Ως δαρβινιστής και ως οικολόγος, προσπαθώ συνεχώς να κατανοήσω την εξέλιξη του ανθρώπου και τη σχέση του με τον συνάνθρωπο, τη φύση, τα άλλα ζώα — και να είμαι πάνω απ’ όλα άνθρωπος και συνάνθρωπος. Μου αρέσει να λέω ότι δεν έχω ούτε ένα εθνικιστικό κοκαλάκι μέσα μου, ταυτόχρονα όμως αντιλαμβάνομαι ότι είμαι κι εγώ χημικά ρυθμισμένος να ανήκω σε ομάδες για να συγκροτώ κοινωνία: να θέλω να νιώθω περήφανος που είμαι Έλληνας, Κρητικός, σοσιαλοδημοκράτης (παρά τις πίκρες — μα ποια άλλη ομάδα έχει δώσει διεθνώς και διαχρονικά τις καλύτερες για τους περισσότερους νίκες;), Ολυμπιακός (εξαιρετικά χαμηλών τόνων), εθνικάρα, Λεξιλόγος. Δεν παύω βέβαια να θυμίζω στον εαυτό μου ότι όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι για τη σεροτονίνη, την αδρεναλίνη και τα καλά της άμιλλας, για ό,τι καλό βγαίνει όταν αναδεικνυόμαστε όχι καλύτεροι από τον άλλο, αλλά καλύτεροι από τον εαυτό μας.
Όταν είδα αυτή τη φωτογραφία από τη χτεσινή παρέλαση, διέγνωσα καμάρι στο ύφος και στην περπατησιά της μαύρης μαθήτριας με την ελληνική σημαία — διάγνωση που δεν αποκλείεται να την έκανα επειδή το ήθελα και το είχα ανάγκη. Διέγνωσα το καμάρι της και συγκινήθηκα.
Σήμερα προσπάθησα να ερμηνεύσω γιατί άραγε να ένιωσα έτσι. Γιατί εγώ ένας ηλικιωμένος λευκός Έλληνας άντρας που ισχυρίζεται ότι δεν έχει εθνικιστικό κοκαλάκι μέσα του να συγκινηθεί από το καμάρι μιας μαύρης μαθήτριας με την ελληνική σημαία; Να ένιωσα —επειδή το ήθελα και το είχα ανάγκη— ότι η μαθήτρια καμάρωνε που ήταν σημαιοφόρος, που κρατούσε την ελληνική σημαία, που ήταν εκεί κι αυτή μαζί με τους φίλους της και τους συμμαθητές της, που έσπασε κακοφτιαγμένα καλούπια; Μπορεί να λειτούργησαν όλα αυτά σε έναν όμορφο αχταρμά. Αλλά θέλω συνάμα να πιστεύω ότι αυτή η φωτογραφία συναντήθηκε με κάτι ακόμα πιο δυνατό μέσα μου, κάτι που ως άνθρωποι έχουμε πάντα ανάγκη να νιώθουμε — και ως μέλη του μικρόκοσμού μας ακόμα περισσότερο αυτόν τον καιρό: ότι μπορούμε. Ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι, ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε τα φτηνά και ανόητα για να κερδίσουμε τα σπουδαία και τα μεγάλα. Άλλωστε τι να ήταν η ελπίδα στο πιθάρι της Πανδώρας, άλλο από την αίσθηση ότι μπορούμε;
Τη φωτογραφία την αντέγραψα από αυτή τη σελίδα του theinsider.gr για να εικονογραφήσω το γραφτό μου.
Όταν είδα αυτή τη φωτογραφία από τη χτεσινή παρέλαση, διέγνωσα καμάρι στο ύφος και στην περπατησιά της μαύρης μαθήτριας με την ελληνική σημαία — διάγνωση που δεν αποκλείεται να την έκανα επειδή το ήθελα και το είχα ανάγκη. Διέγνωσα το καμάρι της και συγκινήθηκα.
Σήμερα προσπάθησα να ερμηνεύσω γιατί άραγε να ένιωσα έτσι. Γιατί εγώ ένας ηλικιωμένος λευκός Έλληνας άντρας που ισχυρίζεται ότι δεν έχει εθνικιστικό κοκαλάκι μέσα του να συγκινηθεί από το καμάρι μιας μαύρης μαθήτριας με την ελληνική σημαία; Να ένιωσα —επειδή το ήθελα και το είχα ανάγκη— ότι η μαθήτρια καμάρωνε που ήταν σημαιοφόρος, που κρατούσε την ελληνική σημαία, που ήταν εκεί κι αυτή μαζί με τους φίλους της και τους συμμαθητές της, που έσπασε κακοφτιαγμένα καλούπια; Μπορεί να λειτούργησαν όλα αυτά σε έναν όμορφο αχταρμά. Αλλά θέλω συνάμα να πιστεύω ότι αυτή η φωτογραφία συναντήθηκε με κάτι ακόμα πιο δυνατό μέσα μου, κάτι που ως άνθρωποι έχουμε πάντα ανάγκη να νιώθουμε — και ως μέλη του μικρόκοσμού μας ακόμα περισσότερο αυτόν τον καιρό: ότι μπορούμε. Ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι, ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε τα φτηνά και ανόητα για να κερδίσουμε τα σπουδαία και τα μεγάλα. Άλλωστε τι να ήταν η ελπίδα στο πιθάρι της Πανδώρας, άλλο από την αίσθηση ότι μπορούμε;
Τη φωτογραφία την αντέγραψα από αυτή τη σελίδα του theinsider.gr για να εικονογραφήσω το γραφτό μου.