sarant
¥
Σε μια λίστα με ρώτησαν να πρέπει να γράφουμε ημιόροφος ή ημιώροφος. Κατά σύμπτωση, το θέμα με είχε απασχολήσει πρόσφατα.
Ο ημιόροφος είναι πονεμένη ιστορία. Ενώ είναι νεότερη λέξη, υπακούει (λένε τα κιτάπια) σε έναν κανόνα της αρχαίας ελληνικής, τον λεγόμενο Νόμο του Βακερνάγκελ (ούτε αυτός ήταν αρχαίος) της "έκτασης εν συνθέσει".
Στα αρχαία, όταν μια λέξη άρχιζε από φωνήεν, στις σύνθετες λέξεις
της το αρχικό της φωνήεν πάθαινε έκταση, δηλ. το βραχύ α ή το ε γινόταν
μακρό η και το ο γινόταν ω. Ακούω, αλλά ανήκουστος, υπήκοος, ευήκοος. Οδύνη αλλά επώδυνος. Έλεος αλλά ανηλεής. Ορυχείο αλλά χρυσωρυχείο. Ομαλός αλλά ανώμαλος.
Έτσι, αν και όροφος, οι αρχαίοι έγραφαν διώροφος, τριώροφος (παραδίδονται στα αρχαία αυτές οι λέξεις). Το θέμα είναι (και εδώ αρχίζει το πρόβλημα) ότι η ορθογραφία η αρχαία παρασέρνει και τους νεότερους λόγιους σχηματισμούς, σαν τον ημιώροφο, έτσι κανονικά πρέπει να γράφεται με ωμέγα. Και του Τριανταφυλλίδη το λεξικό συμφωνεί ότι γράφεται ημιΩροφος.
Βέβαια οι λαϊκές λέξεις κρατάνε το δικό τους τρόπο σύνθεσης γιαυτό και
έχουμε βαριακούω αλλά βαρήκοος. Εδώ όμως η αναντιστοιχία δεν ενοχλεί γιατί έχει αλλάξει ο φθόγγος, ενώ στο όροφος - διΩροφος βγάζει μάτι. Δεν μπορούμε να πούμε όμως ότι το "ημιόροφος" είναι λαϊκός σχηματισμός, αλλά και να ήταν, όπως ενδεχομένως είναι π.χ. το "εικοσπενταόροφος", πώς θα
είχες διώροφος με ωμέγα, αφού είναι αρχαίο, και δωδεκαόροφος με όμικρον;
Η λύση θα ήταν να τα έκανες όλα με όμικρον, δηλαδή: ημιόροφος, διόροφος, τριόροφος. Αλλά αν επεκτείνουμε αυτή τη λογική αλλού,
θάπρεπε επίσης να γράψουμε εποφελής, ανόδυνος, ανόμαλος.
Ωστόσο, η περίπτωση των συνθέτων της λ. όροφος θα δικαιολογούσε μια εξαίρεση από τον Βακερνάγκελ, επειδή η λέξη διατηρείται ολοσούμπιτη και ακέραια εν συνθέσει, και με τον τονισμό της, σε αντίθεση με τις άλλες.
Ψάχνοντας στο γουγλ, βλέπουμε ότι το "ημιόροφος" είναι συχνότερο από το "ημιώροφος", ενώ το "διώροφο" είναι συχνότερο από το "διόροφο". Η αντίφαση *ίσως* εξηγείται από το ότι το "διώροφο" το πουλάς ή το νοικιάζεις, άρα του βάζεις ωμέγα για να πιάσεις καλύτερη τιμή
(επισημότερο, ντε!) ενώ ο καημένος ο ημιόροφος απλώς υπάρχει, οπότε του βάζουν όμικρον επειδή τους φαίνεται πιο λογικό.
ν.
Ο ημιόροφος είναι πονεμένη ιστορία. Ενώ είναι νεότερη λέξη, υπακούει (λένε τα κιτάπια) σε έναν κανόνα της αρχαίας ελληνικής, τον λεγόμενο Νόμο του Βακερνάγκελ (ούτε αυτός ήταν αρχαίος) της "έκτασης εν συνθέσει".
Στα αρχαία, όταν μια λέξη άρχιζε από φωνήεν, στις σύνθετες λέξεις
της το αρχικό της φωνήεν πάθαινε έκταση, δηλ. το βραχύ α ή το ε γινόταν
μακρό η και το ο γινόταν ω. Ακούω, αλλά ανήκουστος, υπήκοος, ευήκοος. Οδύνη αλλά επώδυνος. Έλεος αλλά ανηλεής. Ορυχείο αλλά χρυσωρυχείο. Ομαλός αλλά ανώμαλος.
Έτσι, αν και όροφος, οι αρχαίοι έγραφαν διώροφος, τριώροφος (παραδίδονται στα αρχαία αυτές οι λέξεις). Το θέμα είναι (και εδώ αρχίζει το πρόβλημα) ότι η ορθογραφία η αρχαία παρασέρνει και τους νεότερους λόγιους σχηματισμούς, σαν τον ημιώροφο, έτσι κανονικά πρέπει να γράφεται με ωμέγα. Και του Τριανταφυλλίδη το λεξικό συμφωνεί ότι γράφεται ημιΩροφος.
Βέβαια οι λαϊκές λέξεις κρατάνε το δικό τους τρόπο σύνθεσης γιαυτό και
έχουμε βαριακούω αλλά βαρήκοος. Εδώ όμως η αναντιστοιχία δεν ενοχλεί γιατί έχει αλλάξει ο φθόγγος, ενώ στο όροφος - διΩροφος βγάζει μάτι. Δεν μπορούμε να πούμε όμως ότι το "ημιόροφος" είναι λαϊκός σχηματισμός, αλλά και να ήταν, όπως ενδεχομένως είναι π.χ. το "εικοσπενταόροφος", πώς θα
είχες διώροφος με ωμέγα, αφού είναι αρχαίο, και δωδεκαόροφος με όμικρον;
Η λύση θα ήταν να τα έκανες όλα με όμικρον, δηλαδή: ημιόροφος, διόροφος, τριόροφος. Αλλά αν επεκτείνουμε αυτή τη λογική αλλού,
θάπρεπε επίσης να γράψουμε εποφελής, ανόδυνος, ανόμαλος.
Ωστόσο, η περίπτωση των συνθέτων της λ. όροφος θα δικαιολογούσε μια εξαίρεση από τον Βακερνάγκελ, επειδή η λέξη διατηρείται ολοσούμπιτη και ακέραια εν συνθέσει, και με τον τονισμό της, σε αντίθεση με τις άλλες.
Ψάχνοντας στο γουγλ, βλέπουμε ότι το "ημιόροφος" είναι συχνότερο από το "ημιώροφος", ενώ το "διώροφο" είναι συχνότερο από το "διόροφο". Η αντίφαση *ίσως* εξηγείται από το ότι το "διώροφο" το πουλάς ή το νοικιάζεις, άρα του βάζεις ωμέγα για να πιάσεις καλύτερη τιμή
(επισημότερο, ντε!) ενώ ο καημένος ο ημιόροφος απλώς υπάρχει, οπότε του βάζουν όμικρον επειδή τους φαίνεται πιο λογικό.
ν.