Μούφες: Σκότες, μανσέτες και παραμύθια
«Άντε, λοιπόν! Όλη τη Μάγχη αποφάσισες να κολυμπήσεις σήμερα;», μου φώναξε από τη βεράντα του ο κυρ-Στέλιος μόλις με είδε να γυρίζω από το πρωινό μου μπανάκι --γιατί, δεν νομίζω να το είπα, αλλά οι συζητήσεις αυτές γίνονται παρά θιν' αλός, άντε λίγο παραμέσα, στον αττικό παραθεριστικό οικισμό όπου βρισκόμαστε.
«Βάλε τον καφέ κι έρχομαι!»
Λίγα (σχετικό είναι αυτό) λεπτά αργότερα, ανέβαινα στη βεράντα με το λαπιτόπι ανά χείρας.
«Τι το 'φερες κι αυτό, για να με παραμυθιάσεις με τις μούφες σου καλύτερα;», κορόιδεψε ο κυρ-Στέλιος.
«Μπα, για να μην μπερδευτώ με τις υπόλοιπες μούφες που θέλω να σου δείξω πρώτα. Αλλά κυρίως, για να σου δείξω μια υπέροχη εικόνα μούφας σωληνώσεων, από την ποδηλατοποιία, που βρήκα σε ένα από αυτά το παλιά γερμανικά λεξικά που με ξελασπώνουν κάθε τόσο.»
«Που ποιος ξέρει πώς την λένε στα ελληνικά, αφού ως γνωστόν εδώ δεν είμαστε ικανοί ούτε ποδήλατο να φτιάξουμε...»
«Μην το λες, τουλάχιστον συναρμολογούμε», του απάντησα και του έδειξα τη μούφα ποδηλάτων που είχα εντοπίσει (λεξικό Meyers, 1905).
«Πάμε λοιπόν στις μούφες ίσον παραμύθια, σαν αυτή που μας έλεγε ο άλλος την προηγούμενη εβδομάδα για τη σύνταξη του αρχηγού του στόλου;»
«Μισό λεπτό, να σου δείξω πρώτα κάνα-δυο άλλες μούφες που βρήκα στο ψάξιμο.»
Το πρώτο εύρημα είναι από άρθρο του Κώστα Καραποτόσογλου από τα
Ελληνικά, τ.55, έκδοση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών για τα
Γλωσσικά της Μυκόνου, όπου εξετάζει υλικό από το
Ιστορικό λεξικό του μυκονιάτικου ιδιώματος, έργο του Στ. Μάνεση, και το
Χρηστικό λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου, έργο του Π. Κουσουθανά. Όλο το άρθρο σε pdf εδώ:
http://media.ems.gr/ekdoseis/ellinika/Ellinika_55_1/ekd_peel_55_1_Karapotosoglou.pdf
Εκεί, σε έναν κατάλογο με λέξεις μυκονιάτικες, έχουμε:
Η λ. μούφα, η, προσδιορίζεται ως σκόdα, το σκοινί που δένομε το πανί στη μάπα, το χαλκά της κουπαστής ή μούφα βιδωτή, ενώ στην τεχνική νεοελληνική ορολογία ορίζεται [Ι. Χαραλάμπης, Τεχνικόν και γενικόν αγγλοελληνικόν και ελληνοαγγλικόν λεξικόν, Αθήναι, χ.χ. σ.242] ως: pipe-coupling (=σύνδεσμος σωλήνων), pipe-union (= ένωση σωλήνων, ρακόρ) και προέρχεται από το αγγλικό muff = χιτώνιον, μανσόν, μανίκι, muff-coupling = ζεύξις δια χιτωνίου, σύνδεσμος μανσόν, πρβ. Και το ιταλ. mùffola = muffle, mùffola di giunzione = junction box (= κιβώτιο διανομής, κιβώτιο συνδεσμολογίας).
Η
σκόdα στην πρώτη ερμηνεία είναι, βέβαια, η γνωστή στη ναυτική ορολογία
σκότα (από ιταλ.
scotta, στα αγγλικά
sheet). Θα είχε ενδιαφέρον να ερευνήσει κανείς πώς εμφανίστηκε και επικράτησε στη Μύκονο αυτή η εκδοχή. Πιθανότερο φαίνεται από το ιταλικό
mùffola, αλλά γεννιέται το ερώτημα γιατί ειδικά εκεί δεν επικράτησε η
scotta.
Όσο για την ερμηνεία από αγγλική προέλευση, νομίζω ότι ούτε εδώ βρίσκω την απάντηση στο πότε, πώς και γιατί. Ότι ένα αγγλοελληνικό τεχνικό λεξικό προκρίνει την ερμηνεία από τον αγγλικό όρο, ιδιαίτερα όταν κυκλοφορεί σε εποχή που δεν υπάρχουν τα σύγχρονα μεγάλα γενικά λεξικά, δεν μου φαίνεται περίεργο.
Η επόμενη αναφορά που βρήκα για μούφες είναι στο
Λεξικό της ελληνικής αργκό του 1999 (Β΄ μέρος), που δίνει:
μούφα = (α) καλό ταίριασμα. Από τη μούφα, την ελαστική κορδέλα που μπαίνει σε διάφορες συναρμολογήσεις στις μηχανές και στα αυτοκίνητα. Στα ιταλικά λένε μούφα το φαρδύ μέρος από τα δύο μπουριά που συναρμολογούνται. β) η ψευδεπίγραφη υπόθεση, η μαϊμού. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός υπόθεσης ή προσώπου.
Διάλειμμα για βαθιά ανάσα. Ξανακοιτάζουμε τον πρώτο ορισμό. Η μούφα,
ελαστική κορδέλα (άσε το
καλό ταίριασμα); Μα δεν λέμε
μανσέτες αυτά τα εύκαμπτα συνδετικά; Από το
μανσόν (γαλλ.
manchon), το κυλινδρικό κάλυμμα των χεριών που φορούσαν οι κυρίες για να ζεσταίνουν τα χέρια τους;
Ναι, από το ίδιο μανσόν που ονομάζεται στα αγγλικά (και στα γερμανκά!)
muff!
Και
«στα ιταλικά λένε μούφα το φαρδύ μέρος από τα δύο μπουριά που συναρμολογούνται»; Δεν μπορώ να το αμφισβητήσω, αλλά εγώ βρίσκω
muffa στα ιταλικά τη μούχλα. Περίεργο και ενδιαφέρον. (
wiki,
εικόνες).
Αυτό που όμως μας ενδιαφέρει περισσότερο από το λήμμα σε αυτό το λεξικό είναι ο δεύτερος ορισμός:
η ψευδεπίγραφη υπόθεση, η μαϊμού. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός υπόθεσης ή προσώπου
Είναι η μούφα που έχει γεμίσει τον γκούγκλη. Δεν το πιστεύετε; Ορίστε, μια αναζήτηση για
μούφα OR μούφες:
Τα αποτελέσματα ξεπερνάνε το εκατομμύριο (γκουγκλοεκατομμύριο, έστω). Τι είναι η Ελλάδα; Ο παράδεισος των υδραυλικών; Η χώρα των άξιων επιγόνων του Ευπαλίνου, του Αρχιμήδη, του Ήρωνα του Αλεξανδρινού; Φυσικά και όχι.
Το πολύ μεγάλο μέρος από αυτό το εκατομμύριο (ή όσο είναι, τέλος πάντων, άντε να βγάλεις άκρη με τον γκούγκλη) δεν έχει σχέση με μηχανολογικά. Είναι άρθρα που χρησιμοποιούν τη λέξη μούφα με τη δεύτερη σημασία του
Λεξικού της αργκό. Ή περίπου με τη σημασία αυτή. Επειδή, καταπώς φαίνεται, άλλοι ιστότοποι δίνουν διαφορετικούς, αν και παρεμφερείς ορισμούς. Π.χ., το
slang.gr δίνει:
μούφα: Μάπα, πίπα, κόφα, κακής ποιότητας, κακών προδιαγραφών, κακής αποτελεσματικότητας. Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.
Άλλη ποικιλία σε σχετικό
ποστ στο Φέισμπουκ.
Νομίζω όμως ότι, γενικά, μπορούμε να συμφωνήσουμε και να συνοψίσουμε τη συγκεκριμένη σημασία της μούφας σε κάτι το ψεύτικο, το πλαστό, το δήθεν· σε μια υπόθεση που μυρίζει άσχημα ή μοιάζει παραμυθένια,
μουσαντένια.
Λοιπόν: Το πιο εντυπωσιακό είναι (αν και θα έπρεπε να το υποψιαστούμε και από τη χαλαρότητα στον ορισμό και από το ότι μια λέξη της τρέχουσας καθημερινότητας συμπεριλαμβανόταν ακόμη και το 1999 μόνο σε λεξικό της αργκό) ότι η λέξη, με αυτή τη σημασία της είναι φρέσκια. Δεν το πιστεύετε; Ορίστε τι απομένει από το ένα εκατομμύριο γκουγκλοευρήματα όταν σταματήσουμε την αναζήτηση
δέκα χρόνια πριν από σήμερα:
Ελάχιστα ευρήματα με τη σημασία αυτή, ουσιαστικά από το 2002 και μετά. (Κάποια που μοιάζουν παλιά, δεν είναι. Θέλει προσοχή!) Η λέξη με αυτή τη σημασία δεν πρέπει να είναι παλιότερη από τη δεκαετία του 1990.
Υπάρχει όμως και άλλο ωραίο. Από πού προήλθε αυτή η σημασία της μούφας; Άγνωστο. Συνήθως, η προέλευση των λέξεων της αργκό μπορεί να εντοπιστεί. Εδώ όχι. Τουλάχιστον δεν τα κατάφερα εγώ και μόνο υποθέσεις μπόρεσα να κάνω, οπότε τις συγκέντρωσα εδώ (χωρίς αξιολογική σειρά, στην τύχη) και περιμένω σχόλια, εμπνεύσεις και νέα ευρήματα:
(α) από τα φούμαρα > φούμες («μάσες, ξάπλες, φούμες») > μούφες
(β) από το μούσι, «βελτιωτικά»: μούσι λέει η παλιά γενιά, μούφα η σημερινή
(γ) από το ηχομιμητικό «μουφ, μουφ» της μυρωδιάς. Ο Ευγ. Τριβιζάς γράφει, π.χ., στα
Τρία μικρά λυκάκια, 1993 (όπου ο Ρούνι-Ρούνι, το ύπουλο κακό γουρούνι φυσάει και ξεφυσάει για να γκρεμίσει το σπίτι που μένουν τα τρία λυκάκια):
Μουφ, μουφ!! μύριζε και μουφ-μουφ-μουφ ξαναμύριζε...
(δ) από το ιταλικό muffa = μούχλα που είδαμε, ίσως μέσω Επτανήσων (όπου όμως, καταπώς φαίνεται δεν χρησιμοποιείται) ή Ελλήνων φοιτητών ή ξέρω γω πώς
(ε) από συνδυασμούς των προηγουμένων: π.χ. Ο μάγκας υδραυλικός ακούει τον Ιταλό τουρίστα να διαμαρτύρεται για μούχλα: «Muffa, muffa!» και του απαντάει «Τι μούφες ρε και παραμύθια, εδώ έχουμε πλαστικούς σωλήνες!» (Θυμίζω: λαδί χρώμα = κάνουμε πλάκα!)
«Τι, αυτό ήταν όλο;», με ρώτησε ο κυρ-Στέλιος. «Έτσι, χωρίς “δια ταύτα” θα καθαρίσεις νομίζεις;»
«Και τι να κάνω κυρ-Στέλιο; Αυτά βρήκα, αυτά σου είπα. Θα έρθουν άλλοι, καλύτεροι, και θα δώσουν καλύτερες απαντήσεις --αν υπάρχουν και αν τις βρουν. Κι εγώ θα περιμένω. Άντε και μεσημέριασε...»