dominotheory
Member
Το «λυτρισμικό» και η αντοχή της γλώσσας (Παντελής Μπουκάλας)
Άλλες λέξεις τις μαθαίνουμε ακούγοντάς τες, από τη νηπιακή ηλικία κι ώς τα γεράματά μας, κι άλλες τις πρωτοσυναντάμε γραμμένες, τυπωμένες σε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά ή ιστοσελίδες. Η γλωσσική μας εκπαίδευση δεν σταματάει ποτέ, και πάντα η ικανότητά μας να οικειοποιούμαστε και να απομνημονεύουμε υπολείπεται της όρεξής μας να μαθαίνουμε. Οσο για την αναλογία ανάμεσα στις λέξεις της ακοής και τις λέξεις της όρασης, εξαρτάται από την ηλικία του καθενός, τη δουλειά, τις παρέες, τις σχέσεις του με το διάβασμα· γενικότερα, εξαρτάται από τον τόπο όπου γεννιέται και τον χρόνο. Το τυχαίο καθορίζει ποια μοίρα θα διανύσει αυτό το μάτσο γονίδια που αποτελεί τον καθένα μας. Επίσης τυχαίο είναι, και τελικά αδιάφορο, αν έναν καινούργιο όρο τον πρωτογνωρίζεις διαβάζοντάς τον ή ακούγοντάς τον.
Τον όρο «λυτρισμικό» έτυχε να τον συναντήσω πρώτη φορά γραμμένο σε κάποιο σάιτ, όχι πολύ καιρό πριν. Τα συμφραζόμενα επέτρεψαν τη γρήγορη αποκωδικοποίησή του. Η λέξη ήταν ενταγμένη σε μια είδηση για τους μπελάδες που προκάλεσε οικουμενικώς κάποιος νέος ψηφιακός ιός, από αυτούς που κατασκευάζει κάθε κρατική μυστική υπηρεσία που σέβεται την παράδοσή της, κι ύστερα πέφτουν στα χέρια ιδιωτών κατεργαραίων, από τους αναρίθμητους που λυμαίνονται το Διαδίκτυο. Στο Διαδίκτυο βρήκα και τον ορισμό: «Το λυτρισμικό, γνωστό και ως ransomware, είναι λογισμικό κακόβουλης λειτουργίας υπολογιστή που περιορίζει την πρόσβαση στα αρχεία σας ή τα κρυπτογραφεί, ενώ μπορεί ακόμα και να σας εμποδίσει να χρησιμοποιείτε τον υπολογιστή σας εντελώς. Στη συνέχεια, προσπαθεί να σας εξαναγκάσει να πληρώσετε χρήματα (λύτρα), για να αποκτήσετε ξανά πρόσβαση σε αυτά».
Εχουμε λοιπόν παραγωγή μιας νέας λέξης, έστω με πρότυπο κάποια ξένη, αγγλική, το «ransomware», που πλάστηκε κατά το «software» και το «hardware» (με πρώτο συνθετικό το «ransom» = λύτρα ή εξαγορά διά λύτρων). Το «ransomware» δεν υπάρχει βέβαια σαν λήμμα στο σαραντάχρονο «Αγγλοελληνικόν λεξικόν» του οίκου «Penguin Books» που χρησιμοποιώ, αφού αποτελεί καρπό των υπερτεχνολογικών καιρών μας. Το δικό μας «λυτρισμικό» δεν μεταφράζει μηχανικά κάποιο «lytrismic», για παράδειγμα, ώστε να το μεταφέρει στα ελληνικά, και μάλιστα με την επηρμένη σιγουριά ότι πρόκειται για αντιδάνειο, «πάλι μας χρωστάνε» κ.τ.λ. Με την επινόηση της νέας ελληνικής λέξης αποδίδεται το νόημα της ξένης, η ουσία της. Στην περίπτωση αυτή συμβαίνει νομίζω κάτι ουσιωδέστερο και δημιουργικότερο απ’ ό,τι όταν εισάγονται στην ελληνική, σαν ήχος πρώτα, ο «hacktivism» και ο «hacktivist», ο «χακτιβισμός» και ο «χακτιβιστής», δηλαδή ο χάκερ-ακτιβιστής, ο πειρατής που διεισδύει στο Ιντερνετ για να προωθήσει κάποιο πολιτικό ή κοινωνικό μήνυμα.
Ελληνική λέξη είναι και ο «χακτιβιστής», ή θα γίνει με τον καιρό και με τη χρήση. Ελληνική και ο χάκερ, έχει άλλωστε λεξικογραφηθεί. Λήμμα «χάκερ» υπάρχει τόσο στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του Γ. Μπαμπινιώτη όσο και στο «Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας» της Ακαδημίας Αθηνών, τη σύνταξη και την επιμέλεια του οποίου υπογράφει ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, ως επικεφαλής συνεργατικής ομάδας. Στο Λεξικό της Ακαδημίας μάλιστα παρατίθενται και τα λήμματα «χακεριά» (και «χακιά», στην αργκό) και «χακεύω». Σε αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τις λέξεις χακάρω (κατά το σερφάρω), χακεράς, χακερόνι και χακάρισμα, η ύπαρξη και η ευρεία χρήση των οποίων δείχνει πως ο μητρικός όρος είναι ήδη κατακτημένος. Οχι απλώς εξελληνισμένος αλλά ελληνικός.
Αν θα βρεθεί, και πότε, κάποιος αποφασισμένος να πάρει τη σκυτάλη από τον Στέφανο Κουμανούδη και να εκπονήσει και αυτός μια «Συναγωγή νέων λέξεων» υπό των λογίων αλλά και του δήμου πλασθεισών, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Και μάλλον ομάδα ασκητών θα ’πρεπε να αναλάβει αυτή τη δουλειά, όχι ένας. Και τα λεξικά που ήδη κυκλοφορούν, πάντως, δείχνουν με τη συνεχώς διευρυνόμενη ύλη τους πως η γλώσσα μας δεν πνέει τα λοίσθια, όπως πεισματικά διατείνονται οι κήρυκες του θανάτου της και τελεστές των μνημοσύνων της. Το «λυτρισμικό» δεν το περιέχουν βέβαια, δεν έχουν προλάβει, άλλωστε ποτέ τα λεξικά δεν προλαβαίνουν τη γλωσσική δημιουργία. Το «λογισμικό» όμως το έχουν αποθησαυρίσει από χρόνια. Εχουν επίσης καταγράψει τις λέξεις που γέννησε η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Διαδικτύου και η ανάγκη των ανθρώπων να συνεννοούνται μεταξύ τους για όσα τα αφορούν.
Το Λεξικό Μπαμπινιώτη, τουλάχιστον στην επανεκτύπωση της α΄ έκδοσης του 1998 που κοιτάζω, δίνει τα λήμματα «κυβερνοπάνκ» και «κυβερνοχώρος». Νεότερο το Λεξικό Χαραλαμπάκη, του 2014, είναι φανερά πλουσιότερο στην καταγραφή σύνθετων λέξεων με α΄ συνθετικό το «κυβερνο-». Στο κυβερνοπάνκ και τον κυβερνοχώρο προσθέτει δεκαπέντε λέξεις ήδη συχνές και στην προφορική γλώσσα και στη γραπτή, τη δημοσιογραφική και τη συγγραφική: κυβερνοδιάστημα, κυβερνοέγκλημα, κυβερνοεπίθεση, κυβερνοκατασκοπεία, κυβερνοκόσμος, κυβερνοκουλτούρα, κυβερνολογοτεχνία, κυβερνοναύτης, κυβερνοπειρατής, κυβερνοπόλεμος, κυβερνοπολίτης, κυβερνοσέξ, κυβερνοσφετερισμός, κυβερνοτέχνη, κυβερνοτρομοκρατία. Παλαιότερη όλων η κυβερνοκουλτούρα, που γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1963, σαν «cyberculture».
Σε άλλους καιρούς η ελληνική δανειζόταν και υιοθετούσε ξένες λέξεις, προσαρμοσμένες μορφολογικά και κλιτικά στο σύστημά της ή όχι, για να ονομάσει λ.χ. στοιχεία της ενδυμασίας και της δίαιτας. Και δεν πάω στη βαθιά αρχαιότητα, στον χιτώνα, τη χλαίνη, το σάνδαλον ή τον σίτον, το σύκον, το σήσαμον και το ερέβινθον, δάνεια όλα, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι γλωσσολόγοι, από γλώσσες της Μεσογείου ή της Μικράς Ασίας. Μιλάω για το παντελόνι («αντιδάνειο» από το «Πανταλέων» διά του Pantaleone, χαρακτήρα της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε; έστω), την μπλούζα, τη φούστα και τη φουστανέλα, τη γραβάτα και την κάλτσα, και για το πουλόβερ βέβαια ή το φούτερ. Αλλά και για το σάμαλι και τη σαντιγί, το παντεσπάνι, τους κεφτέδες (που δεν υποχώρησαν μπροστά στα προταθέντα «κρεατοσφαιρίδια») και τη μακαρονάδα· που μάλλον δεν θα την απολαμβάναμε με τον ίδιο ενθουσιασμό αν μας είχε πείσει η υπόθεση ότι κατάγεται από τη μεσαιωνική «μακαρία», το νεκρόδειπνο. Με την εισαγωγή αυτοκινήτων εισήχθησαν και λέξεις του τομέα τους, από τον λεβιέ ώς το σασμάν. Σήμερα υιοθετούμε όρους των κομπιούτερ και του Ιντερνετ, αναπλασμένους ή μη, ατόφιους ή προσαρμοσμένους.
Δύναμη και πλούτος είναι για τις γλώσσες ο δανεισμός, όχι αδυναμία και φτώχεια. Μήπως δεν είναι παντοδύναμη η αγγλική, που λέμε ότι δανείστηκε από την ελληνική τη μία στις τρεις ή τέσσερις λέξεις της;