Ομοφυλολογία: Η λεξικογραφία ως φερετζές τού μισαλλόδοξου κι οι Δον Wokeώτες — συν ένα ασύγγνωστο ολίσθημα του κ. Χαραλαμπάκη

Zazula

Administrator
Staff member
ομόφυλος.png

ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΙΚΑ

① Τα λεξικά είναι κατάλογοι γλωσσικών μορφών (λεξικών μονάδων) οι οποίες χρησιμοποιούνται από τους ομιλητές μιας γλώσσας, και καταρτίζονται με βάση τους επιστημονικούς κανόνες της Λεξικογραφίας παρουσιάζοντάς τες διατεταγμένες με συστηματικό τρόπο και παρέχοντας τις απαραίτητες κατά περίπτωση (ανάλογα με το είδος τού λεξικού) πληροφορίες για τη σημασία και τη χρήση τους.

② Τα μονόγλωσσα λεξικά αποτυπώνουν το πώς οι φυσικοί ομιλητές μιας γλώσσας έχουν συνδέσει ένα σημαίνον με ένα σημαινόμενο, και το πώς αναγνωρίζουν και κάνουν χρήση αυτής τής σύνδεσης μιας ακουστικής και οπτικής εικόνας με μια σημασία, για ένα σημαντικό μέρος τού γενικού ή κάποιου (συγκεκριμένου) ειδικού λεξιλογίου τής υπόψη γλώσσας, σε μια χρονική στιγμή που προηγείται της κυκλοφορίας τους.

③ Ο λεξικογράφος καταγράφει αποστασιοποιημένα και ουδέτερα τα λεξήματα και τις σημασίες τους διότι, κατά τη στιγμή που συντάσσει το έργο του, οι φυσικοί ομιλητές έχουν *ήδη* προβεί στις γλωσσικές επιλογές τους αναφορικά με το τι έννοιες δηλώνουν με κάθε λεξική μονάδα, τι ενδεχομένως συνδηλώσεις συστηματικά συνδέουν με αυτήν, σε τι περικείμενα επιλέγουν να την εντάσσουν, και πώς την χρησιμοποιούν εν γένει — δουλειά τού λεξικογράφου δεν είναι να υπαγορεύει πώς να μιλούν τη γλώσσα τους οι φυσικοί ομιλητές, αλλά να το αποτυπώνει αυτό αντικειμενικά και με ακρίβεια.

④ Όταν μια λεξική μονάδα συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά αναφορικά με το πώς χρησιμοποιείται από τους φυσικούς ομιλητές, ποιες συνδηλώσεις έχει πάντοτε, σε ποια περικείμενα ή/και επίπεδα ύφους απαντά περιοριστικά κ.ο.κ., τότε ο λεξικογράφος τα παραθέτει συμπεριλαμβάνοντάς τα στη σχετική λημματογράφηση διότι είναι στοιχεία σημαντικά αναφορικά με τη χρήση κι άρα απαραίτητα στον χρήστη τού λεξικού· όμως και αυτό, κι ίσως *ειδικά* αυτό, οφείλει να το πράττει με αποπροσωποποιημένο, αποστασιοποιημένο κι ουδέτερο τρόπο. Επομένως θα αναφέρει πότε τα στοιχεία από τη χρήση δείχνουν πως κάτι είναι υβριστικός ή μειωτικός χαρακτηρισμός, ή πλέον απαντά αποκλειστικά σε ειρωνική ή σαρκαστική χρήση κι έχει χάσει την κυριολεκτική σημασία του, ή περιορίζεται σε συγκεκριμένες χρήσεις και περικείμενα καθ’ οιονδήποτε τρόπο κ.λπ., όπως λ.χ. βλέπουμε να σημειώνει το OED *υποδειγματικά* σ’ ένα λήμμα: «Except in Black English vernacular, where it remains common, now virtually restricted to contexts of deliberate and contemptuous ethnic abuse.»

⑤ Τα λεξικά, ως έργα ανθρώπων, δεν μπορεί να είναι τέλεια — όπως δεν είναι τέλειοι κι οι άνθρωποι. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι ένα λεξικό δεν καταγράφει στην πληρότητά τους τις λεξικές μονάδες που χρησιμοποιούνται σε μια γλώσσα ή υπογλώσσα, είναι πολύ δύσκολο να έχει ένας λεξικογράφος συνολική εποπτεία ανά πάσα στιγμή τής «όλης γλώσσας» και των εξελίξεών της σε πραγματικό χρόνο, αποτελεί τεράστια πρόκληση η σύνταξη ακριβών και ορθών ορισμών με αντικειμενικότητα και χωρίς κυκλικότητες (και καλύπτοντας πολλά πεδία τής ανθρώπινης γνώσης και δραστηριότητας με επιστημονική ακριβολογία) — ενώ συν τοις άλλοις (εάν πρόκειται για λεξικό τρέχουσας χρήσης κι όχι ιστορικό) η γλώσσα έχει ήδη προχωρήσει στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ μιας λημματογράφησης και του παρόντος, καθιστώντας το λεξικογραφικό έργο κατά μία έννοια «μια ματιά στο παρελθόν» όπως είναι λ.χ. το να παρατηρεί κανείς τον έναστρο ουρανό. Από την άλλη όμως μια ακόμη παράμετρος που συντείνει στο ότι δεν είναι ποτέ τέλεια τα λεξικά δεν έχει να κάνει με τους προαναφερθέντες γενικούς περιορισμούς αλλά με την ίδια την ανθρώπινη φύση: Ένας λεξικογράφος μπορεί να μην καταφέρει να αντισταθεί στον πειρασμό να επιτρέψει να διαπιδύσουν και να διαπηδήσουν στο έργο του οι προσωπικές του απόψεις για το πώς οφείλει να μιλιέται ή/και να γράφεται η αντίστοιχη γλώσσα, ή για το ποιες είναι οι προσωπικές του πεποιθήσεις σχετικά με τα λημματογραφούμενα ή ποια η δική του στάση απέναντι σε στοιχεία των λεξικογραφούμενων χρήσεων ή των καταγραφόμενων επικοινωνιακών περιστάσεων ή κάποιας ομάδας ομιλητών τής γλώσσας — και να εκμεταλλευτεί το αυξημένο κύρος που έχουν τα λεξικά ώστε να τα υπαγορεύσει και υποβάλει αυτά προς τους χρήστες τού δικού του έργου, επηρεάζοντάς τους.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ

❶ Η αντιστοίχιση σε ένα σημαινόμενο (σε μια έννοια, δηλαδή, ή σε ένα αντικείμενο τού πραγματικού κόσμου) ενός σημαίνοντος (ήτοι ενός αισθητού μέρους που γίνεται αντιληπτό με το άκουσμα ή/και με την ανάγνωση) είναι αυθαίρετη· το δε τι θα περιλαμβάνει και τι όχι, καθώς επίσης και τυχόν συνδηλώσεις, περιοριστικά περικείμενα ή συγκεκριμένες χρήσεις που ενδεχομένως συνδέονται με αυτό, είναι στοιχεία που διαμορφώνονται από τη χρήση απ’ τους φυσικούς ομιλητές — και μάλιστα κατά τρόπο που είναι δυναμικά μεταβαλλόμενος συναρτήσει του χρόνου, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποιος αλάνθαστος προβλεπτικός μηχανισμός για έναν εξωτερικό παρατηρητή στον άξονα της διαχρονίας και για όλες τις περιπτώσεις.

❷ Οι σημασίες των λεξικών μονάδων μεταβάλλονται, διευρύνονται ή στενεύουν, μετατοπίζονται ή αλλάζουν εντελώς· επιπρόσθετα, μια λέξη μπορεί να εισαχθεί νεολογικώς στη δεξαμενή των υπαρχόντων γλωσσικών σημείων μιας γλώσσας, ή να καταστεί εντελώς παρωχημένη για το σύνολο των ομιλητών κι εξαιτίας ποικιλίας λόγων, να αποκτήσει ή να απολέσει συνδηλώσεις ή περιβάλλοντα χρήσης, να στιγματιστεί ή να αποστιγματιστεί, ή τέλος να επανέλθει (ακόμη και ευρισκόμενη επί ολόκληρους αιώνες σε αφάνεια ή και αχρησία) με αρχικές της σημασίες ή/και με εντελώς νέες σημασιακές αντιστοιχίσεις.

❸ Λόγω της αυθαίρετης σύνδεσης σημαίνοντος-σημαινομένου, και της συνεχούς μεταβολής αυτής της σχέσης προϊόντος τού χρόνου, οι προηγούμενες σημασίες δεν περιορίζουν τις μελλοντικές· επιπλέον, η ετυμολογία δεν είναι επ’ ουδενί περιοριστική για αυτήν τη σύνδεση, πολλώ δε μάλλον *δεν* είναι σημασία — ειδάλλως οι λέξεις κρετίνος και χριστιανός θα ταυτίζονταν σημασιακά, αφού η πρώτη είναι ετυμολογικώς εξέλιξη της δεύτερης.

❹ Στις περισσότερες λεξικές μονάδες (σε βαθμό τέτοιο που μπορούμε να πούμε πως είναι ο κανόνας) παρατηρείται πολυσημία, ήτοι ύπαρξης άνω της μίας σημασιών· ενίοτε δε η σημασιακή εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει τόσο μακριά από την αρχική κοιτίδα σε κάποιες περιπτώσεις, που εξαντλούνται σχεδόν τα όρια της πολυσημίας κι αγγίζουμε μάλλον τη γραφηματική ομωνυμία (δηλαδή ομόγραφες λέξεις με διαφορετική λεξική σημασία). Οι φυσικοί ομιλητές αντιλαμβάνονται την πολυσημία ως ένα εγγενές χαρακτηριστικό τής γλώσσας, υπό κανονικές συνθήκες δεν τους ενοχλεί (πλην ορισμένων φανατικών κυριολεξιμανών κ.τ.ο. τους) και τη διαχειρίζονται με επιτυχία, συνεπικουρούμενοι και από το περικείμενο ή/και εξωγλωσσικά στοιχεία. Συνεπακόλουθο της πολυσημίας είναι περιπτώσεις όπου μια λέξη έχει διαφορετικά αντώνυμα για διαφορετικές σημασίες της, όπως λ.χ. η λέξη κακοήθης: έχει αντώνυμα λέξεις όπως ηθικός, χρηστός, αγαθός, ενάρετος ή άδολος για πρόσωπα, πράξεις και συμπεριφορές — αλλά αποκλειστικά και μόνο τη λέξη καλοήθης για όγκους και νεοπλασίες.

❺ Στις υπογλώσσες ενός συγκεκριμένου πεδίου, και δη επιστημονικού (στις λεγόμενες γλώσσες για ειδικούς σκοπούς), η ανάγκη για ορολογική ακρίβεια και ανυπαρξία αμφισημιών λειτουργεί ως ένας αυστηρός περιορισμός τής χαλαρής ελευθερίας που επιτρέπει για τις επιλογές τους η γενική γλώσσα στους φυσικούς ομιλητές — και είναι ορθότερο να γίνονται αντιληπτές μάλλον ως υφολογικές ποικιλίες κι όχι απλώς ως ορολογικοί κατάλογοι και γλωσσάρια. Πέραν αυτού, κάθε επιστημονικό πεδίο μπορεί να έχει (και κατά κανόνα πράγματι έχει) πλήθος όρους όπου το σημασιακό περιεχόμενο μιας λέξης που απαντά και στο γενικό λεξιλόγιο είναι από αρκετά ως πολύ (μέχρι κι εντελώς) διαφορετικό μεταξύ της ειδικής και της γενικής γλώσσας — εξ ου και στη γενική γλώσσα υπάρχει «η παιδοκτονία τού πατέρα», ενώ στη νομική γλώσσα *δεν νοείται καν* να υπάρχει.

❻ Πέραν όμως του εξειδικευμένου λεξιλογίου τους και συγκεκριμένων συνάψεων και εκφράσεων, που τις διαφοροποιούν από τη γενική γλώσσα, οι γλώσσες για ειδικούς σκοπούς, είτε τεχνικές είτε θεσμικές, προϋποθέτουν και μια αντίληψη του υποβάθρου που απαιτεί το εκάστοτε αντίστοιχο πεδίο· έτσι λοιπόν η μαθηματική γλώσσα δεν υπάρχει εν κενώ, εκτός, πέρα και ασύνδετη από μαθηματική σκέψη — η δε νομική γλώσσα έχει επιπρόσθετα κι ένα ακόμη στοιχείο: Πέρα απ’ το ότι η νομική γλώσσα χρησιμοποιείται για να περιγράψει νομικά φαινόμενα, τα οποία μάλιστα όχι μόνον τα ορίζει ο νομοθέτης αλλά μπορεί και να μεταβάλλει τον ορισμό τους, και τα οποία μόνο τη γλώσσα διαθέτουμε για να τα περιγράψουμε, συνοδεύεται στη νομική επιστήμη και από τη ratio legis, η οποία ουδέποτε είναι απλώς γλωσσική.

ΛΥΣΣΑ ΚΑΚΙÁ

ⓐ Με το που μπήκε προσφάτως στη συζήτηση της καθημερινότητας ο γάμος των ομοφύλων, παρατηρήθηκε ένα ισχυρό και συστηματικό κύμα διάδοσης της άποψης ότι «η λέξη ομόφυλος είναι λάθος», με ορισμένους μάλιστα να προσθέτουν ότι «το λέει κι ο Μπαμπινιώτης». Στην πραγματικότητα η λέξη ομόφυλος όχι μόνον *δεν* είναι λάθος, αλλά *δεν μπορεί* και να είναι λάθος — διότι οι λέξεις έχουν τη σημασία που εμείς τους δίνουμε, ακόμη και όταν είναι κατασκευασμένες κατά τρόπο που ίσως κυριολεκτικά να πήγαινε να δηλώσει κάτι άλλο [π.χ. βλ. τη λέξη δισεκατομμύριο, όπου αντί για δύο εκατομμύρια (ή έστω για ένα εκατομμύριο εκατομμύρια) που θα μπορούσε να είναι από τον τρόπο κατασκευής της, μεις ως ομιλητές έχουμε συμφωνήσει να την αντιλαμβανόμαστε πως δηλώνει τα χίλια εκατομμύρια]. Παρεμπιπτόντως ας σημειωθεί κι ότι ποτέ δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο για τη λέξη ομόφυλος ο κ. Μπαμπινιώτης — κι ας αναφέρει ο Μανώλης Κοττάκης στο σημείωμά του της 08/01/2024 με τίτλο «Ο εγωισμός δεν είναι πολιτική ατζέντα»: «ομόφυλος (λάθος κατά το λεξικό Μπαμπινιώτη)». Και κανείς απ’ όσους πιπιλάνε τη συγκεκριμένη καραμέλα δεν παρουσιάζει κάποιο τεκμήριο που να στηρίζει αυτό που λέει.

ⓑ Ακόμη όμως κι όσοι δεν κάνουν name dropping τον Μπαμπινιώτη στο συγκεκριμένο θέμα [και μπράβο του του ανθρώπου, που έχει καταφέρει μέσω self-branding να αναδειχθεί σε υπέρτατη αρχή κρίσεως ορθού-λάθους για την ελληνική, ώστε να τον επικαλούνται όσοι θέλουν να πλασάρουν οτιδήποτε, ακόμη κι αν δεν έχει ποτέ τοποθετηθεί σχετικά] προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι «η λέξη ομόφυλος δεν σημαίνει του ιδίου φύλου αλλά της ίδιας φυλής — αποκλειστικά και μόνον αυτό». Μάλιστα ορισμένοι, όπως ο Γιάννης Σιδέρης στο σημείωμά του της 14/01/2024 με τίτλο «Ένας γάμος γεμάτος γκρίνιες!» καταλήγει υστερογραφικώς: «Ας βοηθήσουν οι κ. γλωσσολόγοι. Τελευταία στην ειδησεογραφία κυριαρχεί η φράση “γάμος ομοφύλων”. Όμως ομόφυλοι είναι αυτοί που ανήκουν στην ίδια φυλή (π.χ. τσιγγάνοι).» Τι να βοηθήσουν όμως οι γλωσσολόγοι, κύριε Σιδέρη μας, αν ποτέ σας δεν έχετε ανοίξει σεις ένα λεξικό; [Και πράγματι, είναι αξιοσημείωτα θαυμαστό το πόσο πολύ μπορεί να οδηγήσει κάποιον η ιδεολογική τύφλωση να διακηρύττει και να διατρανώνει την άγνοιά του — όπως επίσης και το να θέλει κάποιος να θεωρείται επαγγελματίας τής γραφής και να μην χρησιμοποιεί το θεμελιωδέστερο εργαλείο τής τέχνης του, ένα λεξικό!]

ⓒ Εντωμεταξύ η λέξη ομόφυλος σημαίνει *ακριβώς* «του ιδίου φύλου», καθότι η αρχική σημασία τής λέξης φῦλον είναι «ομάδα, φυλή» [και όχι μόνον ανθρώπων] και κατόπιν έχουμε να δηλώνει το αρσενικό/θηλυκό γένος [σε Ησίοδο, Ξενοφώντα κ.ά.]· από την άλλη, ειδικά για τους ανθρώπους εννοιολογικά στενεύει για να δηλώσει στην αρχή τη συγκεκριμένη φυλή [έθνος, ράτσα] ανθρώπων, και κατόπιν τη γενιά [πατριά, φάρα] ανθρώπων με συγγένεια αίματος. Και φυσικά η, απολύτως εύλογη, λεκτική κατασκευή «ομόφυλος» δηλώνει αυτό ακριβώς· του ιδίου φύλου — κι άρα *και* όταν το φύλο αναφέρεται σε αρσενικό/θηλυκό. Η δε λέξη ομόφυλος, λόγω αυτού του σημασιακού εύρους, έχει κατά περίπτωση διαφορετικά αντώνυμα: «ετερόφυλος» όταν μιλάμε για φύλο, κι «αλλόφυλος» όταν μιλάμε για φυλή.

ⓓ Βέβαια η επόμενη γραμμή άμυνας είναι ότι δεν είχε αυτήν τη σημασία η λέξη ομόφυλος στην αρχαία ελληνική, ή ξερωγώ δεν απαντά με τέτοια έννοια στον Όμηρο ή στη Γραμμική Β. Επειδή τι λογική αντεπιχειρηματολογία να επικαλεστεί κανείς σε κάτι τόσο προφανέστατα έωλο [διότι δεν μπορεί κανείς να εννοεί στα σοβαρά πως οι λεκτικές σημασίες μένουν στατικές για χιλιετίες, και μόνον ό,τι παραδόθηκε μέχρι και την κλασική αρχαιότητα μετράει], απλώς στη δική του λογική ας τον αποκαλέσει κάποιος «διαβόητο συμμοριάρχη» και να δούμε αν θα του αρέσει [που ανάθεμά με κι αν γνωρίζει τις αρχαίες σημασίες] ή αν θα παρεξηγηθεί. Η συγκεκριμένη γραμμή άμυνας έχει και μια ελαφρώς διαφοροποιημένη εκδοχή, ότι και καλά τα σύγχρονα λεξικά έχουν λημματογραφήσει και τη σημασία «του ίδιου φύλου» καθ’ υπαγόρευση της «woke κουλτούρας», κι αν θέλουμε να βρούμε τις «γνήσιες κι άδολες» σημασίες [μάλλον τις αντρουά κι όχι τις «γυναικωτές», θέλουν να πουν] να συμβουλευόμαστε λεξικά «πριν το 1960». Τουλάχιστον αυτοί οι Δον Wokeώτες έκαναν αυτό που παρέλειψε να κάμει ο κ. Σιδέρης, ήτοι άνοιξαν και κάνα λεξικό — κι επειδή είδαν πως η εν λόγω σημασία λεξικογραφείται εδώ και πολλές δεκαετίες, απλώς πάνε τον πήχη αρκετά πίσω στη νεοελληνική ώστε να αποκλείσουν την ανεπιθύμητη γι’ αυτούς σημασία· όμως κι αυτό το, φαινομενικά διαφοροποιημένο, επιχείρημα διόλου βελτιωμένο ή εύλογο είναι, κι εξίσου γελοίο παραμένει: Τα λεξικά μέχρι και το πρώτο μισό τού 20ού αι. καταγράφουν πολλές λέξεις που είναι σήμερα πλήρως παρωχημένες και σε αχρησία [και φυσικά μπορούν να οδηγήσουν και σε παρεξηγήσεις· αποκαλέστε π.χ. «δουλικό» μια οικιακή βοηθό, αν θέλετε να κάμετε μια δοκιμή], έχουν δε τεράστιες ελλείψεις σε τρέχουσες σημασίες και λέξεις τής νεοελληνικής. Και φυσικά ούτε ο Δημητράκος ούτε ο Ζευγώλης (Πρωίας) λημματογραφούσαν με κάποια «woke ατζέντα» [τι άλλο θ’ ακούσουμε!].

ⓔ Υπάρχει όμως κάποιος λόγος γι’ αυτήν τη λύσσα; Το σκεπτικό πίσω απ’ αυτήν την ομοφυλολογία, λοιπόν, είναι ότι ντεμέκ επιχειρείται με τη χρήση τής λέξης ομόφυλος να σκεπαστεί η υποτιθέμενα «πραγματική» έννοια που ενυπάρχει, ήτοι της ομοφυλοφιλίας. Κι εδώ είναι σχεδόν σαν να τους βλέπει κανείς, με το ζόρι να κρατιούνται για να μην αρχίσουν να συμπληρώνουν και με χυδαίους χαρακτηρισμούς για τους ομοφυλόφιλους, κάνοντας ενδεχομένως και χαρακτηριστικές χειρονομίες· κι ακόμη κι όταν συγκρατούνται απ’ το να χυδαιολογήσουν, σπεύδουν περισπούδαστα να προσθέσουν πως η ομοφυλοφιλία καταγράφεται στις αρχικές πηγές [εννοώντας φυσικά του 19ου-20ού αι.· διότι εδώ βεβαίως όλως περιέργως επιλέγουν να λησμονήσουν τους αρχαίους ημών προγόνους] ως «διαστροφή» και ψυχιατρική νόσος. Παραλείπουν επίσης να πουν ότι πλήθος άλλες καταστάσεις αρχικώς προσεγγίστηκαν με λανθασμένο ή στρεβλό τρόπο, και στην πορεία η επιστήμη προχώρησε· ειδάλλως ακόμη θα λέγαμε ότι η υστερία είναι μια αμιγώς γυναικεία κατάσταση «λόγω της ύπαρξης μήτρας» [όπως άλλωστε είναι και η ετυμολογική προέλευση της λέξης]. Κι εντέλει κατά τον τρόπο που επικαλούνται τη λεξικογραφία το μόνο που αποδεικνύουν είναι ότι ουδόλως τους ενδιαφέρει η γλώσσα ή ό,τι άλλο, πέρα από αυτό που τους καίει πραγματικά: το να βγάλουν την απέχθειά τους ή/και το μίσος τους προς τους ομοφυλόφιλους.

ⓕ Εντωμεταξύ το αστείο είναι ότι η λέξη ομοφυλοφιλία αποτελεί τρανταχτή απόδειξη ακριβώς για *τα αντίθετα* απ’ όσα ισχυρίζονται, καθότι: (i) είναι κατασκευασμένος νεολογισμός, ο οποίος νοηματοδοτήθηκε με συγκεκριμένο περιεχόμενο, (ii) προήλθε από ανάγκη απόδοσης του γερμανικού Homosexualität [1868] αλλά επιλέχθηκε να κατασκευαστεί μια λέξη με αμιγώς ελληνικές ρίζες κι όχι ένα νόθο σύνθετο, ενισχύοντας έτσι τη διαφάνεια του νεολογισμού, και (iii) η κατασκευή «ομόφυλο(ς) + φιλία» αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η λέξη ομόφυλος φέρει κανονικότατα τη σημασία τού «ιδίου φύλου» — αλλιώς, αν ίσχυαν τα όσα ισχυρίζονται οι ομοφυλολογούντες, ομοφυλόφιλος θα ήταν όποιος έλκεται ερωτικά απ’ τη φάρα του. Αλλά, είπαμε· εδώ έχουμε μια κλασική περίπτωση όπου η λεξικογραφία εργαλειοποιείται εκ του πονηρού επειδή χρειάζεται έναν προσχηματικό φερετζέ ο μισαλλόδοξος κι ο ομοφοβικός — όχι επειδή υπάρχει ουσιώδες περιεχόμενο στους προβαλλόμενους ισχυρισμούς.

ⓖ Ναι, αλλά υπάρχει διαφορά μεταξύ ομόφυλου και ομοφυλόφιλου; Και γιατί να μην είναι εναλλακτά στη χρήση; Η απάντηση εδώ είναι πως είναι διαφορετικά, και δεν είναι εναλλακτά μεταξύ τους, διότι απλούστατα περιγράφουν διαφορετικά πράγματα: Ομόφυλος [με τη συγκεκριμένη σημασία, ως αντίθετο του «ετερόφυλος»] είναι ένα αντικειμενικό περιγραφικό στοιχείο, όταν το προσδιοριζόμενο αφορά άτομα του ίδιου φύλου· από την άλλη, ομοφυλόφιλος είναι συγκεκριμένος σεξουαλικός προσανατολισμός, όπου εκδηλώνεται ερωτική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου. Κι εδώ μπαίνει στη μέση η νομική γλώσσα: Ο νομοθέτης χρειάζεται να αναφερθεί σε διακρίσεις (ή μη) φύλου σε σχέση με μία νομική έννοια, επομένως ο προσδιορισμός που χρειάζεται είναι «ομόφυλος» (ή, σε αντίθετη περίπτωση, ετερόφυλος ή μη-ομόφυλος, ανάλογα). Μια έννομη τάξη μπορεί μεν κάλλιστα να ενδιαφέρεται για στοιχεία που ενυπάρχουν σε έναν γάμο [βλ. ενδεικτ. Ψήφισμα του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να θεσπισθούν όσον αφορά την καταπολέμηση των εικονικών γάμων, Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Οκτωβρίου 2017 σχετικά με την εξάλειψη των γάμων παιδιών, Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Ιουλίου 2018 σχετικά με την πορεία προς μια εξωτερική στρατηγική της ΕΕ για την εξάλειψη του πρώιμου και καταναγκαστικού γάμου], αλλά στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν είναι ένα στοιχείο που να το εξετάζει, κρίνει ή αναδεικνύει [κι εδώ που τα λέμε, δεν είναι *καθόλου* δουλειά της] — σε μια διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να καταγράφει και τους αμφιφυλόφιλους γάμους, τους μη-ομόφυλους γάμους ομοφυλόφιλων που γίνονται λόγω κοινωνικών συμβάσεων ή σχετικής πίεσης, ποιοι και ποιες ερχόμενοι εις γάμου κοινωνίαν είναι θηλυμανείς ή νυμφομανείς, τους γάμους όπου έχουμε συστηματική ανταλλαγή συντρόφων ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.

ⓗ Κι εδώ ακριβώς είναι που διαπράττει ένα ασύγγνωστο σφάλμα ο κ. Χαραλαμπάκης στο Χρηστικό Λεξικό: Αντί απλώς να παραθέσει τη σημασία τής λέξης ομόφυλος, ως οφείλει, προσθέτει και μία χρηστική παρατήρηση σημειώνοντας ότι η λέξη ομόφυλος χρησιμοποιείται «καταχρηστικά» για να δηλώσει τον ομοφυλόφιλο. Όμως ούτε οι ίδιοι οι ομοφυλόφιλοι έχουν πρόβλημα να πουν τα πράγματα με το όνομά τους, όταν και όποτε έχει νόημα, ούτε οι ομοφοβικοί θα πάνε ποτέ να καλύψουν τη λέξη ομοφυλόφιλος λέγοντας «ομόφυλος». Και τέλος, ούτε η γλώσσα τού νόμου αναφέρεται σε ομοφύλους επιχειρώντας να «συγκαλύψει» ξερωγώ την έννοια «ομοφυλόφιλος»· ο νομικός όρος «ομόφυλος» σημαίνει απλώς και μόνον «του ίδιου φύλου» και τίποτε άλλο — διότι δεν υπάρχει χώρος ή λόγος για οτιδήποτε άλλο. Επομένως κατά τη γνώμη μου η αδυναμία διάκρισης κατά την εν λόγω λεξικογράφηση μεταξύ τού αντικειμενικού χαρακτηριστικού «φύλο» και της σεξουαλικής προτίμησης είναι ένα ολίσθημα που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί.

Αρχική δημοσίευση: https://www.facebook.com/serafeim1/...HMeG32GPoSV1HVFeyTjur1hrhG7Qc3abQfm11FVy1cFal
 

nickel

Administrator
Staff member
Υποδειγματική παρουσίαση! Πολλαπλά χρήσιμη.
 

nickel

Administrator
Staff member

skol

Active member
Μήπως αυτή η χρηστική παρατήρηση θα ήταν χρήσιμη αντίθετα στο λήμμα «ομοφυλόφιλος», ακριβώς επειδή οι ομοφοβικοί (ή και πολλοί από άγνοια) τη χρησιμοποιούν καταχρηστικά εκεί που θα έπρεπε (θα ήταν πιο ακριβές) να πουν «ομόφυλος»;
Μου φαίνεται πιο λογικό αυτό, σε βαθμό να πιστεύω ότι έγινε κάποιο μπέρδεμα στο λεξικό και η παρατήρηση πήγε στο λάθος λήμμα!
 
Δικηγόρος διαβόλου mode: εγώ θα συγχωρούσα τον Χαραλαμπάκη, με το σκεπτικό ότι ίσως σκόπευε ακριβώς να διαλύσει την παρανόηση, να πει εμμέσως πλην σαφώς "παιδιά, άλλο ομόφυλος, άλλο ομοφυλόφιλος, κι όταν λέτε το ένα εννοώντας το άλλο, κάνετε λάθος". Μια σκέψη κάνω. Παρόλ' αυτά βέβαια, ως λεξικογράφος, άλλα όφειλε να κάνει κι όχι αυτό. Το σωστό να λέγεται.
 
Top