Το ΛΚΝ λημματογραφεί:
σέλας το [sélas] O γεν. σέλαος και σέλατος : φαντασμαγορικό οπτικό φαινόμενο, που παρατηρείται στις περιοχές του βόρειου και του νότιου πόλου και οφείλεται στη διαύγεια της ατμόσφαιρας: Πολικό ~. Bόρειο / νότιο ~. [λόγ. < αρχ. σέλας `λάμψη΄ σημδ. γαλλ. aurore polaire]
Το ΛΝΕΓ λημματογραφεί:
σέλας (το) |σέλαος | χωρ. πληθ.| 1. η έντονη λάμψη, η φεγγοβολή 2. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινό φαινόμενο, ορατό κυρ. στις βόρειες ή στις νότιες πoλικές περιοχές τής Γης, που εμφανίζεται με διαφορετικά χρώματα και οφείλεται στην είσοδο φορτισμένων σωματιδίων, που πρoέρχoνται από τον Ήλιο, στα ανώτερα στρώματα τής ατμόσφαιρας: βόρειο / νότιο πολικό ~.
[ΕΤΥΜ. αρχ. λ., αρχαϊκού σχηματισμού σε -ας, αγν. ετύμου, κυρ. λόγω τού αρχικού σ-.]
Επομένως προκύπτουν τα ακόλουθα ζητήματα:
.
|ενικός|πληθυντικός
ονομ.|σέλας|σέλα
γεν.|σέλαος ή |σελάων ή . |σέλατος|σελών
αιτ.|σέλας|σέλαΣτΖ: Για όποιον συνεχίζει να τον ενδιαφέρει η δοτική, είναι σέλαϊ ή σέλα.
Τώρα το θέμα είναι πώς κλίνεται το δέμας. :)
σέλας το [sélas] O γεν. σέλαος και σέλατος : φαντασμαγορικό οπτικό φαινόμενο, που παρατηρείται στις περιοχές του βόρειου και του νότιου πόλου και οφείλεται στη διαύγεια της ατμόσφαιρας: Πολικό ~. Bόρειο / νότιο ~. [λόγ. < αρχ. σέλας `λάμψη΄ σημδ. γαλλ. aurore polaire]
Το ΛΝΕΓ λημματογραφεί:
σέλας (το) |σέλαος | χωρ. πληθ.| 1. η έντονη λάμψη, η φεγγοβολή 2. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινό φαινόμενο, ορατό κυρ. στις βόρειες ή στις νότιες πoλικές περιοχές τής Γης, που εμφανίζεται με διαφορετικά χρώματα και οφείλεται στην είσοδο φορτισμένων σωματιδίων, που πρoέρχoνται από τον Ήλιο, στα ανώτερα στρώματα τής ατμόσφαιρας: βόρειο / νότιο πολικό ~.
[ΕΤΥΜ. αρχ. λ., αρχαϊκού σχηματισμού σε -ας, αγν. ετύμου, κυρ. λόγω τού αρχικού σ-.]
Επομένως προκύπτουν τα ακόλουθα ζητήματα:
- Το ΛΝΕΓ δεν δέχεται τη γεν. εν. (του) σέλατος, την οποία δέχεται το ΛΚΝ αλλά και ο Δημητράκος. Τα ευρήματα στο Διαδίκτυο, πάντως, είναι συντριπτικά περισσότερα υπέρ του σέλαος (13.600 σέλαος και 149 σέλατος). Δεν καταλαβαίνω, πάντως, το λόγο που το ΛΝΕΓ αποκλείει τον τύπο σέλατος.
- Το ΛΝΕΓ μάς επισημαίνει ότι το σέλας δεν έχει πληθυντικό αριθμό (και καθαρίζει), ενώ το ΛΚΝ αφήνει να εννοηθεί ότι το σέλας έχει τελικά πληθυντικό — όμως με το να μην το εντάσσει σε κάποιο κλιτικό πρότυπο, μας παρατάει στο έλεος του Θεού για να τον σχηματίσουμε (που, το πιθανότερο είναι να πάμε κατά τα δέρας, τέρας —δέρατα, δεράτων, τέρατα, τεράτων— και, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, να κάνουμε λάθος).
ονομ.|σέλας|σέλα
γεν.|σέλαος ή |σελάων ή . |σέλατος|σελών
αιτ.|σέλας|σέλα
Τώρα το θέμα είναι πώς κλίνεται το δέμας. :)