Ο λαός στην εξουσία
Του Δημήτρη Δημητράκου
Νέα, 2/7/2016
Ο λαϊκισμός είναι όρος πολυσήμαντος. Μπορεί για πολλούς να είναι συνώνυμο της δημαγωγίας ή της φτηνιάρικης επιχειρηματολογίας. Για άλλους, μπορεί να είναι και με ένα ορισμένο ύφος ή μια αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία. Εμάς μας ενδιαφέρει ως πολιτικό φαινόμενο. Και οι προσπάθειες να δοθεί ένας ικανοποιητικός ορισμός σε αυτό είναι πολυάριθμες, ίσως διότι το φαινόμενο είναι πολύμορφο.
Με την ισχυρά πολιτική έννοια, ο λαϊκισμός προϋποθέτει την αναγνώριση της αρχής σύμφωνα με την οποία ο λαός είναι όχι μόνο κυρίαρχος, αλλά ότι πρέπει να ασκεί εξουσία με τον αμεσότερο δυνατό τρόπο. Είτε χρησιμοποιείται αναλυτικά ο όρος είτε καταγγελτικά, η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας σε διάφορα επίπεδα είναι πάντα παρούσα. Κυρίως εκφράζει την ανάγκη υπέρβασης ή αγνόησης ή παράκαμψης των θεσμών στο όνομα του λαού. «Όχι θεσμοί, μόνο λαός» είχε πει επιγραμματικά ο Ανδρέας Παπανδρέου σε προεκλογική του ομιλία στην Κοζάνη το 1989. Δηλαδή, ο λαός είναι μοναδική πηγή νομιμότητας και μικρή έως μηδαμινή σημασία έχουν οι αρχές που είναι συνυφασμένες με τους θεσμούς ή οι κανόνες που προκύπτουν από αυτές. Το μόνο που έχει σημασία είναι ο λαός και η παράταξη που ασκεί —ή ζητά να ασκήσει— εξουσία στο όνομά του.
Ο λαϊκισμός συνδέεται και με μια άλλη έννοια που είναι αποδεκτή από πολλούς δημοκράτες, και αυτή είναι μια ορισμένη ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας η οποία θεοποιεί τον λαό: ο λαός είναι κυρίαρχος, ο λαός είναι παντοδύναμος και αλάνθαστος. Βέβαια, στη δημοκρατική θεωρία ο λαός είναι κυρίαρχος, υπό την έννοια ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από αυτόν. Αυτό ισχύει στο μέτρο που εκείνοι οι οποίοι ασκούν πολιτική εξουσία εκλέγονται από τον λαό, δηλαδή το σύνολο του εκλογικού σώματος. Το εκλογικό σώμα θεωρείται ότι αποτελεί μια ολότητα με ενιαία πολιτική βούληση.
Ο λαός όμως, όπως ο καθένας γνωρίζει, δεν είναι αδιαίρετος. Το σύνολο των ψηφοφόρων δεν αποτελεί μια συλλογική προσωπικότητα. Τη θεωρούμε ως ενιαία και συντεταγμένη έκφραση της κοινωνίας, για να δώσουμε νόημα στη δημοκρατία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι της αποδίδουμε οντολογικά χαρακτηριστικά. Δεν δεχόμαστε σήμερα τον μύθο σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει μια μεταφυσική, σχεδόν θεϊκή οντότητα που είναι ο λαός, ο οποίος ασκεί εξουσία. Εννοούμε ότι η εκάστοτε κυβέρνηση είναι υπόλογη για τα έργα της στον λαό, εννοώντας ότι έχει υποχρέωση λογοδοσίας, ότι είναι ελέγξιμη και ότι ο δημοκρατικός έλεγχος γίνεται μέσα από συγκεκριμένα θεσμικά όργανα. Προϋποτίθεται, επομένως, ένα σύνολο θεσμών και όχι η άμεση επαφή μεταξύ λαού και κυβέρνησης.
Επιπλέον, σε μια δημοκρατία δεν ασκεί εξουσία ο λαός, αλλά μια κυβέρνηση που λογοδοτεί στον λαό: δηλαδή, στο κοινωνικό σύνολο που εκφράζεται μέσα από το εκλογικό σώμα, υπό συγκεκριμένες θεσμικές προϋποθέσεις και με συγκεκριμένους κανόνες. Συνεπώς, αυτό που συμβατικά ονομάζουμε λαό αρκείται στο να ελέγχει την εξουσία. Και φυσικά, για να μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά η εξουσία, πρέπει να υπάρχουν θεσμοί. Και οι δημοκρατικοί θεσμοί παρέχουν ακριβώς το μέσον διά του οποίου θα ελεγχθεί η εξουσία. Οπότε τότε δεν ασκεί εξουσία ο λαός —όπως και αν ορισθεί αυτός— αδιαμεσολάβητα, με άμεση επαφή με την πολιτική εξουσία. Το αντίθετο μπορεί να συμβεί και έχει συμβεί συχνά: παρακάμπτονται ή ανατρέπονται οι θεσμοί από το «λαϊκό κίνημα» ή από τους «λαϊκούς εκπροσώπους». Αλλιώς, ακόμη και το Σύνταγμα και οι λοιποί δημοκρατικοί θεσμοί μπορούν να παραμερισθούν με το αιτιολογικό ότι το απαιτεί η σωτηρία του λαού: αυτό επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός της δικτατορικής κυβέρνησης την επομένη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, χρησιμοποιώντας τη γνωστή φράση: «Η σωτηρία του έθνους είναι ο υπέρτατος νόμος».
Υπάρχει όμως μια πρόσθετη δυσκολία στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, αν με τον όρο αυτό εννοεί κανείς ότι ο λαός ασκεί εξουσία άμεσα — που είναι ακριβώς αυτό που ευαγγελίζεται ο λαϊκιστής κάθε λογής. Ποιο είναι το νόημα αυτού του αιτήματος. Ως «λαός» εδώ νοείται το σύνολο της κοινωνίας; Ή ένα μέρος της; Αν είναι το σύνολο, τότε η ιδέα ότι μπορεί να ασκήσει εξουσία επί του εαυτού του αποτελεί οξύμωρο σχήμα. Η ίδια η έννοια της εξουσίας προϋποθέτει την επιβολή της σε κάποιον άλλο. Η άσκηση εξουσίας είναι παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Ασκεί εξουσία ο Α επί του Β, ή ο Β επί του Α, ή δεν ασκεί κανένας τους εξουσία πάνω από τον άλλον. Αλλά δεν ασκούν οι Α και Β πάνω στο σύνολο Α, Β.
Μπορεί όμως να νοείται ο «λαός» ως μέρος του συνόλου. Ο λαϊκιστής ηγέτης ζητάει να ασκήσει εξουσία ως εκπρόσωπος του τμήματος εκείνου του λαού που είναι συγχρόνως το πολυπληθέστερο και το πιο φτωχό, το πιο αδύναμο ή «ριγμένο». Η ιδέα πίσω από αυτό είναι η αντικατάσταση της εξουσίας των ολίγων —των οικονομικά ισχυρών, των τεχνοκρατών, των ειδημόνων— με την εξουσία των πολλών.
Αυτό είναι το κύριο αίτημα του σύγχρονου λαϊκισμού που αναδύεται σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου. Γίνεται συχνά αναφορά σε «λαϊκισμό της Δεξιάς» και σε «λαϊκισμό της Αριστεράς», οι συνιστώσες όμως είναι κοινές: εναντίωση στις ελίτ, απαίτηση άμεσης ικανοποίησης εκφρασμένων αιτημάτων από αγανακτισμένους πολίτες, συχνές διαδηλώσεις κ.ά. Πέρα από αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά που είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού, υπάρχει μια βαθύτερη κοινότητα — και αυτή είναι η εναντίωση στο διαδικαστικό-θεσμικό στοιχείο της σύγχρονης δημοκρατίας. Στο βάθος, ο πολιτικός λόγος τόσο του Μπέπε Γκρίλο και του Ζαν-Λικ Μελανσόν όσο και της Μαρίν Λεπέν και του Νάιγκελ Φάρατζ, δεν είναι απλά ελεγκτικός για τους πολιτικούς τους αντιπάλους, αλλά ακραία καταγγελτικός. Ουσιαστικά ζητούν την απονομιμοποίηση του θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου ενεργούν και η αναγόρευσή τους στην εξουσία να γίνει στο όνομα μιας ανώτερης πηγής νομιμότητας που είναι ο «λαός» με την ηθελημένα θολή και ασαφή έννοια του όρου. Υπόρρητα εννοούν ότι έχουν επαφή με αυτή την οντότητα, που εκφράζει σε αυτούς τη βούλησή της, και ότι πρέπει να ακυρώνεται η ισχύς των θεσμών.
Πού οφείλεται, όμως, αυτό το διαδεδομένο φαινόμενο του λαϊκισμού στις δυτικές δημοκρατίες; Πιστεύω ότι το κλειδί βρίσκεται στη φθορά που έχει υποστεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς και στους λειτουργούς των θεσμών: πολιτικοί, τεχνοκράτες, ανώτερα στελέχη. Το θεσμικό πλαίσιο του δημοκρατικού κράτους δεν μπορεί να διαχειρισθεί επαρκώς προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση, την αλματώδη τεχνολογική πρόοδο, αλλά και τις διάφορες απρόθετες συνέπειες της κινητικότητας κεφαλαίου καθώς και ανθρώπων. Μέσα σε αυτή την οπτική ο λαϊκισμός ως πολιτικό κίνημα είναι μια σφαλερή λύση στο πρόβλημα που προκαλείται από αυτό το κενό εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί. Η αποκατάσταση εμπιστοσύνης μπορεί να επιτευχθεί με μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτός που υφίσταται άμεσα τις αρνητικές επιπτώσεις αυτών των φαινομένων, εύκολα δέχεται την άμεση λύση που προτείνει κάθε μορφή λαϊκισμού: την αντικατάσταση των θεσμών από τον «λαό», δηλαδή από δυνάμεις και προσωπικότητες που τον επικαλούνται και ζητούν πριν απ' όλα την έξωση και τιμωρία των «εχθρών του λαού». Η κρίση —που συνίσταται σε αυτό το κενό εμπιστοσύνης— για να ξεπεραστεί πρέπει να γεννήσει κάτι καινούργιο. Αλλά, όσο το παλιό πεθαίνει και δεν γεννιέται το καινούργιο, θα γεννά νοσηρά φαινόμενα, όπως έγραφε ο Γκράμσι από τη φυλακή. Ένα από αυτά και ο λαϊκισμός ως καταστροφέας θεσμών.
Του Δημήτρη Δημητράκου
Νέα, 2/7/2016
«Η κρίση συνίσταται στο ότι το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο δεν μπορεί να γεννηθεί και σ' αυτό το μεσοδιάστημα κάνουν την εμφάνισή τους πολλά και διάφορα νοσηρά φαινόμενα»
Antonio Gramsci [1930] «Τετράδια της φυλακής». Τετρ. 3
Antonio Gramsci [1930] «Τετράδια της φυλακής». Τετρ. 3
Ο λαϊκισμός είναι όρος πολυσήμαντος. Μπορεί για πολλούς να είναι συνώνυμο της δημαγωγίας ή της φτηνιάρικης επιχειρηματολογίας. Για άλλους, μπορεί να είναι και με ένα ορισμένο ύφος ή μια αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία. Εμάς μας ενδιαφέρει ως πολιτικό φαινόμενο. Και οι προσπάθειες να δοθεί ένας ικανοποιητικός ορισμός σε αυτό είναι πολυάριθμες, ίσως διότι το φαινόμενο είναι πολύμορφο.
Με την ισχυρά πολιτική έννοια, ο λαϊκισμός προϋποθέτει την αναγνώριση της αρχής σύμφωνα με την οποία ο λαός είναι όχι μόνο κυρίαρχος, αλλά ότι πρέπει να ασκεί εξουσία με τον αμεσότερο δυνατό τρόπο. Είτε χρησιμοποιείται αναλυτικά ο όρος είτε καταγγελτικά, η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας σε διάφορα επίπεδα είναι πάντα παρούσα. Κυρίως εκφράζει την ανάγκη υπέρβασης ή αγνόησης ή παράκαμψης των θεσμών στο όνομα του λαού. «Όχι θεσμοί, μόνο λαός» είχε πει επιγραμματικά ο Ανδρέας Παπανδρέου σε προεκλογική του ομιλία στην Κοζάνη το 1989. Δηλαδή, ο λαός είναι μοναδική πηγή νομιμότητας και μικρή έως μηδαμινή σημασία έχουν οι αρχές που είναι συνυφασμένες με τους θεσμούς ή οι κανόνες που προκύπτουν από αυτές. Το μόνο που έχει σημασία είναι ο λαός και η παράταξη που ασκεί —ή ζητά να ασκήσει— εξουσία στο όνομά του.
Ο λαϊκισμός συνδέεται και με μια άλλη έννοια που είναι αποδεκτή από πολλούς δημοκράτες, και αυτή είναι μια ορισμένη ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας η οποία θεοποιεί τον λαό: ο λαός είναι κυρίαρχος, ο λαός είναι παντοδύναμος και αλάνθαστος. Βέβαια, στη δημοκρατική θεωρία ο λαός είναι κυρίαρχος, υπό την έννοια ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από αυτόν. Αυτό ισχύει στο μέτρο που εκείνοι οι οποίοι ασκούν πολιτική εξουσία εκλέγονται από τον λαό, δηλαδή το σύνολο του εκλογικού σώματος. Το εκλογικό σώμα θεωρείται ότι αποτελεί μια ολότητα με ενιαία πολιτική βούληση.
Ο λαός όμως, όπως ο καθένας γνωρίζει, δεν είναι αδιαίρετος. Το σύνολο των ψηφοφόρων δεν αποτελεί μια συλλογική προσωπικότητα. Τη θεωρούμε ως ενιαία και συντεταγμένη έκφραση της κοινωνίας, για να δώσουμε νόημα στη δημοκρατία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι της αποδίδουμε οντολογικά χαρακτηριστικά. Δεν δεχόμαστε σήμερα τον μύθο σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει μια μεταφυσική, σχεδόν θεϊκή οντότητα που είναι ο λαός, ο οποίος ασκεί εξουσία. Εννοούμε ότι η εκάστοτε κυβέρνηση είναι υπόλογη για τα έργα της στον λαό, εννοώντας ότι έχει υποχρέωση λογοδοσίας, ότι είναι ελέγξιμη και ότι ο δημοκρατικός έλεγχος γίνεται μέσα από συγκεκριμένα θεσμικά όργανα. Προϋποτίθεται, επομένως, ένα σύνολο θεσμών και όχι η άμεση επαφή μεταξύ λαού και κυβέρνησης.
Επιπλέον, σε μια δημοκρατία δεν ασκεί εξουσία ο λαός, αλλά μια κυβέρνηση που λογοδοτεί στον λαό: δηλαδή, στο κοινωνικό σύνολο που εκφράζεται μέσα από το εκλογικό σώμα, υπό συγκεκριμένες θεσμικές προϋποθέσεις και με συγκεκριμένους κανόνες. Συνεπώς, αυτό που συμβατικά ονομάζουμε λαό αρκείται στο να ελέγχει την εξουσία. Και φυσικά, για να μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά η εξουσία, πρέπει να υπάρχουν θεσμοί. Και οι δημοκρατικοί θεσμοί παρέχουν ακριβώς το μέσον διά του οποίου θα ελεγχθεί η εξουσία. Οπότε τότε δεν ασκεί εξουσία ο λαός —όπως και αν ορισθεί αυτός— αδιαμεσολάβητα, με άμεση επαφή με την πολιτική εξουσία. Το αντίθετο μπορεί να συμβεί και έχει συμβεί συχνά: παρακάμπτονται ή ανατρέπονται οι θεσμοί από το «λαϊκό κίνημα» ή από τους «λαϊκούς εκπροσώπους». Αλλιώς, ακόμη και το Σύνταγμα και οι λοιποί δημοκρατικοί θεσμοί μπορούν να παραμερισθούν με το αιτιολογικό ότι το απαιτεί η σωτηρία του λαού: αυτό επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός της δικτατορικής κυβέρνησης την επομένη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, χρησιμοποιώντας τη γνωστή φράση: «Η σωτηρία του έθνους είναι ο υπέρτατος νόμος».
Υπάρχει όμως μια πρόσθετη δυσκολία στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, αν με τον όρο αυτό εννοεί κανείς ότι ο λαός ασκεί εξουσία άμεσα — που είναι ακριβώς αυτό που ευαγγελίζεται ο λαϊκιστής κάθε λογής. Ποιο είναι το νόημα αυτού του αιτήματος. Ως «λαός» εδώ νοείται το σύνολο της κοινωνίας; Ή ένα μέρος της; Αν είναι το σύνολο, τότε η ιδέα ότι μπορεί να ασκήσει εξουσία επί του εαυτού του αποτελεί οξύμωρο σχήμα. Η ίδια η έννοια της εξουσίας προϋποθέτει την επιβολή της σε κάποιον άλλο. Η άσκηση εξουσίας είναι παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Ασκεί εξουσία ο Α επί του Β, ή ο Β επί του Α, ή δεν ασκεί κανένας τους εξουσία πάνω από τον άλλον. Αλλά δεν ασκούν οι Α και Β πάνω στο σύνολο Α, Β.
Μπορεί όμως να νοείται ο «λαός» ως μέρος του συνόλου. Ο λαϊκιστής ηγέτης ζητάει να ασκήσει εξουσία ως εκπρόσωπος του τμήματος εκείνου του λαού που είναι συγχρόνως το πολυπληθέστερο και το πιο φτωχό, το πιο αδύναμο ή «ριγμένο». Η ιδέα πίσω από αυτό είναι η αντικατάσταση της εξουσίας των ολίγων —των οικονομικά ισχυρών, των τεχνοκρατών, των ειδημόνων— με την εξουσία των πολλών.
Αυτό είναι το κύριο αίτημα του σύγχρονου λαϊκισμού που αναδύεται σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου. Γίνεται συχνά αναφορά σε «λαϊκισμό της Δεξιάς» και σε «λαϊκισμό της Αριστεράς», οι συνιστώσες όμως είναι κοινές: εναντίωση στις ελίτ, απαίτηση άμεσης ικανοποίησης εκφρασμένων αιτημάτων από αγανακτισμένους πολίτες, συχνές διαδηλώσεις κ.ά. Πέρα από αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά που είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού, υπάρχει μια βαθύτερη κοινότητα — και αυτή είναι η εναντίωση στο διαδικαστικό-θεσμικό στοιχείο της σύγχρονης δημοκρατίας. Στο βάθος, ο πολιτικός λόγος τόσο του Μπέπε Γκρίλο και του Ζαν-Λικ Μελανσόν όσο και της Μαρίν Λεπέν και του Νάιγκελ Φάρατζ, δεν είναι απλά ελεγκτικός για τους πολιτικούς τους αντιπάλους, αλλά ακραία καταγγελτικός. Ουσιαστικά ζητούν την απονομιμοποίηση του θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου ενεργούν και η αναγόρευσή τους στην εξουσία να γίνει στο όνομα μιας ανώτερης πηγής νομιμότητας που είναι ο «λαός» με την ηθελημένα θολή και ασαφή έννοια του όρου. Υπόρρητα εννοούν ότι έχουν επαφή με αυτή την οντότητα, που εκφράζει σε αυτούς τη βούλησή της, και ότι πρέπει να ακυρώνεται η ισχύς των θεσμών.
Πού οφείλεται, όμως, αυτό το διαδεδομένο φαινόμενο του λαϊκισμού στις δυτικές δημοκρατίες; Πιστεύω ότι το κλειδί βρίσκεται στη φθορά που έχει υποστεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς και στους λειτουργούς των θεσμών: πολιτικοί, τεχνοκράτες, ανώτερα στελέχη. Το θεσμικό πλαίσιο του δημοκρατικού κράτους δεν μπορεί να διαχειρισθεί επαρκώς προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση, την αλματώδη τεχνολογική πρόοδο, αλλά και τις διάφορες απρόθετες συνέπειες της κινητικότητας κεφαλαίου καθώς και ανθρώπων. Μέσα σε αυτή την οπτική ο λαϊκισμός ως πολιτικό κίνημα είναι μια σφαλερή λύση στο πρόβλημα που προκαλείται από αυτό το κενό εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί. Η αποκατάσταση εμπιστοσύνης μπορεί να επιτευχθεί με μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτός που υφίσταται άμεσα τις αρνητικές επιπτώσεις αυτών των φαινομένων, εύκολα δέχεται την άμεση λύση που προτείνει κάθε μορφή λαϊκισμού: την αντικατάσταση των θεσμών από τον «λαό», δηλαδή από δυνάμεις και προσωπικότητες που τον επικαλούνται και ζητούν πριν απ' όλα την έξωση και τιμωρία των «εχθρών του λαού». Η κρίση —που συνίσταται σε αυτό το κενό εμπιστοσύνης— για να ξεπεραστεί πρέπει να γεννήσει κάτι καινούργιο. Αλλά, όσο το παλιό πεθαίνει και δεν γεννιέται το καινούργιο, θα γεννά νοσηρά φαινόμενα, όπως έγραφε ο Γκράμσι από τη φυλακή. Ένα από αυτά και ο λαϊκισμός ως καταστροφέας θεσμών.
Ο Δημήτρης Δημητράκος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών