Παρακολουθώ λοιπόν που λέτε μια διημερίδα για τις ναυτικές εκμεταλλεύσεις, κι έχω περάσει πάνω από μια ώρα με «οι πλόες» και «τους πλόες» και «των πλόων» και «οι πλόες» και «των πλόων» και πάει λέγοντας και πλέοντας. Κι έρχεται τότενες μια στιγμή όπου ο εισηγητής (οικονομολόγος) ξεκινά να πει πως «οφείλει να δηλωθεί ο ...» — και θέλει να βάλει ενικό. Διστάζει. Εδώ σε θέλω, μάγκα μου! σκέφτομαι από μέσα μου — και αναμένω εναγωνίως. Ζορίζεται. Απολαμβάνω το λουτρό από σασπένς. «Ο πλόας», καταλήγει να πει πανηγυρικά. Και μετά, έχοντας πάρει το κολάι, το δουλεύει απνευστί: «ο πλόας», «του πλόα» «τον πλόα»... Τι ωραία, λέω και γω από μέσα μου, μόλις έγινα μάρτυρας σε μια σεμνή τελετή ομαλοποίησης ενός δύστροπου απολιθώματος!
Στη συνέχεια πήραν τον λόγο άνθρωποι του χώρου των ναυτικών εκμεταλλεύσεων, και κανείς μα κανείς μα κανείς δεν έλεγε «ο πλους» ή «του/τον πλου», αλλά «η πλόα» και «της/την πλόα». Α, μάλιστα, ήταν η δική μου σκέψη, κι αυτό εξίσου εύλογο! Βέβαια συνέχιζαν να δίνουν και να παίρνουν κι αρκετά «του πλόα» και «τον πλόα». Σε σχετικές αναζητήσεις που έκανα ακολούθως στο διαδίκτυο, διαπίστωσα πως και οι δύο τύποι είναι σε πλήρη χρήση στον χώρο, και κανονικότατα από επίσημους φορείς αλλά και από την πιάτσα, παρά το γεγονός ότι στη Λεξιλογία έχουν από δεκαετίας, σχεδόν, καταγραφεί σχετικά παράπονα: ελεύθερη πλόα και Σαμιακές Πλόες.
Οπότε, ας κάνουμε ταμείο:
Κι ένα παλιό εύρημα «ο λογαριαστής της πλόας», εδώ: http://digital.lib.auth.gr/record/50163/files/arc-2006-19767_10.pdf?version=1
Στη συνέχεια πήραν τον λόγο άνθρωποι του χώρου των ναυτικών εκμεταλλεύσεων, και κανείς μα κανείς μα κανείς δεν έλεγε «ο πλους» ή «του/τον πλου», αλλά «η πλόα» και «της/την πλόα». Α, μάλιστα, ήταν η δική μου σκέψη, κι αυτό εξίσου εύλογο! Βέβαια συνέχιζαν να δίνουν και να παίρνουν κι αρκετά «του πλόα» και «τον πλόα». Σε σχετικές αναζητήσεις που έκανα ακολούθως στο διαδίκτυο, διαπίστωσα πως και οι δύο τύποι είναι σε πλήρη χρήση στον χώρο, και κανονικότατα από επίσημους φορείς αλλά και από την πιάτσα, παρά το γεγονός ότι στη Λεξιλογία έχουν από δεκαετίας, σχεδόν, καταγραφεί σχετικά παράπονα: ελεύθερη πλόα και Σαμιακές Πλόες.
Οπότε, ας κάνουμε ταμείο:
- Ο «πλους» μάς ξέμεινε απ' τα αρχαία αλλά ούτως ή άλλως τον είχαμε ομαλοποιήσει στον πληθυντικό: Κανείς απολύτως δεν διαμαρτύρεται για τα οι πλόες / των πλόων / τους πλόες, που είναι κι εντελώς αποδεκτά από την τρέχουσα γραμματική μας — αντί για τα αρχαιοπρεπή οι πλοι / των πλων / τους πλους. Δηλαδή εδώ αρχικά προέκυψε ένα νέο, ομαλοποιημένο κλιτικό υπόδειγμα για όλον τον πληθυντικό, ίσως από την ασυναίρετη γενική πληθυντικού. Και πότε προέκυψε η αρχική ομαλοποίηση; Από πολύ παλιά, αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Πατριάρχης Φώτιος Α' γράφει «πλόες» ως επεξήγηση στο λήμμα «πλοι» της Λέξεων Συναγωγής του. Ή ότι βρίσκουμε αιτ. «πλόας» στο Inscriptiones Graecae ad res Romanas pertinentes. Αλλά ούτως ή άλλως η γεν. πληθ. «πλόων» είναι απλώς η ασυναίρετη μορφή, γι' αυτό και γραμματικώς κανονικά σε χρήση — ο Ηρόδοτος γράφει «πλόων» μαζί με το «πλόος» & «πλόοι». Ε, τώρα αυτό επεκτείνεται και στον ενικό. Επειδή δε δεν είναι άμεσα αντιληπτό από τη μορφολογία του πληθυντικού αν μιλούμε για αρσενικό ή θηλυκό (λόγω του σχήματος -ες/-ων/-ες), παίζουν και οι δύο εκδοχές, ωσάν παράλληλοι τύποι.
- Ο αρχαιοπρεπής πληθυντικός επιζεί, θεωρητικά τουλάχιστον, στα σύνθετα — κι έτσι έχουμε: οι απόπλοι / κατάπλοι / ανάπλοι / διάπλοι / περίπλοι / παράπλοι / επανάπλοι / αντίπλοι / είσπλοι / έκπλοι / διέκπλοι — των απόπλων / κατάπλων / ανάπλων / διάπλων / περίπλων / παράπλων / επανάπλων / αντίπλων / είσπλων / έκπλων / διέκπλων — τους απόπλους / κατάπλους / ανάπλους / διάπλους / περίπλους / παράπλους / επανάπλους / αντίπλους / είσπλους / έκπλους / διέκπλους. Όμως η τάση ομαλοποίησης σε δύσχρηστα γλωσσικά απολιθώματα είναι πανίσχυρη· κι έτσι ευλόγως βλέπουμε απόπλοες, κατάπλοες, καταπόπλοες (ο καταπόπλους είναι ένας εν χρήσει νεολογισμός για την περιγραφή συνδυαστικά απόπλου και κατάπλου, στη λογική που έχουμε λέξεις όπως η αποπροσγείωση), απόπλοων, κατάπλοων — και σε επίσημες πηγές, και σε νομοθετικά κείμενα ακόμη ακόμη.
- Ο αρσενικός τύπος «πλόας» χρησιμοποιείται από όσους έχουν ισχυρά εδραιωμένη την αντίληψη ότι η προέλευση από το «πλους» είναι από ένα αρσενικό ουσιαστικό· δεν ισχυρίζομαι ότι συνειδητά εκείνη τη στιγμή έχουν οπωσδήποτε στο μυαλό τους το «ο πλους» αλλά μάλλον το πολύ κοινό «οι πλόες» σε συνδυασμό με το β' συνθετικό –πλους λέξεων όπως απόπλους & κατάπλους τις οποίες αναγνωρίζουν ως αρσενικού γένους — να 'ναι καλά τα άπειρα «απαγορεύτηκε ο απόπλους»...
- Ο αρσενικός τύπος «πλόας» διευκολύνεται αντιληπτικά από την ύπαρξη των αρσενικών ουσιαστικών βόας & τηλεβόας, επειδή κι αυτά έχουν ονομ.-αιτ. πληθ. σε –όες όπως κι οι «πλόες». Βέβαια αυτά στη γεν. πληθ. οξύνονται (βοών και τηλεβοών), αλλ' αφενός ποιος τα χρησιμοποιεί στη γεν. πληθ. κι αφετέρου ποιος διασφαλίζει ότι πολλοί φυσικοί ομιλητές δεν θα αντιλαμβάνονταν πως κάνουν *βόων και *τηλεβόων.
- Ο θηλυκός τύπος «πλόα» χρησιμοποιείται από όσους επηρεάζονται ελκτικά από την ύπαρξη πολλών κυρίαρχων θηλυκών με συναφή σημασία και/ή χρήση· πρβλ. πλεύση, –πλοΐα, –πλοια (άπλοια, εύπλοια), –δρομία (πελαγοδρομία κ.ά.), πλοηγία, ναυτιλία, ρότα, πορεία κ.ά.
- Ο θηλυκός τύπος «πλόα» διευκολύνεται αντιληπτικά από την ύπαρξη του θηλυκού ουσιαστικού πόα, επειδή κι αυτό έχει ονομ.-αιτ. πληθ. σε –όες όπως κι οι «πλόες». Βέβαια αυτό στη γεν. πληθ. οξύνεται επίσης (ποών), αλλ' αφενός ποιος το χρησιμοποιεί στη γεν. πληθ. κι αφετέρου ποιος διασφαλίζει ότι πολλοί φυσικοί ομιλητές δεν θα αντιλαμβάνονταν πως κάνει *πόων.
- Σε χρήση αιτ. ενικ. χωρίς άρθρο ή προσδιορισμό, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν το «πλόα» είναι αρσενικό ή θηλυκό.
- Τα σύνθετα, τώρα, πέρα από την τάση ομαλοποίησης του πληθυντικού τους, υφίστανται και μια τάση —που επηρεάζει τα συχνώς χρησιμοποιούμενα εξ αυτών, παναπεί κυρίως το απόπλους και δευτερευόντως το κατάπλους— μετατροπής σε ουδέτερο γένος σε ονομ.-αιτ. ενικ. (αφού η γεν. ενικ. είναι η ίδια): «το απόπλου», με αρκετά διαδικτυακά ευρήματα. Η παρανόηση αυτή για το γένος μπορεί να προέρχεται και από λανθασμένη συντακτική ανάλυση της σύμφρασης «απαγορευτικό απόπλου», όπου το «απόπλου» δεν γίνεται αντιληπτό ως γενική αλλά ως ουσιαστικό προσδιοριζόμενο από το επίθ. «απαγορευτικό» οπότε και θεωρείται ίδιου γραμματικού γένους, όπως είδαμε και εδώ.
Κι ένα παλιό εύρημα «ο λογαριαστής της πλόας», εδώ: http://digital.lib.auth.gr/record/50163/files/arc-2006-19767_10.pdf?version=1