Μόνο δύο φαίνεται να έχουν μείνει απείραχτα: το φως (του φωτός) και το καθεστώς (του καθεστώτος). Άντε και το ημίφως (του ημίφωτος) μαζί με κάποια άλλα σύνθετα του φωτός (λυκόφως, σεληνόφως κ.λπ.), αν και έχουμε και τα εναλλακτικά μισόφωτο, λυκόφωτο, φεγγαρόφωτο κ.λπ.
Ο έρως κρατιέται κάπως (ας όψεται ο Έρως), αλλά κλίνεται όπως ο έρωτας. Ενώ ο γέλως δεν έχει μόνο τον αδυσώπητο ανταγωνισμό από το γέλιο, αλλά και από το διόλου απρόσμενο του γέλωτος > του γέλωτα > ο γέλωτας (όπως και ο έρωτας) — κι ας μην αναγνωρίζουν τη λέξη τα λεξικά. Γέλιο έχει και ο κλαυσίγελος: γιατί η γενική του κλαυσίγελου μάς λέει ότι η λέξη είναι πια σε –ος, όπως και ο περίγελος, του περίγελου. Κάποια γραφικά «του κλαυσιγέλωτος» «ή του κλαυσιγέλωτα» στο διαδίκτυο δεν δικαιολογούν τη διατήρηση του λήμματος «ο κλαυσίγελως» στο ΛΝΕΚ και το ΛΣΓ (στο Ορθογραφικό έχει γίνει η διόρθωση).
Ο ιδρώς και ο παρατονισμένος ίδρως κατάντησαν λαϊκά ή κομιλφό. Ο ιδρώτας έχει κι αυτός τον παρατονισμένο του ίδρωτα.
Υπάρχει άνθρωπος που να λέει «του ρινόκερω» (χωρίς να γελάνε οι άλλοι πίσω από την πλάτη του); Όχι; Οπότε ας ξεμπλέξουμε τα κέρατα. Ο ρινόκερος, του ρινόκερου, τον ρινόκερο. Ο αιγόκερος, του αιγόκερου, τον αιγόκερο. Ο μονόκερος, του μονόκερου, τον μονόκερο. Είναι τουλάχιστον άτολμο να γράφει στη Βικιπαίδεια «ο αστερισμός του Μονόκερω» ή να κυκλοφορεί εν έτει 2006 ο Tropic of Capricorn του Μίλερ με τίτλο «Ο τροπικός του Αιγόκερω» λες και πρέπει να διατηρήσουμε το απολίθωμα σαν το δικό μου «εν έτει». Άντε, με το καλό και ο «Τροπικός του *Καρκίνω».
Κλίνονταν σαν τολεληκώς λελυκώς, λελυκότος, λελυκότα:
ο επιπεφυκώς (conjunctiva), που έγινε ο επιπεφυκότας
ο υπεζωκώς (pleura), που έγινε ο υπεζωκότας
Οι τύποι που θυμίζουν «κότας» (δεν τους έχω συνηθίσει ακόμα) δεν έχουν την έγκριση των λεξικών, αλλά συνηθίζονται στα πανεπιστήμια.
Στα απείραχτα, με το καθαρευουσιάνικο κουστουμάκι τους, κυκλοφορούν ακόμα και τα:
η αιδώς, της αιδούς, την αιδώ
η άλως, της άλω, την άλω
η απόκρεως, της απόκρεω, την απόκρεω(ν)
η ηώς, της ηούς, την ηώ
Κάποιες γενικές «της Ηώς» είναι από ονομαστική «η Ηώ», δηλαδή η αυγή έγινε όνομα η Ηώ, της Ηώς, την Ηώ. Άλλωστε και η Κως, της Κω έχει για πολλούς γίνει η Κω, της Κως. Και μια και πιάσαμε και τα κύρια ονόματα:
ο Άθως, του Άθω ή του Άθου, τον Άθω
ο Μίνως, του Μίνωος, τον Μίνωα (Στην καθαρεύουσα. Στη δημοτική ο Μίνωας, του Μίνωα. Ο Μίνως, του Μίνου. Κάποια «του Μίνω» μπορεί να 'ναι από αμηχανία, μπορεί όμως και όσοι το λένε να ξέρουν ότι στα αρχαία ήταν σωστό. Όπως «του μονόκερω».)
Ο ταώς δεν ξέρω τι γυρεύει ακόμα στα λεξικά. Ίσως για να βοηθά τους λύτες σταυρολέξων. Όπως και ο θως. Το τσακάλι, ντε!
Ο έρως κρατιέται κάπως (ας όψεται ο Έρως), αλλά κλίνεται όπως ο έρωτας. Ενώ ο γέλως δεν έχει μόνο τον αδυσώπητο ανταγωνισμό από το γέλιο, αλλά και από το διόλου απρόσμενο του γέλωτος > του γέλωτα > ο γέλωτας (όπως και ο έρωτας) — κι ας μην αναγνωρίζουν τη λέξη τα λεξικά. Γέλιο έχει και ο κλαυσίγελος: γιατί η γενική του κλαυσίγελου μάς λέει ότι η λέξη είναι πια σε –ος, όπως και ο περίγελος, του περίγελου. Κάποια γραφικά «του κλαυσιγέλωτος» «ή του κλαυσιγέλωτα» στο διαδίκτυο δεν δικαιολογούν τη διατήρηση του λήμματος «ο κλαυσίγελως» στο ΛΝΕΚ και το ΛΣΓ (στο Ορθογραφικό έχει γίνει η διόρθωση).
Ο ιδρώς και ο παρατονισμένος ίδρως κατάντησαν λαϊκά ή κομιλφό. Ο ιδρώτας έχει κι αυτός τον παρατονισμένο του ίδρωτα.
Υπάρχει άνθρωπος που να λέει «του ρινόκερω» (χωρίς να γελάνε οι άλλοι πίσω από την πλάτη του); Όχι; Οπότε ας ξεμπλέξουμε τα κέρατα. Ο ρινόκερος, του ρινόκερου, τον ρινόκερο. Ο αιγόκερος, του αιγόκερου, τον αιγόκερο. Ο μονόκερος, του μονόκερου, τον μονόκερο. Είναι τουλάχιστον άτολμο να γράφει στη Βικιπαίδεια «ο αστερισμός του Μονόκερω» ή να κυκλοφορεί εν έτει 2006 ο Tropic of Capricorn του Μίλερ με τίτλο «Ο τροπικός του Αιγόκερω» λες και πρέπει να διατηρήσουμε το απολίθωμα σαν το δικό μου «εν έτει». Άντε, με το καλό και ο «Τροπικός του *Καρκίνω».
Κλίνονταν σαν το
ο επιπεφυκώς (conjunctiva), που έγινε ο επιπεφυκότας
ο υπεζωκώς (pleura), που έγινε ο υπεζωκότας
Οι τύποι που θυμίζουν «κότας» (δεν τους έχω συνηθίσει ακόμα) δεν έχουν την έγκριση των λεξικών, αλλά συνηθίζονται στα πανεπιστήμια.
Στα απείραχτα, με το καθαρευουσιάνικο κουστουμάκι τους, κυκλοφορούν ακόμα και τα:
η αιδώς, της αιδούς, την αιδώ
η άλως, της άλω, την άλω
η απόκρεως, της απόκρεω, την απόκρεω(ν)
η ηώς, της ηούς, την ηώ
Κάποιες γενικές «της Ηώς» είναι από ονομαστική «η Ηώ», δηλαδή η αυγή έγινε όνομα η Ηώ, της Ηώς, την Ηώ. Άλλωστε και η Κως, της Κω έχει για πολλούς γίνει η Κω, της Κως. Και μια και πιάσαμε και τα κύρια ονόματα:
ο Άθως, του Άθω ή του Άθου, τον Άθω
ο Μίνως, του Μίνωος, τον Μίνωα (Στην καθαρεύουσα. Στη δημοτική ο Μίνωας, του Μίνωα. Ο Μίνως, του Μίνου. Κάποια «του Μίνω» μπορεί να 'ναι από αμηχανία, μπορεί όμως και όσοι το λένε να ξέρουν ότι στα αρχαία ήταν σωστό. Όπως «του μονόκερω».)
Ο ταώς δεν ξέρω τι γυρεύει ακόμα στα λεξικά. Ίσως για να βοηθά τους λύτες σταυρολέξων. Όπως και ο θως. Το τσακάλι, ντε!
Last edited: