Μια με την κυοφορία του κυβερνητικού σχήματος, μια με τα θορυβώδη δρώμενα των παρελάσεων και τις
σχετικές αντιδράσεις, πέρασε και η Εικοστή Ογδόη χωρίς να το καταλάβουμε, και είναι κρίμα. Πιστεύω πως ένα ολιγόστιγμο πέταγμα της μνήμης προς τα εκεί είναι από τα οφειλόμενα. Όχι βέβαια για μεγαλοστομίες· την ανθρώπινη διάσταση να αναζητήσουμε. Νά, για παράδειγμα, μια στιγμή στη ζωή μερικών φαντάρων…
Στην Αλβανία, στο ύψωμα Πουντανόρι, απέναντι από την Τρεμπεσίνα που βομβάρδιζαν οι Ιταλοί, ένα βράδι σχετικής ησυχίας έστειλε ο λοχαγός μου ένα λοχία και μ’ εκάλεσε στ’ αμπρί του. Με ρώτησε αν πραγματικά είμαι καραγκιοζοπαίχτης, όπως έμαθε. Του είπα ναι. Μου είπε πως, επειδή κανείς δεν ξέρει αν θα ξημερωθούμε ζωντανοί, θα ήταν καλά να έπαιζα μια κωμωδία του Καραγκιόζη. Δέχτηκα και τους αράδιασα τους τίτλους μερικών έργων. Ο λοχαγός διάλεξε τον Καραγκιόζη Προφήτη.
Έπαιξα χωρίς φιγούρες, χωρίς σκηνή, καθισμένος σε μια πέτρα. Ψειριασμένος σε ψειριασμένους.
Γέμισε το αμπρί με αξιωματικούς. Οι οπλίτες κάθουνταν απ’ έξω. Η φωνή μου αντηχούσε στη χαράδρα. Έπαιζα σαν σε κανονική παράσταση κ’ οι θεατές μου είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Το έργο κράτησε κάπου σαράντα λεπτά, οπόταν σηκώθηκε ο λοχαγός, ήρθε κοντά μου, μ’ εχάιδεψε στον κεφάλι και μου ’πε: «Να ζήσεις, παιδί μου, που μας χάρισες μια βραδιά αλησμόνητη». Μου έδωσε λίγα τσιγάρα και με ρώτησε αν είχα ψωμί. (Ψωμί δεν είχαμε ποτέ). Διάταξε να μου δώσουν μισή κουραμάνα από τη δική του.
Μετά τρεις ώρες άρχισε το ιταλικό πυροβολικό. Είχαμε βαριές απώλειες. Την τρίτη βραδιά μετά την παράσταση ο λοχαγός σκοτώθηκε από όλμο.
Διήγηση του καραγκιοζοπαίχτη Μίμαρου (Δημήτρη Μεϊμάρογλου), στο περιοδικό
Επιθεώρηση Τέχνης, Οκτώβριος 1965, σ. 270.