altan
Member
Have a nice weekend!
What does this idiom mean? Any sense of erotical? Because at P. Bien's translation, I see as "She's horny."
Thanks.
Φτάναμε πια· τα ρουθούνια του Ζορμπά έπαιζαν χαρούμενα. Η μαντάμ 'Ορτάνς, ως μας αγνάντεψε από το κατώφλι, έσυρε χαρούμενη φωνή και μπήκε μέσα.
Ο Ζορμπάς έστρωσε το τραπέζι στην αυλή, κάτω από τη μαδημένη κληματαριά. Έκοψε μεγάλες φέτες ψωμί, έφερε κρασί, έβαλε τα πιάτα και τα κουταλοπίρουνα. Στράφηκε, με κοίταξε με πονηριά, μου 'γνεψε κατά το τραπέζι: είχε βάλει τρία σερβίτσια!
- Κατάλαβες, αφεντικό; μου σφύριξε στο αυτί.
- Κατάλαβα, αποκρίθηκα· κατάλαβα, γερο-κολασμένε!
- Η γριά κότα έχει το ζουμί, είπε γλείφοντας τα χείλια του· κάτι ξέρω.
Πηγαινοέρχουνταν σβέλτος, τα μάτια του πετούσαν σπίθες, σιγομουρμούριζε παλιούς αμανέδες.
- Αυτό θα πει ζωή, αφεντικό· ζωή και κότα, έλεγε. Να, τώρα ενεργώ σα να ‘ταν να πέθαινα ετούτη τη στιγμή· και βιάζουμαι να μην τα κακαρώσω πριν να φάω την κότα.
- Κοπιάστε στο τραπέζι! πρόσταξε η μαντάμ Ορτάνς.
Σήκωσε το τσουκάλι κι ήρθε να το απιθώσει μπροστά μας. Μα απόμεινε με το στόμα ανοιχτό· είχε πάρει το μάτι της τα τρία σερβίτσια. Κατακοκκίνισε από την ευχαρίστηση· κοίταξε το Ζορμπά, και τα ξινά γαλάζα ματάκια της έπαιξαν.
- Πήραν φωτιά τα μπατζάκια της, μου κάνει σιγά ο Ζορμπάς.
…………………………………………………..
Κι ο Ζορμπάς τινάχτηκε, έφερε από μέσα το σαντούρι, κάθισε διπλοπόδι χάμω, το γδυσε, το απίθωσε απάνω στα γόνατά του, άπλωσε τις χερούκλες του.
- Ώχου! Ώχου! μούγκρισε· πάρε μαχαίρι, σφάξε με, Μπουμπουλίνα μου!
Κι όταν άρχισε να πέφτει η νύχτα και κατρακύλησε στον ουρανό ο Αποσπερίτης κι ακούστηκε η συνένοχη μαυλιστική φωνή του σαντουριού, η μαντάμ Ορτάνς, παραγεμισμένη με κότα και ρύζι και μύγδαλα καβουρντισμένα και κρασί, έγειρε βαριά στον ώμο του Ζορμπά κι αναστέναξε. Τρίφτηκε αλαφριά στις κοκαλιάρικές του πλάτες, χασμουρήθηκε, αναστέναξε πάλι.
Ο Ζορμπάς μου 'γνεψε· χαμήλωσε τη φωνή:
- Ανάψαν τα μπατζάκια της, αφεντικό· φεύγα!
What does this idiom mean? Any sense of erotical? Because at P. Bien's translation, I see as "She's horny."
Thanks.
Φτάναμε πια· τα ρουθούνια του Ζορμπά έπαιζαν χαρούμενα. Η μαντάμ 'Ορτάνς, ως μας αγνάντεψε από το κατώφλι, έσυρε χαρούμενη φωνή και μπήκε μέσα.
Ο Ζορμπάς έστρωσε το τραπέζι στην αυλή, κάτω από τη μαδημένη κληματαριά. Έκοψε μεγάλες φέτες ψωμί, έφερε κρασί, έβαλε τα πιάτα και τα κουταλοπίρουνα. Στράφηκε, με κοίταξε με πονηριά, μου 'γνεψε κατά το τραπέζι: είχε βάλει τρία σερβίτσια!
- Κατάλαβες, αφεντικό; μου σφύριξε στο αυτί.
- Κατάλαβα, αποκρίθηκα· κατάλαβα, γερο-κολασμένε!
- Η γριά κότα έχει το ζουμί, είπε γλείφοντας τα χείλια του· κάτι ξέρω.
Πηγαινοέρχουνταν σβέλτος, τα μάτια του πετούσαν σπίθες, σιγομουρμούριζε παλιούς αμανέδες.
- Αυτό θα πει ζωή, αφεντικό· ζωή και κότα, έλεγε. Να, τώρα ενεργώ σα να ‘ταν να πέθαινα ετούτη τη στιγμή· και βιάζουμαι να μην τα κακαρώσω πριν να φάω την κότα.
- Κοπιάστε στο τραπέζι! πρόσταξε η μαντάμ Ορτάνς.
Σήκωσε το τσουκάλι κι ήρθε να το απιθώσει μπροστά μας. Μα απόμεινε με το στόμα ανοιχτό· είχε πάρει το μάτι της τα τρία σερβίτσια. Κατακοκκίνισε από την ευχαρίστηση· κοίταξε το Ζορμπά, και τα ξινά γαλάζα ματάκια της έπαιξαν.
- Πήραν φωτιά τα μπατζάκια της, μου κάνει σιγά ο Ζορμπάς.
…………………………………………………..
Κι ο Ζορμπάς τινάχτηκε, έφερε από μέσα το σαντούρι, κάθισε διπλοπόδι χάμω, το γδυσε, το απίθωσε απάνω στα γόνατά του, άπλωσε τις χερούκλες του.
- Ώχου! Ώχου! μούγκρισε· πάρε μαχαίρι, σφάξε με, Μπουμπουλίνα μου!
Κι όταν άρχισε να πέφτει η νύχτα και κατρακύλησε στον ουρανό ο Αποσπερίτης κι ακούστηκε η συνένοχη μαυλιστική φωνή του σαντουριού, η μαντάμ Ορτάνς, παραγεμισμένη με κότα και ρύζι και μύγδαλα καβουρντισμένα και κρασί, έγειρε βαριά στον ώμο του Ζορμπά κι αναστέναξε. Τρίφτηκε αλαφριά στις κοκαλιάρικές του πλάτες, χασμουρήθηκε, αναστέναξε πάλι.
Ο Ζορμπάς μου 'γνεψε· χαμήλωσε τη φωνή:
- Ανάψαν τα μπατζάκια της, αφεντικό· φεύγα!