Ένα σενάριο που, όλως προκλητικά, κατέθεσα στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Σαραντάκου στον Ιανό έχει προκαλέσει διάφορες αντιδράσεις που δείχνουν ότι το σενάριο χρειάζεται επεξήγηση.
Έλεγα στο προκλητικό απόσπασμα:
Προς το παρόν, την κριτική, με όλη την παρερμηνεία του σεναρίου μου, τη βρήκα σε δύο ιστολόγια:
Του Καλλίμαχου
http://kratylos.blogspot.com/2008/02/blog-post_23.html
και του δικού μας Κ.Κ.
http://enaskitis.blogspot.com/2008/02/blog-post.html
Η δική μου ανάλυση του σεναρίου:
Δεν είπα, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, ότι η ελληνική θα εξαγγλιστεί σε σημείο που να γίνει ένα με τα αγγλικά. Δεν αναφέρομαι σε σύγκλιση. Ούτε θα προστεθούν τόσοι ξένοι τύποι που να μη θυμίζει η γλώσσα μας ελληνικά. Ένα τέτοιο σενάριο είναι γλωσσολογικά απίθανο – κυρίως γιατί είναι πιο πιθανό να ισχύσει πολύ νωρίτερα το σενάριο που έχω στο μυαλό μου.
Ο κόσμος που θα δημιουργείται από την τεχνολογία και την παγκοσμιοποίηση (χωρίς απρόβλεπτες ανατροπές, π.χ. οικολογικές καταστροφές ή επαναστάσεις των φτωχών που θα ανατρέψουν τα σημερινά δεδομένα – προσθέστε εδώ όσα σκοτεινά σενάρια θέλετε) θα απαιτεί την ολοένα εντονότερη διεθνή επικοινωνία σε μια lingua franca, που ως γνωστόν είναι η αγγλική, και προβλέπω να παραμείνει η αγγλική, όχι μόνο επειδή τη μιλούν ήδη τόσο πολλοί ή είναι τόσο πλούσια, αλλά κυρίως επειδή είναι μια εξαιρετικά ευέλικτη γλώσσα που προσφέρεται για τις ανάγκες του τεχνολογικού μέλλοντος, χωρίς να της λείπουν οι λογοτεχνικές αρετές.
Ο κόσμος των επιστημόνων και των επαγγελματιών θα απαιτείται να γνωρίζει πολύ καλύτερα αγγλικά απ’ αυτά που γνωρίζει σήμερα, για να μπορεί να σταθεί επαρκώς στο διαφαινόμενο περιβάλλον. Τα αγγλικά θα διδάσκονται από πολύ νωρίς στο σχολείο, με μεγαλύτερη έμφαση, αλλά και η έκθεση των νέων στην αγγλική γλώσσα θα είναι πολύ πιο έντονη μέσα από τις διαδικτυακές πολιτιστικές ανταλλαγές. Πώς είναι σήμερα τα αγγλικά στις σκανδιναβικές χώρες; Κάτι τέτοιο, κι ακόμα περισσότερο.
Για λόγους αύξησης της παραγωγικότητας, οι μεταφράσεις και οι διερμηνείες σε διεθνείς οργανισμούς θα καταργηθούν και όλες οι συνεννοήσεις θα γίνονται σε μία γλώσσα. Ήδη μπορούμε να διαβάσουμε πώς σε γερμανικές (αλλά και γαλλικές!) επιχειρήσεις τα αγγλικά είναι μια εύκολη λύση για την ταχεία διεκπεραίωση των εργασιών στην αίθουσα συσκέψεων. Το 2108 ο ΟΗΕ θα ανακηρύξει επίσημα την αγγλική γλώσσα «διεθνή γλώσσα». Κάθε Έλληνας που θα νοιάζεται για το μέλλον του, θα μιλάει εξίσου καλά τα αγγλικά και τα ελληνικά. Έτσι κι αλλιώς, θα κολυμπάει σε μια δίγλωσση θάλασσα.
Κάποια μέρα θα αρχίσει να φαίνεται ακόμα περισσότερο η εργαλειακή –και όχι μόνο– υπερίσχυση της αγγλικής. Από τη στιγμή εκείνη και πέρα, η ελληνική θα αρχίσει να περιορίζεται. Ο συγγραφέας θα προτιμά να γράψει το βιβλίο του στα αγγλικά, ο παραγωγός να φτιάξει αγγλόφωνη ταινία, οι δημιουργοί θα προτιμούν να απευθύνονται στη διεθνή πολυάριθμη αγορά. Θα μιλάμε ίσως ελληνικά στο σπίτι – μέχρι τη στιγμή που θα μείνει να τα μιλάει μόνο η γιαγιά, όπως στα σπίτια των Ελληνοαμερικανών. Όταν θα λείψουν οι γιαγιάδες, όταν θα εκλείψει η ανάγκη να διδασκόμαστε τα ελληνικά σαν πρώτη ή σαν δεύτερη γλώσσα, τα ελληνικά θα βρίσκονται στη θέση όπου βρίσκονται σήμερα τα λατινικά. Σας παρακαλώ, γεμίστε εσείς τα κενά του σεναρίου μου – δεν πρέπει να είναι δύσκολο.
Έλεγα στο προκλητικό απόσπασμα:
Άρχισα να αναζητώ άλλο θέμα, και αναρωτήθηκα, με μια λαϊκίστικη διάθεση, τι να θέλει άραγε ο κόσμος να ακούσει. Και απευθύνθηκα στον δικό μου κόσμο, βρήκα δηλαδή πρώτα τη γυναίκα μου, που την είχα πρόχειρη.
«Τι θα ήθελες να ακούσεις σε μια τέτοια σύναξη;» τη ρωτάω. «Προς τα πού πάει η γλώσσα», μου απαντά. «Δηλαδή;» «Δηλαδή, γίνεται πιο πλούσια, πιο φτωχή; Θα μπορούν μεθαύριο οι νέοι να διαβάζουν με άνεση αυτά που διαβάζαμε και διαβάζουμε εμείς;» Προφανώς τσαλαβουτούσε στους γνώριμους βάλτους της συζήτησης περί πενίας της γλώσσας. «Τι γλώσσα», μου λέει, «θα μιλάμε σε λίγα χρόνια;»
Μπήκα στον πειρασμό να της δώσω την ίδια απάντηση που έδινα και στο προηγούμενο ερώτημα, των μαθητών μου: Αγγλικά. Είναι ένα προκλητικό σενάριο που καταθέτω χωρίς το φόβο να διαψευστώ εν ζωή, ότι σε δέκα τέρμενα θα μιλάνε αγγλικά οι απόγονοί μας σ’ αυτή τη χώρα, και τα ελληνικά σαν δεύτερη γλώσσα – ή, αργότερα, ίσως απλώς να τα μελετούν για λόγους ιστορικής μνήμης. Είναι ένα σενάριο που συζητώ μερικές φορές, όχι στο πλαίσιο μιας κλάψας για τον εξαγγλισμό της γλώσσας μας (δεν ανήκω άλλωστε στους κλαψιάρηδες), ούτε γιατί νομίζω ότι η αγγλική είναι γλώσσα ανώτερη της ελληνικής (δεν ανήκω σ’ αυτούς που αρέσκονται να συζητούν για την ανωτερότητα της μιας ή της άλλης γλώσσας). Προκαλώ ενίοτε με αυτό το σενάριο για να εξηγήσω ότι, αν γίνει αυτό, θα γίνει γιατί θα το έχουν διαλέξει οι απόγονοί μας και όχι γιατί θα τους το έχει επιβάλει κάποιος.
Και πάνω εκεί αρχίζει η κόντρα για το πόσο διαλέγουμε και πόσο μας επιβάλλουν πράγματα: που μας καπελώνουν κανονικά, που θέλουν να μας κάνουν όλους ίδιους για να έχουν ένα ομοιόμορφο καταναλωτικό κοινό, και εγώ να επιμένω και να λέω ότι, καλώς ή κακώς, επιλέγουμε και είμαστε καταναλωτές, όπως επιλέγουμε να βλέπουμε σκουπίδια στην τηλεόραση – δεν έχω δει κανέναν να του κάνουν φάλαγγα κι αυτός να φωνάζει «Όχι, όχι, δεν θα γίνω εγώ καταναλωτής!»
Με τον ίδιο τρόπο, αν είναι να βγει αληθινό το τρελό μου σενάριο, θα έρθουν έτσι τα πράγματα γιατί αυτό θα κάνει ευτυχισμένους τους μακρινούς απογόνους μας ή θα νομίζουν ότι θα τους κάνει ευτυχισμένους (εκτός από μια δράκα που πάντα θα κλαίγεται). Δεν θα στενάζουν κάτω από τη δικτατορία της αγγλικής γλώσσας. Θα γίνει αργά, ειρηνικά, σαν το ώριμο φρούτο που πέφτει από το δέντρο. Γιατί έτσι γίνονται τα πράγματα με τη γλώσσα συνήθως.
«Τι θα ήθελες να ακούσεις σε μια τέτοια σύναξη;» τη ρωτάω. «Προς τα πού πάει η γλώσσα», μου απαντά. «Δηλαδή;» «Δηλαδή, γίνεται πιο πλούσια, πιο φτωχή; Θα μπορούν μεθαύριο οι νέοι να διαβάζουν με άνεση αυτά που διαβάζαμε και διαβάζουμε εμείς;» Προφανώς τσαλαβουτούσε στους γνώριμους βάλτους της συζήτησης περί πενίας της γλώσσας. «Τι γλώσσα», μου λέει, «θα μιλάμε σε λίγα χρόνια;»
Μπήκα στον πειρασμό να της δώσω την ίδια απάντηση που έδινα και στο προηγούμενο ερώτημα, των μαθητών μου: Αγγλικά. Είναι ένα προκλητικό σενάριο που καταθέτω χωρίς το φόβο να διαψευστώ εν ζωή, ότι σε δέκα τέρμενα θα μιλάνε αγγλικά οι απόγονοί μας σ’ αυτή τη χώρα, και τα ελληνικά σαν δεύτερη γλώσσα – ή, αργότερα, ίσως απλώς να τα μελετούν για λόγους ιστορικής μνήμης. Είναι ένα σενάριο που συζητώ μερικές φορές, όχι στο πλαίσιο μιας κλάψας για τον εξαγγλισμό της γλώσσας μας (δεν ανήκω άλλωστε στους κλαψιάρηδες), ούτε γιατί νομίζω ότι η αγγλική είναι γλώσσα ανώτερη της ελληνικής (δεν ανήκω σ’ αυτούς που αρέσκονται να συζητούν για την ανωτερότητα της μιας ή της άλλης γλώσσας). Προκαλώ ενίοτε με αυτό το σενάριο για να εξηγήσω ότι, αν γίνει αυτό, θα γίνει γιατί θα το έχουν διαλέξει οι απόγονοί μας και όχι γιατί θα τους το έχει επιβάλει κάποιος.
Και πάνω εκεί αρχίζει η κόντρα για το πόσο διαλέγουμε και πόσο μας επιβάλλουν πράγματα: που μας καπελώνουν κανονικά, που θέλουν να μας κάνουν όλους ίδιους για να έχουν ένα ομοιόμορφο καταναλωτικό κοινό, και εγώ να επιμένω και να λέω ότι, καλώς ή κακώς, επιλέγουμε και είμαστε καταναλωτές, όπως επιλέγουμε να βλέπουμε σκουπίδια στην τηλεόραση – δεν έχω δει κανέναν να του κάνουν φάλαγγα κι αυτός να φωνάζει «Όχι, όχι, δεν θα γίνω εγώ καταναλωτής!»
Με τον ίδιο τρόπο, αν είναι να βγει αληθινό το τρελό μου σενάριο, θα έρθουν έτσι τα πράγματα γιατί αυτό θα κάνει ευτυχισμένους τους μακρινούς απογόνους μας ή θα νομίζουν ότι θα τους κάνει ευτυχισμένους (εκτός από μια δράκα που πάντα θα κλαίγεται). Δεν θα στενάζουν κάτω από τη δικτατορία της αγγλικής γλώσσας. Θα γίνει αργά, ειρηνικά, σαν το ώριμο φρούτο που πέφτει από το δέντρο. Γιατί έτσι γίνονται τα πράγματα με τη γλώσσα συνήθως.
Προς το παρόν, την κριτική, με όλη την παρερμηνεία του σεναρίου μου, τη βρήκα σε δύο ιστολόγια:
Του Καλλίμαχου
http://kratylos.blogspot.com/2008/02/blog-post_23.html
και του δικού μας Κ.Κ.
http://enaskitis.blogspot.com/2008/02/blog-post.html
Η δική μου ανάλυση του σεναρίου:
Δεν είπα, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, ότι η ελληνική θα εξαγγλιστεί σε σημείο που να γίνει ένα με τα αγγλικά. Δεν αναφέρομαι σε σύγκλιση. Ούτε θα προστεθούν τόσοι ξένοι τύποι που να μη θυμίζει η γλώσσα μας ελληνικά. Ένα τέτοιο σενάριο είναι γλωσσολογικά απίθανο – κυρίως γιατί είναι πιο πιθανό να ισχύσει πολύ νωρίτερα το σενάριο που έχω στο μυαλό μου.
Ο κόσμος που θα δημιουργείται από την τεχνολογία και την παγκοσμιοποίηση (χωρίς απρόβλεπτες ανατροπές, π.χ. οικολογικές καταστροφές ή επαναστάσεις των φτωχών που θα ανατρέψουν τα σημερινά δεδομένα – προσθέστε εδώ όσα σκοτεινά σενάρια θέλετε) θα απαιτεί την ολοένα εντονότερη διεθνή επικοινωνία σε μια lingua franca, που ως γνωστόν είναι η αγγλική, και προβλέπω να παραμείνει η αγγλική, όχι μόνο επειδή τη μιλούν ήδη τόσο πολλοί ή είναι τόσο πλούσια, αλλά κυρίως επειδή είναι μια εξαιρετικά ευέλικτη γλώσσα που προσφέρεται για τις ανάγκες του τεχνολογικού μέλλοντος, χωρίς να της λείπουν οι λογοτεχνικές αρετές.
Ο κόσμος των επιστημόνων και των επαγγελματιών θα απαιτείται να γνωρίζει πολύ καλύτερα αγγλικά απ’ αυτά που γνωρίζει σήμερα, για να μπορεί να σταθεί επαρκώς στο διαφαινόμενο περιβάλλον. Τα αγγλικά θα διδάσκονται από πολύ νωρίς στο σχολείο, με μεγαλύτερη έμφαση, αλλά και η έκθεση των νέων στην αγγλική γλώσσα θα είναι πολύ πιο έντονη μέσα από τις διαδικτυακές πολιτιστικές ανταλλαγές. Πώς είναι σήμερα τα αγγλικά στις σκανδιναβικές χώρες; Κάτι τέτοιο, κι ακόμα περισσότερο.
Για λόγους αύξησης της παραγωγικότητας, οι μεταφράσεις και οι διερμηνείες σε διεθνείς οργανισμούς θα καταργηθούν και όλες οι συνεννοήσεις θα γίνονται σε μία γλώσσα. Ήδη μπορούμε να διαβάσουμε πώς σε γερμανικές (αλλά και γαλλικές!) επιχειρήσεις τα αγγλικά είναι μια εύκολη λύση για την ταχεία διεκπεραίωση των εργασιών στην αίθουσα συσκέψεων. Το 2108 ο ΟΗΕ θα ανακηρύξει επίσημα την αγγλική γλώσσα «διεθνή γλώσσα». Κάθε Έλληνας που θα νοιάζεται για το μέλλον του, θα μιλάει εξίσου καλά τα αγγλικά και τα ελληνικά. Έτσι κι αλλιώς, θα κολυμπάει σε μια δίγλωσση θάλασσα.
Κάποια μέρα θα αρχίσει να φαίνεται ακόμα περισσότερο η εργαλειακή –και όχι μόνο– υπερίσχυση της αγγλικής. Από τη στιγμή εκείνη και πέρα, η ελληνική θα αρχίσει να περιορίζεται. Ο συγγραφέας θα προτιμά να γράψει το βιβλίο του στα αγγλικά, ο παραγωγός να φτιάξει αγγλόφωνη ταινία, οι δημιουργοί θα προτιμούν να απευθύνονται στη διεθνή πολυάριθμη αγορά. Θα μιλάμε ίσως ελληνικά στο σπίτι – μέχρι τη στιγμή που θα μείνει να τα μιλάει μόνο η γιαγιά, όπως στα σπίτια των Ελληνοαμερικανών. Όταν θα λείψουν οι γιαγιάδες, όταν θα εκλείψει η ανάγκη να διδασκόμαστε τα ελληνικά σαν πρώτη ή σαν δεύτερη γλώσσα, τα ελληνικά θα βρίσκονται στη θέση όπου βρίσκονται σήμερα τα λατινικά. Σας παρακαλώ, γεμίστε εσείς τα κενά του σεναρίου μου – δεν πρέπει να είναι δύσκολο.