον
Ναι, τα θυμάμαι τα ατομικά βανιλάκια, αλλά και τα σπασμένα πλαστικά κουταλάκια, μολονότι δεν ήταν τόσο σκληρή όσο η κλασική για υποβρύχιο, αφού ήταν κάπως αραιωμένη. Μέχρι που έμαθα το κόλπο: να τη ζεσταίνω για λίγο στον ήλιο όταν είχε καλοκαιριά ή στα χέρια το χειμώνα, για να μαλακώσει. Και να κάνω υποβανίλιες βουτιές με τη γλώσσα.
Ας έχουμε και τα του ΛΚΝ στο νήμα:
βανίλια η: 1α. το φυτό και ο ομώνυμος καρπός που χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική. β.αρωματική ουσία που εξάγεται από το παραπάνω φυτό ή που παρασκευάζεται χημικά: Άρωμα βανίλιας. 2α. γλυκό κουταλιού με μαστίχα Xίου και άρωμα βανίλιας· υποβρύχιο[SUB]2[/SUB]: Γκαρσόν, φέρε μου μια ~. β. διάφορα γλυκίσματα ή ποτά που περιέχουν άρωμα βανίλιας: Γλυκό / παγωτό ~. [ιταλ. vaniglia]
υποβρύχιο το: 1. σκάφος, κυρίως πολεμικό, το οποίο έχει τη δυνατότητα να πλέει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας: Aτομικό ~, που κινείται με πυρηνική ενέργεια. Στόλοι υποβρυχίων. ~ τσέπης*. 2. (μτφ., οικ.) το γλυκό βανίλια, όταν σερβίρεται με το κουταλάκι μέσα σε ένα ποτήρι νερό. [λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. υποβρύχιος σημδ. γαλλ. sous-marin ή αγγλ. submarine]
Ε, ας γίνει σημ. αντιδάνειο, και μάλιστα γλυκό.