Χρωστώ του Δαεμάνου μας από καρδιάς
σπολάτι
να ειπώ, και να του ευχηθώ πριν πέσω στο κρεβάτι.
Και να ’μαι στιχοπλέκοντας, η μέρα πριν περάσει,
και μπαγιατέψουν οι ευκές, του λέω να γεράσει
ορθός στο σώμα, αλύγιστος στη σκέψη και στο πνέμα
αλλά
μικιός στους συνειρμούς, κι ας βράζει του το αίμα!
Δες το κι αλλιώς Δαεμάνε μας το παρά μια πενήντα:
εφτά φορές γύρους εφτά κάνει η ζωή σου, κ’ ίντα
φέρνει ο καιρός στην κεφαλή εξόν από σκοτούρα,
μπερδέματ΄, άγχη, χρέητα κι εφτάχρονη φαγούρα,
τώρα αχνοβλέπεις το: ειν’ αυτό του χρόνου το ρεγάλο,
δώρο βαρύ, αξετίμητο, κι απ’ όλα πιο μεγάλο.
Είναι
η σοφία, που έχτισε σπίτι σ’ εφτά κολώνες,
εφτά φορές σε τύλιξε γι’ άλλους εφτά
αιώνες.
Γι’ αυτό κι εγώ εφτάψυχος θέλω να βασιλεύεις,
εφτά φορές μ’ εφτά καρδιές σ’ εύχομαι να θεριεύεις.