Βλέπω ότι η συζήτηση άνοιξε σε περισσότερα θέματα· το φοβόμουν αυτό, αλλά απ’ την άλλη εγώ το προκάλεσα εν μέρει, οπότε ας μην παραπονιέμαι. Ομολογώ ότι απάντησα πολύ στενά στις ερωτήσεις του Δόκτορα, έτσι όπως τις εξέλαβα στη διατύπωσή τους: (α) πώς μεταφράζεται το «of» του Γουλιέλμου και (β) αν το γαλλικό «ντε» και το γερμανικό «φον» αρμόζει να μεταφράζονται κι αυτά κατά την ίδια λογική. Και υποστήριξα ότι, αν μεν ο περί ου ο λόγος είναι «δεσπότης του», θα πούμε «του», αν είναι καταγόμενος «από το», θα πούμε «από το». Ποια όμως είναι η λογική; Υπάρχει σταθερή πρακτική στο θέμα αυτό που να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις; Η παρέμβαση του Νίκελ με επαναφέρει (και δίκαια, ως συνήθως) στην τάξη. Όχι, σταθερή πρακτική δεν βλέπω να υπάρχει, και ούτε μπορεί να ισχύει για όλο το χρονικό εύρος από Μεσαίωνα μέχρι σήμερα. Επικαλέστηκα --ελλειπτικά-- «τους παλαιούς» εννοώντας ότι όποτε ήθελαν να κάνουν τη διάκριση αυτή δεν δίσταζαν διόλου, έλεγαν «ο εκ τάδε», όπως παρότρυνα και τον Δόκτορα να κάνει.
Ας γίνω αναλυτικότερος και ας δώσω ένα παράδειγμα «παλαιού»: ξεφυλλίζω εντελώς πρόχειρα την
Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι του William Miller, σε μετάφραση Σπυρίδωνος Λάμπρου, και βλέπω αίφνης να αναφέρονται ο
Βενιαμίν ο εκ Τουδέλης και ο
Φίλιππος Α΄ ο εκ Κουρτεναίης και ο
Λεονάρδος ο εξ Ουηρόλου. Πολύ περισσότερο αισθητή είναι η επιμονή του Λάμπρου να χρησιμοποιεί --όπου μπορεί-- εθνικά: Φίλιππον τον Σαβαυδικόν (αλλού λέει: τον κόμιτα της Σαβαυδίας Φίλιππον), ο Ταραντίνος Φίλιππος, Κάρολος ο Ανδηγαυικός (και Φίλιππος ο Ανδηγαυικός), Γυιβέρτος Β΄ ο Ουηρωναίος,
Ούγων ο Βριέννιος. Όταν από την άλλη πρόκειται για τοπωνύμιο σχετικά άγνωστο στο ελληνικό κοινό, δεν διστάζει να τα αφήσει αμετάφραστα: Αγνή de Cicon, Ούγων de Sully, Ιωάννης de Cléry, Ιωάννης de lo Cavo, Γοδεφρείδος de Bruyères, και πολλά παρόμοια. Τα ίδια και άλλος παλιός, ο Καιροφύλας (
Ιστορία των Αθηνών υπό τους Βυζαντινούς και τους Φράγκους, 1933): Κάρολος της Ανδεγαυΐας, Φίλιππος της Σαβοΐας, Φίλιππος του Τάραντος, αλλά και Βονιφάτιος ο Βερονέζος και ο γνωστότερος
Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός και η Ειρήνη η Μομφερρατική…
Τέλος πάντων, για να μπει κάπου ένα όριο, λελογισμένα, ας πούμε το εξής: ότι θα προσέχουμε να μη λέμε κάποιον "του τάδε" όταν πρόκειται για μη ευγενή και όταν ταυτόχρονα υπάρχει για την εν λόγω περιοχή ή πόλη κάποιος δεσπότης. Δηλαδή ας μην αποκαλούμε κάποιον παρακατιανό "του Λουξεμβούργου" εφόσον υπάρχει ο δούκας του Λουξεμβούργου.
Τώρα, για να προλάβω τις αντιδράσεις, πώς γίνεται να λέμε "η παρθένος της Ορλεάνης" ή "της Λορένης"; (το γράφω όπως αρέσει στον Νίκελ). Χμμ... ας πούμε εδώ ότι η φράση έχει πάρει κάτι από κτητική έννοια, είναι κάτι σαν το "λάβαρο", τον "πολιούχο", το "παλλάδιο" της πόλης.
Η παρέμβαση του Ρογέριου είναι σωτήρια, μια και επισημαίνει ότι ο Γουλιέλμος για χάρη του οποίου άρχισε η κουβέντα δεν ήταν «από το Ν.» αλλά από τη Μονή του Ν., κι έτσι αβίαστα θα τον πούμε «του», όπως ακριβώς αποκαλούμε φερειπείν τον
Θεοφάνη του Μεγάλου Αγρού (της Μονής δηλαδή του Μ.Α., σημειώστε από την άλλη, έτσι ως απλή γνώση, ότι οι μοναχοί στον ορθόδοξο κόσμο αποκαλούνται με ιδιότυπο «εθνικό», προερχόμενο από το όνομα της μονής τους: Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, ο Ξηροποταμηνός, ο Ιβηρίτης, ο Διονυσιάτης, ο Φιλανθρωπηνός).
Άλλου βεληνεκούς είναι η αναρώτηση του Δόκτορα τι γίνεται με όλα αυτά τα de, of και von που καταλήγουν αναπόσπαστο μέρος του ονόματος. Στην περίπτωση αυτή όσο απομακρυνόμαστε από τα αρχαϊκότερα και πλησιάζουμε προς τους Νεότερους Χρόνους τόσο αρμόζει να αφήνουμε αυτά τα λεξίδια αμετάφραστα. Δεν πέρασε κανενός από το μυαλό να μεταφράσει τον Ντε Γκωλ ούτε τον Ντε Λατρ ντε Τασινύ ούτε τον Φον ντερ Γκολτς. Αλλά διαχωριστική γραμμή πού να βρεθεί; Κατά περίπτωση κι εδώ, όπως σχεδόν παντού… (Στην πραγματικότητα, όπως φαίνεται και από τα παραδείγματα του Λάμπρου, τα πράγματα είναι λίγο πολύ σταθερά ήδη από τον όψιμο Μεσαίωνα).
Επιπλέον προσοχή στο εξής όσον αφορά τους «φον»: οι κατατασσόμενοι ως αξιωματικοί στον πρωσικό, και αργότερα στον γερμανικό, στρατό αποκτούσαν αυτόματα το δικαίωμα να προσθέσουν το «φον» στο επώνυμο τους, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση. Βάλτε δηλαδή κι αυτούς δίπλα στους αστούς εμπόρους της Βόρειας Γερμανίας.
Παράπλευρο θέμα, τώρα, ο εξελληνισμός των ονομάτων. Διαχωριστική γραμμή ζητά ο Νίκελ, που να εφαρμόζεται τυφλοσουρτηδόν
(ωραίο επίρρημα, το έμαθα πρόσφατα και υπόσχομαι να απαντήσω) αλλά τέτοιο «ου δοθήσεται ημίν». Κι εδώ φοβάμαι πως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε παρά περιπτωσιολογικά. Ό,τι ισχύει είναι η «μακροχρόνια, αδιάκοπη και ομοιόμορφη εφαρμογή» που έχει επικρατήσει. Που και αυτή έχει τις μόδες της και τις ακρότητές της (την σήμερον ημέραν δεν θα πούμε Γοίθιος ούτε Σνεϊδέριος, αλλά θα πούμε Έγελος και Καρτέσιος). Το μόνο που θα μπορούσα να προσφέρω στη συζήτηση είναι να υποβάλω στην κρίση σας έναν κατάλογο περιπτώσεων, που τον έχω συντάξει εκ του προχείρου, σαν για δικό μου παιχνίδι, για να μαζέψω αντιδράσεις …
Υ.Γ. Δεν συμφωνώ με την άποψη του rogne ότι
καλό είναι ν' αποφεύγεται ο εξελληνισμός των ονομάτων. Δεν μιλάμε εδώ για σύγχρονους, μιλάμε για ιστορικά πρόσωπα και δεν είμαστε οι πρώτοι που επιχειρούν μεταφορά γνώσης στα ελληνικά. Σε πολλά πράγματα έχουμε μια παράδοση πίσω μας. Γιατί να της γυρίσουμε την πλάτη;