τσαγκαροδευτέρα η εργάσιμη ημέρα, την οποία μεταβάλλει κανείς σε αργία από τεμπελιά: Γιατί δεν πήγες σήμερα στη δουλειά; Τι είναι, τσαγκαροδευτέρα; (ΛΝΕΓ)
τσαγκαροδευτέρα η [tsaŋgaroδeftéra] O25α : (ειρ.) εργάσιμη μέρα, συνήθ. η επόμενη μιας αργίας, κατά την οποία αποφεύγουμε τη δουλειά από τεμπελιά: Τσαγκαροδευτέρα είναι σήμερα και ήρθες αδιάβαστος στο σχολείο; [τσαγκάρ(ης) -ο- + Δευτέρα (παλιότερα μέρα αργίας για τους τσαγκάρηδες)] (ΛΚΝ)
Μια πιο φλύαρη εξήγηση για την προέλευση της λέξης έχει το βιβλίο Γιατί το λέμε έτσι:
Στα ελληνοαγγλικά λεξικά βρίσκω διάφορες αποδόσεις:
skiving; an idler’s holiday; an idler’s day; (illicit) day off; lazy Monday
Εγώ πάλι έχω την εντύπωση ότι λέμε πια «τσαγκαροδευτέρα» και εννοούμε ότι είναι η πρώτη μέρα της εβδομάδας, μετά την ξεγνοιασιά και το καθισιό του σαββατοκύριακου ή κάποιας άλλης διακοπής, που δεν μας φεύγει με τίποτα η σπαρίλα και δεν μπορούμε να πιάσουμε σωστούς ρυθμούς. Η Δευτέρα της κατήφειας. Δεν λέμε, δηλαδή, «Τι είναι, τσαγκαροδευτέρα;», αλλά «Γαμώτο, τσαγκαροδευτέρα, και δεν έχω καμιά διάθεση να δουλέψω». Πλέον, κάθε Δευτέρα είναι τσαγκαροδευτέρα.
Η επιστροφή στην Τσαγκαροδευτέρα
Η ωραιότερη παρένθεση. Η διαφυγή απ' την καθημερινότητα. Το Σάββατο. Η Κυριακή ήταν η ημέρα για να κατακαθίσουν τα πράγματα και τα συναισθήματα. Η Δευτέρα, η πρώτη μέρα της επιστροφής στη δουλειά. Κανονική Τσαγκαροδευτέρα.
Οπότε η δική μου μεταφραστική πρόταση:
Είναι τσαγκαροδευτέρα > I have the Monday blues.
Every other day, every other day,
Every other day of the week is fine, yeah
But whenever Monday comes, but whenever Monday comes
You can find me cryin' all of the time.
Καλημέρα και καλή βδομάδα.
τσαγκαροδευτέρα η [tsaŋgaroδeftéra] O25α : (ειρ.) εργάσιμη μέρα, συνήθ. η επόμενη μιας αργίας, κατά την οποία αποφεύγουμε τη δουλειά από τεμπελιά: Τσαγκαροδευτέρα είναι σήμερα και ήρθες αδιάβαστος στο σχολείο; [τσαγκάρ(ης) -ο- + Δευτέρα (παλιότερα μέρα αργίας για τους τσαγκάρηδες)] (ΛΚΝ)
Μια πιο φλύαρη εξήγηση για την προέλευση της λέξης έχει το βιβλίο Γιατί το λέμε έτσι:
Παλαιότερα, τα παπούτσια ήταν χειροποίητα και δυσεύρετα. Τα κατασκεύαζαν οι τσαγκάρηδες (λέξη προερχόμενη από το τσαγγίον ή τζαγγίον, είδος παπουτσιού για τους βυζαντινούς) στα εργαστήριά τους, τα τσαγκαράδικα. Όταν φθείρονταν, ακριβώς επειδή ήταν είδος πολυτελείας, οι άνθρωποι τα επιδιόρθωναν ξανά και ξανά, προκειμένου να καθυστερήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την αγορά καινούριου ζευγαριού. Τις επιδιορθώσεις αναλάμβαναν, ως επί το πλείστον, πλανόδιοι τσαγκάρηδες που γύριζαν για το σκοπό αυτό στις γειτονιές κι έβγαζαν το μεροκάματο. Η Δευτέρα όμως ήταν ημέρα αργίας για τους τεχνίτες του παπουτσιού, γι' αυτό τόσο τα τσαγκαράδικα όσο και οι πλανόδιοι δεν εργάζονταν την ημέρα αυτή. […] Η «Τσαγκαροδευτέρα» έμεινε στο λεξιλόγιο μας να σημαίνει σκωπτικά την αργία για τους φυγόπονους, την εργάσιμη δηλαδή ημέρα την οποία μεταβάλλει κανείς σε αργία από τεμπελιά.
Στα ελληνοαγγλικά λεξικά βρίσκω διάφορες αποδόσεις:
skiving; an idler’s holiday; an idler’s day; (illicit) day off; lazy Monday
Εγώ πάλι έχω την εντύπωση ότι λέμε πια «τσαγκαροδευτέρα» και εννοούμε ότι είναι η πρώτη μέρα της εβδομάδας, μετά την ξεγνοιασιά και το καθισιό του σαββατοκύριακου ή κάποιας άλλης διακοπής, που δεν μας φεύγει με τίποτα η σπαρίλα και δεν μπορούμε να πιάσουμε σωστούς ρυθμούς. Η Δευτέρα της κατήφειας. Δεν λέμε, δηλαδή, «Τι είναι, τσαγκαροδευτέρα;», αλλά «Γαμώτο, τσαγκαροδευτέρα, και δεν έχω καμιά διάθεση να δουλέψω». Πλέον, κάθε Δευτέρα είναι τσαγκαροδευτέρα.
Η επιστροφή στην Τσαγκαροδευτέρα
Η ωραιότερη παρένθεση. Η διαφυγή απ' την καθημερινότητα. Το Σάββατο. Η Κυριακή ήταν η ημέρα για να κατακαθίσουν τα πράγματα και τα συναισθήματα. Η Δευτέρα, η πρώτη μέρα της επιστροφής στη δουλειά. Κανονική Τσαγκαροδευτέρα.
Οπότε η δική μου μεταφραστική πρόταση:
Είναι τσαγκαροδευτέρα > I have the Monday blues.
Every other day, every other day,
Every other day of the week is fine, yeah
But whenever Monday comes, but whenever Monday comes
You can find me cryin' all of the time.
Καλημέρα και καλή βδομάδα.
Last edited: