Costas
¥
Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες, 1: Η Λέσχη. Αθήνα, Κέδρος 2006 (Α' έκδ. 1961)
Ό,τι έχω βάλει εδώ δεν υπάρχει στο Γλωσσάρι του βιβλίου.
11 φυσαρμόνικα = ακορντεόν
30 Ιερουσαλήμ (με δασεία σε πολυτονισμένη βιβλική φράση [το βιβλίο είναι μονοτονισμένο])
38 καταρράχτης = καζανάκι του αποχωρητηρίου
43 λαμπασμός (των άστρων)
46 ρατσάτος (χέρι εκφραστικό, ρατσάτο)
46 κοχεύω (τα μάτια της κοχεύανε το στόμα μου, περιμένοντας το «ευχαριστώ»)
52 πνιχτικός = αποπνιχτικός, πνιγηρός
55, passim ρωτιέμαι = αναρωτιέμαι
59 πιστεύω σ’ αυτό που λέω (εγώ στη συγκεκριμένη φράση θα έβαζα ‘πιστεύω αυτό που λέω’)
65 πολυτρίχι (φυτό· ΛΝΕΓ ναι, ΛΚΝ όχι)
69 σουσουλιαστής = σοσιαλιστής (ιδιόλεκτο προσώπου του μυθιστορήματος)
82 ματιάζω = εποφθαλμιώ, βάζω στο μάτι (σα γεράκια που ματιάζανε τα φαγητά)
84 κάνω το μάτι σε κπ. = κλείνω το μάτι σε κπ.
92 κροταλίζω τα δάχτυλα (για να καλέσω το γκαρσόνι)
96 προσηκώνομαι (για να αποχαιρετήσω κπ.)
102 μπουρμπουλήθρες = μπούρδες
106 κουσελεύω = κουτσομπολεύω
114 ασυγχρόνιστος = ξεπερασμένος, πεπαλαιωμένος
117 φάροι = φανάρια αυτοκινήτου (πβ. γαλλ. phares)
131 μπούρλος = καρούμπαλο
149 μεζούρα = μέτρο μουσικού κομματιού (οι πρώτες μεζούρες του εμβατήριου)
158 μισή ώρα βάλαμε = μισή ώρα κάναμε (πβ. γαλλ. nous avons mis une demi-heure)
172 αγκρισμένος = αγριεμένος, με τ’ αγκάθια ορθά (~ σκαντζόχοιροι)
191 ασπρογαλιάζω (ασπρογάλιαζαν όλα μέσα σε μια τρεμουλιάρικη και διάφανη αχλύ)
231 περιδιαγραμμάτου = περιπεπλεγμένα, με φιοριτούρες
232 γινατσώνω = κρατάω γινάτι
254 λεπτά = λεφτά
264 φανάρι = κρεμαστή κατασκευή με λεπτή σίτα γύρω από ένα μεταλλικό σκελετό, όπου φύλαγαν κυρίως φαγητά (ΛΚΝ)
278 του Ανθρωπάκι
297 ξεχρονίζω = αργώ, καθυστερώ
298 σέρτικα (επίρρ.) = που ταιριάζει σε σέρτη/ισσα (: άνθρωπος ευέξαπτος και εκδικητικός) (ΛΝΕΓ)
305 μέθοδες
308 αντιθάλαμος = προθάλαμος (πβ. γαλλ. antichambre) (ΛΚΝ)
325 ξελαρυγγίζομαι = ξελαρυγγιάζομαι (ΛΚΝ ναι, ΛΝΕΓ όχι)
Κι όλα τα ωραία…
10 μια σάρκα σφιχτή και λεία, σαν από χρυσαφένια πορσελάνη
45 τα μάτια της ήταν δυο νυχάτες ρώγες χρυσό μέλι
48 να χοχλακάει ένας ωκεανός από λάβα· ο κόσμος καιότανε.
55 ένας ουρανός εκτυφλωτικά γκρίζος
62 μέσα σ’ ένα συρφετό χρυσής σκόνης
78 Έφτασε η λύτρωση σαν καταιγίδα, με καλέσματα γλάρων κι αστραπές· βιαστικοί αγέρηδες κατέβαζαν μυρωδιές από έλατα σκαρφαλωμένα ψηλά, κι από τριανταφυλλώνες και πλατάνια και νεραντζιές· άστραψε πάλι, και το νερό τα ‘πνιξε όλα: φόβους, αγωνίες, μοναξιές. Βολευτήκαμε στο στενάχωρο ντιβάνι λαχανιάζοντας σα ναυαγοί.
83 ένα μπουκάλι άσπρο κρασί της Παλαιστίνης ίδρωνε τη δροσιά του
86 της έριξε μια ματιά ναρκωμένου γύπα
98 και τα σύννεφα κουτρουβαλούσαν χρυσά και πουπουλένια πάνω στ’ αστραφτερό ποτάμι με τις ατσάλινες ανταύγειες
148 μέσα σ’ ένα γαλαζοπράσινο φόντο, το μισοφέγγαρο ανέβαινε, αστραφτερό σαν φαρφουρένιο σκουλαρίκι με μπρούντζινες μύτες
164 και το γέλιο που ‘χες καταπιεί πετάχτηκε μονομιάς κι έσκασε σα ρόδο. Και τ’ αγκάθια του σε γδέρναν ως μέσα στην ψυχή. Κι ύστερα μαράθηκε.
172 …η Νεκρή Θάλασσα. Ήταν απίστευτα γαλάζια, σα βυθός σαρακηνής στέρνας στρωμένος με πορσελάνινες πλάκες.
175 Νιώθαμε…το μυαλό μας, γιομάτο από καινούργιες ιδέες, να τρίζει σαν κόρα ψωμιού στη φλόγα του φούρνου.
191 Τ’ ασημένιο φεγγάρι ψιχάλιζε κρύο φως.
220 Ύστερα από τους πρώτους στίχους, το ποίημα κάθιζε μέσα σε σκάφη από μανιερίστικα αποπλύματα.
296 μέσα στα μαύρα πούπουλα μιας ανήσυχης, πυρετικής ανυπαρξίας.
301 Τα μάτια της μεγάλωσαν, ήταν σα δυο ηλιοτρόπια που έλαμπαν χρυσά μέσα στα καστανόχαλκα, λυτά μαλλιά της.
Τέλος, κάτι για ένα σχόλιο της επιμελήτριας (Χρ. Προκοπάκη):
372 You, little radical pest! «Κατά λέξη: Εσείς, μικρή ριζοσπαστική πανούκλα» (και μετά το αποδίδει σε ελεύθερη απόδοση ως μάστιγα). Τη σημασία της πανούκλας το OED τη χαρακτηρίζει Now rare, οπότε πιστεύω πως το κατά λέξη που εννοείται είναι μάλλον το βλαβερό ζωύφιο. Το πανούκλα ίσως από σύγχυση με το γαλλ. peste.
Ό,τι έχω βάλει εδώ δεν υπάρχει στο Γλωσσάρι του βιβλίου.
11 φυσαρμόνικα = ακορντεόν
30 Ιερουσαλήμ (με δασεία σε πολυτονισμένη βιβλική φράση [το βιβλίο είναι μονοτονισμένο])
38 καταρράχτης = καζανάκι του αποχωρητηρίου
43 λαμπασμός (των άστρων)
46 ρατσάτος (χέρι εκφραστικό, ρατσάτο)
46 κοχεύω (τα μάτια της κοχεύανε το στόμα μου, περιμένοντας το «ευχαριστώ»)
52 πνιχτικός = αποπνιχτικός, πνιγηρός
55, passim ρωτιέμαι = αναρωτιέμαι
59 πιστεύω σ’ αυτό που λέω (εγώ στη συγκεκριμένη φράση θα έβαζα ‘πιστεύω αυτό που λέω’)
65 πολυτρίχι (φυτό· ΛΝΕΓ ναι, ΛΚΝ όχι)
69 σουσουλιαστής = σοσιαλιστής (ιδιόλεκτο προσώπου του μυθιστορήματος)
82 ματιάζω = εποφθαλμιώ, βάζω στο μάτι (σα γεράκια που ματιάζανε τα φαγητά)
84 κάνω το μάτι σε κπ. = κλείνω το μάτι σε κπ.
92 κροταλίζω τα δάχτυλα (για να καλέσω το γκαρσόνι)
96 προσηκώνομαι (για να αποχαιρετήσω κπ.)
102 μπουρμπουλήθρες = μπούρδες
106 κουσελεύω = κουτσομπολεύω
114 ασυγχρόνιστος = ξεπερασμένος, πεπαλαιωμένος
117 φάροι = φανάρια αυτοκινήτου (πβ. γαλλ. phares)
131 μπούρλος = καρούμπαλο
149 μεζούρα = μέτρο μουσικού κομματιού (οι πρώτες μεζούρες του εμβατήριου)
158 μισή ώρα βάλαμε = μισή ώρα κάναμε (πβ. γαλλ. nous avons mis une demi-heure)
172 αγκρισμένος = αγριεμένος, με τ’ αγκάθια ορθά (~ σκαντζόχοιροι)
191 ασπρογαλιάζω (ασπρογάλιαζαν όλα μέσα σε μια τρεμουλιάρικη και διάφανη αχλύ)
231 περιδιαγραμμάτου = περιπεπλεγμένα, με φιοριτούρες
232 γινατσώνω = κρατάω γινάτι
254 λεπτά = λεφτά
264 φανάρι = κρεμαστή κατασκευή με λεπτή σίτα γύρω από ένα μεταλλικό σκελετό, όπου φύλαγαν κυρίως φαγητά (ΛΚΝ)
278 του Ανθρωπάκι
297 ξεχρονίζω = αργώ, καθυστερώ
298 σέρτικα (επίρρ.) = που ταιριάζει σε σέρτη/ισσα (: άνθρωπος ευέξαπτος και εκδικητικός) (ΛΝΕΓ)
305 μέθοδες
308 αντιθάλαμος = προθάλαμος (πβ. γαλλ. antichambre) (ΛΚΝ)
325 ξελαρυγγίζομαι = ξελαρυγγιάζομαι (ΛΚΝ ναι, ΛΝΕΓ όχι)
Κι όλα τα ωραία…
10 μια σάρκα σφιχτή και λεία, σαν από χρυσαφένια πορσελάνη
45 τα μάτια της ήταν δυο νυχάτες ρώγες χρυσό μέλι
48 να χοχλακάει ένας ωκεανός από λάβα· ο κόσμος καιότανε.
55 ένας ουρανός εκτυφλωτικά γκρίζος
62 μέσα σ’ ένα συρφετό χρυσής σκόνης
78 Έφτασε η λύτρωση σαν καταιγίδα, με καλέσματα γλάρων κι αστραπές· βιαστικοί αγέρηδες κατέβαζαν μυρωδιές από έλατα σκαρφαλωμένα ψηλά, κι από τριανταφυλλώνες και πλατάνια και νεραντζιές· άστραψε πάλι, και το νερό τα ‘πνιξε όλα: φόβους, αγωνίες, μοναξιές. Βολευτήκαμε στο στενάχωρο ντιβάνι λαχανιάζοντας σα ναυαγοί.
83 ένα μπουκάλι άσπρο κρασί της Παλαιστίνης ίδρωνε τη δροσιά του
86 της έριξε μια ματιά ναρκωμένου γύπα
98 και τα σύννεφα κουτρουβαλούσαν χρυσά και πουπουλένια πάνω στ’ αστραφτερό ποτάμι με τις ατσάλινες ανταύγειες
148 μέσα σ’ ένα γαλαζοπράσινο φόντο, το μισοφέγγαρο ανέβαινε, αστραφτερό σαν φαρφουρένιο σκουλαρίκι με μπρούντζινες μύτες
164 και το γέλιο που ‘χες καταπιεί πετάχτηκε μονομιάς κι έσκασε σα ρόδο. Και τ’ αγκάθια του σε γδέρναν ως μέσα στην ψυχή. Κι ύστερα μαράθηκε.
172 …η Νεκρή Θάλασσα. Ήταν απίστευτα γαλάζια, σα βυθός σαρακηνής στέρνας στρωμένος με πορσελάνινες πλάκες.
175 Νιώθαμε…το μυαλό μας, γιομάτο από καινούργιες ιδέες, να τρίζει σαν κόρα ψωμιού στη φλόγα του φούρνου.
191 Τ’ ασημένιο φεγγάρι ψιχάλιζε κρύο φως.
220 Ύστερα από τους πρώτους στίχους, το ποίημα κάθιζε μέσα σε σκάφη από μανιερίστικα αποπλύματα.
296 μέσα στα μαύρα πούπουλα μιας ανήσυχης, πυρετικής ανυπαρξίας.
301 Τα μάτια της μεγάλωσαν, ήταν σα δυο ηλιοτρόπια που έλαμπαν χρυσά μέσα στα καστανόχαλκα, λυτά μαλλιά της.
Τέλος, κάτι για ένα σχόλιο της επιμελήτριας (Χρ. Προκοπάκη):
372 You, little radical pest! «Κατά λέξη: Εσείς, μικρή ριζοσπαστική πανούκλα» (και μετά το αποδίδει σε ελεύθερη απόδοση ως μάστιγα). Τη σημασία της πανούκλας το OED τη χαρακτηρίζει Now rare, οπότε πιστεύω πως το κατά λέξη που εννοείται είναι μάλλον το βλαβερό ζωύφιο. Το πανούκλα ίσως από σύγχυση με το γαλλ. peste.