Λιπόσαρκος = που του λείπει κρέας, αδύνατος· ισχνός: Λιπόσαρκο σώμα / πρόσωπο.[λόγ. < αρχ. λιπόσαρκος]
Σήμερα διάβασα σε ποστ κάποιου στο Facebook:
Ναι, καλοθρεμμένοι, καλοζωισμένοι, μακάριοι, σαν τους χοίρους της Κίρκης, τους τόσο εθισμένους στη ζωή στο χοιροστάσιο που ούτε καν που τους περνάει απ' το μυαλό ότι ζουν σε χοιροστάσιο, τους αρκεί να κυλιούνται λιπόσαρκοι μέσα στις ίδιες τους τις αφοδεύσεις αισθανόμενοι ευγνωμοσύνη για τα υπολείμματα τροφής που τους πετάει πού και πού το στοργικό χεράκι της.
Και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι κάποιοι μεταξύ μας νομίζουν ότι "λιπόσαρκος" σημαίνει χοντρός. Άλλη μια περίπτωση δηλαδή όπως του "ευάριθμου" και παρομοίων παρεξηγήσεων. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν. Δείτε αυτό, που για να μην έχουμε καμιά αμφιβολία, συνοδεύεται και από την ανάλογη φωτογραφία:
Σήμερα διάβασα σε ποστ κάποιου στο Facebook:
Ναι, καλοθρεμμένοι, καλοζωισμένοι, μακάριοι, σαν τους χοίρους της Κίρκης, τους τόσο εθισμένους στη ζωή στο χοιροστάσιο που ούτε καν που τους περνάει απ' το μυαλό ότι ζουν σε χοιροστάσιο, τους αρκεί να κυλιούνται λιπόσαρκοι μέσα στις ίδιες τους τις αφοδεύσεις αισθανόμενοι ευγνωμοσύνη για τα υπολείμματα τροφής που τους πετάει πού και πού το στοργικό χεράκι της.
Και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι κάποιοι μεταξύ μας νομίζουν ότι "λιπόσαρκος" σημαίνει χοντρός. Άλλη μια περίπτωση δηλαδή όπως του "ευάριθμου" και παρομοίων παρεξηγήσεων. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν. Δείτε αυτό, που για να μην έχουμε καμιά αμφιβολία, συνοδεύεται και από την ανάλογη φωτογραφία: