Έλεγα προ ημερών σε φίλη και λεξιλόγα πόσο λυπάμαι που σε κάποια από πολλές μετακομίσεις πετάχτηκαν τα λιγοστά βιβλία της οικογενειακής βιβλιοθήκης. Λυπάμαι κυρίως επειδή περιλάμβαναν παλιές μεταφράσεις κλασικών μυθιστορημάτων (Ρώσους, Άγγλους, Γάλλους). Πληροφορήθηκα από τη στήλη του Ανδρέα Παππά στην «Ε» για τη μετάφραση που είχε κάνει ο Παπαδιαμάντης τού (άγνωστου σε μένα) μυθιστορήματος του Αλφόνς Ντοντέ «Tartarin de Tarascon». Μεταφέρω ολόκληρο (γιατί δεν ξέρω τι να κόψω· συγχώρα με, Ελευθεροτυπία) το Ιντερμέδιο της Παρασκευής (πρόσθεσα τόνους στα γαλλικά και διόρθωσα μια χρονολογία). Θα επανέλθω με σχόλια, αλλά για τώρα απολαύστε το:
Επαγωγός και αποψάτος
Ένα μικρό διαμάντι έπεσε στα χέρια μου όταν πήγα να προμηθευτώ κι εγώ τα απαραίτητα «βιβλία για το καλοκαίρι»: η μετάφραση της κλασικής νουβέλας του Αλφόνς Ντοντέ «Tartarin de Tarascon», σε μετάφραση Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, παρακαλώ. Η μετάφραση του Παπαδιαμάντη, με τον τίτλο «Ταρταρίνος ο εκ Ταρασκώνος» (1884, για λογαριασμό της εφημερίδας «Ακρόπολις») έχει επανεκδοθεί το 1989 από το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», με φιλολογική επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου και προλογικά σημειώματα των Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου και Ελένης Ι. Δαμβουνέλη.
Θα μπορούσα να αναφέρω πάρα πολλά απ' όσα αποθησαύρισα διαβάζοντας τη μετάφραση αυτού του, έτσι κι αλλιώς, χαριτωμένου έργου του Ντοντέ. Ας προσπαθήσω, όμως, να εντάξω τα «ευρήματά» μου σε επιμέρους κατηγορίες:
Προς τι, όμως, ο θαυμασμός και η έξαρση; Όχι, βέβαια, για να δηλώσω προσχώρηση στο στρατόπεδο του γλωσσαμυντορισμού και του νοσταλγικού νεολογιοτατισμού, το οποίο είναι γνωστόν πόσο απεχθάνομαι — ως άποψη, αλλά συχνά και ως πρόσωπα που το στελεχώνουν. Απλώς, να, όπως έχω γράψει και με άλλη ευκαιρία, οι πηγές από τις οποίες μπορεί να αρδεύεται ο εραστής αλλά και ο απλός χρήστης της γλώσσας είναι —ευτυχώς— πολλές. Για παράδειγμα, το επίθετο αποψάτος (αυτός που έχει άποψη, με την καλή αλλά και με την κακή έννοια του όρου), το οποίο ενέταξα πρόσφατα στο λεξιλόγιό μου, το θεωρώ εξαιρετικό δείγμα γλωσσικού πλούτου και οίστρου (και όχι, βέβαια, «λεξιπενίας των νέων»), πολύτιμο όσο και τα επίθετα εβενόχρους, πυρόθριξ ή επαγωγός, για τα οποία τόσο καλά λόγια επιφύλασσε το σημερινό «Ιντερμέδιο».
Επαγωγός και αποψάτος
Ένα μικρό διαμάντι έπεσε στα χέρια μου όταν πήγα να προμηθευτώ κι εγώ τα απαραίτητα «βιβλία για το καλοκαίρι»: η μετάφραση της κλασικής νουβέλας του Αλφόνς Ντοντέ «Tartarin de Tarascon», σε μετάφραση Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, παρακαλώ. Η μετάφραση του Παπαδιαμάντη, με τον τίτλο «Ταρταρίνος ο εκ Ταρασκώνος» (1884, για λογαριασμό της εφημερίδας «Ακρόπολις») έχει επανεκδοθεί το 1989 από το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», με φιλολογική επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου και προλογικά σημειώματα των Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου και Ελένης Ι. Δαμβουνέλη.
Θα μπορούσα να αναφέρω πάρα πολλά απ' όσα αποθησαύρισα διαβάζοντας τη μετάφραση αυτού του, έτσι κι αλλιώς, χαριτωμένου έργου του Ντοντέ. Ας προσπαθήσω, όμως, να εντάξω τα «ευρήματά» μου σε επιμέρους κατηγορίες:
- Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αποδόσεις κυρίων ονομάτων, περισσότερο ή λιγότερο γνωστών. Έχουμε έτσι τον Κερβάντην (Θερβάντες), τον Σάγχον - Πάνσαν (Σάντσο-Πάντσα), την Παναγία τη Μητρόπολη (Notre-Dame), την Αυρηλιούπολιν (Orléansville), τον Κομάγχιο πολεμιστή (Κομάντσι).
- Πανέμορφα επίθετα, ορισμένα από τα οποία θα μπορούσαν να είναι ακόμα και σήμερα χρήσιμα σε όσους αγαπούν να προσθέτουν μικρές πινελιές τσαχπινιάς ή λεπταίσθητης ειρωνείας στα κείμενά τους. Έχουμε, λοιπόν: εβενόχρους αχθοφόρος, πολύθηρος κάμπος, σαρκικόν σώμα με προέχουσαν γαστέρα, εωθινή προσευχή, ευάγωγοι (bien élevés) κύριοι, ηγούμενοι και ουραγούντες της πομπής, υπόδακρυς φωνή, αλλά και γεννάδας (γενναίος, brave), μικκύλος (λεπτοκαμωμένος, mince), ουλόθριξ (κατσαρομάλλης), και πυρόθριξ (κοκκινομάλης), δύστηνος (δυστυχής, malheureux), σκυλόπιστος (sic) (αλλόπιστος, mécréant), σύννους (σκεπτικός, pensif), επαγωγός (γοητευτικός, σαγηνευτικός, πλανευτής, séduisant).
- Εύηχα και συχνά «ζουμερά» ρήματα, μόνα τους ή σε εκφράσεις: ρέγχω (ροχαλίζω), ματιάζω (σκοπεύω), απομύττομαι (φυσάω τη μύτη μου), απεργώ (αποκρούω) τα χτυπήματα, συνέκρουσαν τα ποτήρια, αλλά και «έκρυψεν υπ' αισχύνης το πρόσωπον», «έφρισσεν το δασύλλιον εις την ελαφράν ατμίδα του λυκόφωτος» (υπέροχη περιγραφή της εσπερινής αύρας που κινεί ανεπαισθήτως τις φυλλωσιές), περιφοιτά και περιπολεύει (erre et flotte) στον αέρα, χωρίς ωστόσο να λείπει και το «το έκοψε λάσπη».
- Τέλος, εξαιρετικά ουσιαστικά, κατάλληλα -ενίοτε- και για σημερινή χρήση, αλλά κυρίως ένδειξη των γοητευτικών διαδρομών που έχει ακολουθήσει η γλώσσα μας. Έχουμε λοιπόν: έπιναν πούντσι (ποντς), άνδηρον (terrasse) του καφενείου, οι επωτίδες του σκούφου, κλινίδιον (κουκέτα) και θυρίδια (φινιστρίνια) του πλοίου, εμβάδα (παντόφλα), οθόνη (για την μπούρκα), περιστέρνιον (κορσές), μαλθάκη (ιερόδουλη, κοκότα), πέμμα (μαγειρεμένο φαγητό), αγλίθα (σκελίδα) του σκόρδου, άθυρμα (μπαίγνιον), απλωταριά (esplanade), νυκτέρευμα (μούχρωμα, λυκόφως), καπηλείον χωρικόν (πανδοχείο, auberge).
Προς τι, όμως, ο θαυμασμός και η έξαρση; Όχι, βέβαια, για να δηλώσω προσχώρηση στο στρατόπεδο του γλωσσαμυντορισμού και του νοσταλγικού νεολογιοτατισμού, το οποίο είναι γνωστόν πόσο απεχθάνομαι — ως άποψη, αλλά συχνά και ως πρόσωπα που το στελεχώνουν. Απλώς, να, όπως έχω γράψει και με άλλη ευκαιρία, οι πηγές από τις οποίες μπορεί να αρδεύεται ο εραστής αλλά και ο απλός χρήστης της γλώσσας είναι —ευτυχώς— πολλές. Για παράδειγμα, το επίθετο αποψάτος (αυτός που έχει άποψη, με την καλή αλλά και με την κακή έννοια του όρου), το οποίο ενέταξα πρόσφατα στο λεξιλόγιό μου, το θεωρώ εξαιρετικό δείγμα γλωσσικού πλούτου και οίστρου (και όχι, βέβαια, «λεξιπενίας των νέων»), πολύτιμο όσο και τα επίθετα εβενόχρους, πυρόθριξ ή επαγωγός, για τα οποία τόσο καλά λόγια επιφύλασσε το σημερινό «Ιντερμέδιο».