Μια απορία.
Αν, για παράδειγμα, το "ισλαμοτρόπος" τονιζόταν στην προπαραλήγουσα (δλδ. ισλαμότροπος) θα άλλαζε η σημασία του; Η μήπως υπάρχει κάποια αυθεραισία ως προς τον τονισμό σε τέτοιες περιπτώσεις.
Θα ήμουν ευγνώμων σε όποιον/όποια έχει τη διάθεση να απαντήσει.
Συνήθως στη σύνθεση –αφήνοντας κατά μέρος όσα προσδιορίζουν τον τρόπο κάποιου, π.χ. καλότροπος, κακότροπος κ.τ.ό.– αυτό που προκύπτει με το άτονο -τροπος σημαίνει αυτό που μοιάζει με το πρώτο συνθετικό, που έχει παρόμοιο τρόπο (π.χ. δυτικότροπος, ελληνότροπος, κλασικότροπος, λαϊκότροπος, αρχαιότροπος, ξενότροπος, θηλύτροπος, κακουργότροπος, θηριότροπος, χοιρότροπος, κ.ά.), επομένως ο ισλαμότροπος θα ήταν εκείνος που μοιάζει με το ισλάμ ή έχει παρόμοιο τρόπο, ενώ με το τονισμένο -τρόπος σημαίνει εκείνο που τρέπει, που επηρεάζει το πρώτο συνθετικό (π.χ. ψυχοτρόπος, θυρεοειδοτρόπος/θυρεοτρόπος) ή τρέπεται/στρέφεται προς αυτό (θεοτρόπος, ηλιοτρόπος), άρα ο ισλαμοτρόπος εκείνος που επηρεάζει το ισλάμ ή στρέφεται προς αυτό. Δεν είναι απόλυτα όμως αυτά, π.χ. παλίντροπος είναι (ήταν) αυτός που στρέφεται προς τα πίσω.
Στην προκείμενη περίπτωση ίσως στέκουν και τα δύο, καί μοιάζει καί στρέφεται προς.
Και κάπου τα έχω ξαναγράψει αυτά στη Λεξιλογία, αλλά δεν θυμάμαι ούτε βρίσκω πού.
Μόνο μια παρόμοια αναφορά στο νήμα ψυχότροπα ή ψυχοτρόπα;
Last edited: