Τη European Cyclists' Federation (ECF) τη μεταφράζουμε «Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ποδηλατών» ή «Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ποδηλατιστών»; Απ' όσο ξέρω η ίδια η ECF δεν μπήκε ποτέ στον κόπο ν' αποφασίσει για επίσημη απόδοση του ονόματός της στην ελληνική, και μεταξύ μας οι ποδηλάτες δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ποιο είναι πιο σωστό. Πρόκειται για ομοσπονδία εθνικών συλλόγων και ομοσπονδιών αστικής ποδηλασίας, δηλαδή αφορά το ποδήλατο ως μέσο μετακίνησης και όχι την αθλητική του διάσταση, και γενικά η φιλοσοφία της είναι ότι η μετακίνηση με ποδήλατο, την ενθάρρυνση και ανάπτυξη της οποίας έχει ως σκοπό, δεν αφορά μόνο κάποιους λίγους παθιασμένους αλλά οποιονδήποτε πάρει ένα και το καβαλήσει για να πάει κάπου. Άρα θα υπέθετε κανείς ότι ψάχνουμε έναν γενικό όρο για όσους κάνουν ποδήλατο και όχι κάτι το εξειδικευμένο... Τα λεξικά όμως δεν με βοηθούν καθόλου.
Η προσωπική μου αίσθηση είναι πιο κοντά στους ορισμούς του ΛΝΕΓ, ότι δηλαδή έχουμε αφ' ενός τον γενικό όρο ποδηλάτης (τον οποίο άλλωστε χρησιμοποιούμε στις μεταξύ μας συζητήσεις) και αφ' ετέρου τον πιο εξειδικευμένο όρο ποδηλατιστής, που πατάει στο αυτοκινητιστής και έχει τους ίδιους συνειρμούς επαγγελματία ή έστω ερασιτέχνη οδηγού. Ως προς το τελευταίο, θα έλεγα πως στα λήμματα των τριών λεξικών υπάρχει μια σχετική συμφωνία:
ΛΚΝ: ο επαγγελματίας οδηγός ή και ιδιοκτήτης αυτοκινήτου δημόσιας χρήσεως: Tαμείο Aυτοκινητιστών. Οι αυτοκινητιστές ζητούν αύξηση των κομίστρων. || ο ερασιτέχνης που ασχολείται συστηματικά με την οδήγηση αυτοκινήτου: Λέσχη αυτοκινητιστών.
ΛΝΕΓ: 1. πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την οδήγηση αυτοκινήτου (οδηγός λεωφορείου, πούλμαν, ταξί, φορτηγού, νταλίκας) 2. (καταχρ.) οδηγός αυτοκινήτου
Χρηστικό: 1. επαγγελματίας οδηγός ή και κάτοχος οχήματος δημόσιας χρήσης: ~ές ταξί. 2. (κατ' επέκτ.-κυρ. παλαιότ.) οδηγός αυτοκινήτου
Απόψεις;
ΥΓ: Ο αυτοκινητιστής έχει συζητηθεί και εδώ.
- Στο ΛΚΝ οι όροι ποδηλάτης και ποδηλατιστής εμφανίζονται ως συνώνυμοι: το τελευταίο παραπέμπει στο πρώτο.
- Στο ΛΝΕΓ βρίσκω ποδηλάτης, ποδηλάτισσα: πρόσωπο που οδηγεί ποδήλατο και ποδηλατιστής, ποδηλατίστρια: ο αθλητής της ποδηλασίας.
- Στο Χρηστικό βρίσκω ποδηλάτης: πρόσωπο που ασχολείται με την ποδηλασία κυρ. ως ψυχαγωγική δραστηριότητα ή ως άθλημα και ποδηλατιστής: άτομο που μετακινείται συστηματικά με ποδήλατο, συνήθ. μέσα σε πόλη, ή ασχολείται με την ποδηλασία ως άθλημα.
Η προσωπική μου αίσθηση είναι πιο κοντά στους ορισμούς του ΛΝΕΓ, ότι δηλαδή έχουμε αφ' ενός τον γενικό όρο ποδηλάτης (τον οποίο άλλωστε χρησιμοποιούμε στις μεταξύ μας συζητήσεις) και αφ' ετέρου τον πιο εξειδικευμένο όρο ποδηλατιστής, που πατάει στο αυτοκινητιστής και έχει τους ίδιους συνειρμούς επαγγελματία ή έστω ερασιτέχνη οδηγού. Ως προς το τελευταίο, θα έλεγα πως στα λήμματα των τριών λεξικών υπάρχει μια σχετική συμφωνία:
ΛΚΝ: ο επαγγελματίας οδηγός ή και ιδιοκτήτης αυτοκινήτου δημόσιας χρήσεως: Tαμείο Aυτοκινητιστών. Οι αυτοκινητιστές ζητούν αύξηση των κομίστρων. || ο ερασιτέχνης που ασχολείται συστηματικά με την οδήγηση αυτοκινήτου: Λέσχη αυτοκινητιστών.
ΛΝΕΓ: 1. πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την οδήγηση αυτοκινήτου (οδηγός λεωφορείου, πούλμαν, ταξί, φορτηγού, νταλίκας) 2. (καταχρ.) οδηγός αυτοκινήτου
Χρηστικό: 1. επαγγελματίας οδηγός ή και κάτοχος οχήματος δημόσιας χρήσης: ~ές ταξί. 2. (κατ' επέκτ.-κυρ. παλαιότ.) οδηγός αυτοκινήτου
Απόψεις;
ΥΓ: Ο αυτοκινητιστής έχει συζητηθεί και εδώ.
Last edited: