Λεξιπλασίες (Nonce words)

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
νεοάφραγκος -η -ο (επίθ) Μέλος της συνομοταξίας των άτυχων συμπολιτών μας που ενώ διατηρούν κάποια τεκμήρια πρότερης ευμάρειας, δεν έχουν πλέον το αντίστοιχο οικονομικό επίπεδο για να τα συντηρούν με αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε συμπεριφορές που υπογραμμίζουν ότι όχι μόνο η λέξη φιλότιμο δεν υπάρχει μόνο στα ελληνικά, αλλά έχει αρχίσει και να εξαφανίζεται από αυτά.

--Και που λες, ακούω το γκουπ εκεί που παρκάριζε η τζιπούρα, φωνάζω: «Τι έγινε;» και μου απαντάει η τύπισσα: «Τίποτε, η ρόδα μας.» Περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο και πλησιάζω για να δω, οπότε μπαίνει στην τζιπούρα, ξεπαρκάρει και φεύγει σπινάροντας. Κοιτάω, μου έκανε μια λακούβα δέκα πόντους στο καπό. «Α, ρε νεοάφραγκη», σκέφτομαι, «για ανασφάλιστη είσαι, για άφραγκη και δεν έχεις ούτε τα φαναρτζίδικα. Πούλησες και το φιλότιμο κοψοχρονιά...»

(Το περιστατικό είναι αληθινό και φρεσκότατο. Σπαρταράει σαν τσιπούρα.)


Επίσης: νεοαφραγκάτος -η -ο: Χτες καλωσορίσαμε τον τέως μεγαλοτραπεζίτη στους νεοαφραγκάτους.
 

Zazula

Administrator
Staff member
οιδήμων = ο ειδήμων που σου τα πρήζει με τις γνώσεις του [οίδ(ημα) + (ειδ)ήμων]
 

nickel

Administrator
Staff member
λιστοφύλακας (ο) ο φύλακας μιας λίστας, ιδ. της λίστας Λαγκάρντ.

Πρόκειται για πρωτολογισμό που είδαμε σε σχόλιο του Γ. Παπαχρήστου στα Νέα:

Οι τρεις λιστοφύλακες
Η πολιτική, οι πολιτικοί και ο θαυμαστός μικρόκοσμος που τους περιβάλλει, είναι όλα τα προηγούμενα, γι' αυτό και εγώ θα πάω σε κάτι πιο πρακτικό, που έχει πολλά λεφτά και μπόλικο παρασκήνιο. Στη λίστα Λαγκάρντ. Η οποία έφτασε στην Ελλάδα συνοδεία τριών... λιστοφυλάκων!
— Μα γιατί στείλατε τρεις; ρώτησα χθες το βράδυ τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα.
— Για την αποφυγή οιασδήποτε παρεξήγησης, μου απάντησε αμέσως.
— Δηλαδή, για να το φανταστώ, παρουσιάστηκαν τρεις στο υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας και είπαν "γεια σας ήρθαμε να πάρουμε τη λίστα", και κάποιος τους έδωσε ένα σιντί, το οποίο στη συνέχεια το κρατούσε ένας και οι άλλοι δύο τον πήγαιναν αγκαζέ μη χαθεί; ρώτησα γελώντας.
— Δεν ξέρω πώς ακριβώς έγινε, αλλά όντως τρεις πήγαν, ένας από εμάς, ένας από το ΣΔΟΕ και ένας από τους βοηθούς του οικονομικού εισαγγελέα.


Πληροφορίες ότι τη λίστα την υποδεχτήκαμε στην Αθήνα με τιμές αρχηγού κράτους θεωρούνται ανακριβείς.

Με την ευκαιρία: το μυθιστόρημα του Σάλιντζερ είναι Ο φύλακας στη σίκαλη και όχι Ο φύλακας της σίκαλης.
 

pidyo

New member
Επειδή πολύς λόγος για Ηρώδη γίνεται και θυμήθηκα τον γιο μου :p, δανείζομαι δυο παλιότερες λεξιπλασίες του, προσθέτοντάς τους σημαινόμενο. Για κάποιον λόγο, δεν μπορούσε να πει τη λέξη υαλοκαθαριστήρες. Μεταξύ άλλων λοιπόν τους είχε αποκαλέσει:

αλληλοκαθαριστήρες: διαπλεκόμενοι παράγοντες (το 'να χέρι νίβει τ' άλλο)

αϋλοκαθαριστήρες: υαλοκαθαριστήρες σε αυτοκίνητο με σπασμένο παρμπρίζ.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
βαρβατόμουρο, το Μικρό και σπάνιο είδος μούρων, από το απόσταγμα του οποίου κατασκευάζονται πολύχρωμα χαπάκια ειδικής χρήσης.
 

SBE

¥
εικονογράφηση
4956.10637.pillsMulticolor_large.jpg

και ιδού το φυτό
dep_6166394-Medical-Pill-Tree.jpg
 

nickel

Administrator
Staff member
(Ούτε καν πρωτολογισμός, αλλά κάπου θέλω να το χώσω. Καλημέρα.)

χιονοπασπάλισμα το η κάλυψη μιας περιοχής με ελαφρό στρώμα χιονιού: Το σωστό χιονοπασπάλισμα σκεπάζει τις στέγες και την πρασινάδα και αφήνει ακάλυπτους τους δρόμους και τις σκάλες.
 

daeman

Administrator
Staff member
«Σήμερα χιόνισε εδώ, αλλά δεν το 'στρωσε καλά. Πασπάλι ήτανε.» Αλήθεια.

Καλημέρα, χιονοπασπαλισμένη.
 
αυτονήμηση: η αυτονόμηση ενός νήματος στη Λεξιλογία και άλλα ευαγή φόρα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Μετά τη φωνηεντιάδα και τη στικακιάδα, ήταν αναπόφευκτο η πλούσια φιλολογία για τη βίλα Αμαλία να μας δώσει την... Αμαλιάδα!
http://www.tanea.gr/proektaseis/?aid=4781894

Παρέμπ, η πόλη Αμαλιάδα προήλθε από την ένωση (το 1885) δύο χωριών, των Καλίτσα και Δερβή Τσελεπή, και πήρε την ονομασία Αμαλιάς προς τιμήν της βασίλισσας Αμαλίας.
http://www.amaliada.gr/Default.aspx?tabid=301&language=en-US
 

nickel

Administrator
Staff member
ωτοθωπευτής (ο) = αυτός που χαϊδεύει τα αφτιά των ακροατών του, συνήθως του πολιτικού ακροατηρίου του

Ο όρος δεν είναι πρωτολογισμός, αλλά είναι χρήσιμος. Τον βρήκα σε άρθρο του Θ. Διαμαντόπουλου στα Νέα:

Δημαγωγός, λαϊκιστής, «ωτοθωπευτής», απευθυνόταν πάντα στο βουλητικό και όχι στη λογική των εκλογέων.
http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4788037
 

daeman

Administrator
Staff member
...
γιουροβιζιονιστής = ο θιασώτης του διαγωνισμού της Eurovision

(ούτε δική μου ούτε φρέσκια λεξιπλασία: έχει ήδη 15 γκουγκλιές, μεταξύ αυτών στα Νέα και στην Καθημερινή το 2010, και σε σχόλιο στο Σαραντάκειο)


γιουρεβιζιονιστής = ο θιασώτης του διαγωνισμού της Eurovision, with a twist*, με έναν αναθεωρητισμό, μια αλλαγή οράματος: (μουσ.) η τάση ορισμένων γιουροβιζιονιστών προς αναθεώρηση της αγωνιστικής τακτικής· γιουροβιζιαναθεωρητισμός (ανάθεμά το για τρένο): Tον διέγραψαν από τα προκριματικά του διαγωνισμού ως οπαδό του σύγχρονου γιουρεβιζιονισμού και προδότη του αληθινού γιουροβιζιονισμού.

* and a shout, let it all hang out, alcohol is free, what's all that about?
 
αγιουροβιζιόνιστος: ο στερούμενος στοιχειώδους παιδείας περί την Γιουροβίζιον και ουδόλως ενδιαφερόμενος να αποκτήσει. Είμαστ' εμείς οι αγιουροβιζιόνιστοι γιούχα και πάλε γιούχα των γιουροβιζιονιστών.
 

daeman

Administrator
Staff member
αγιουροβιζιόνιστος: ο στερούμενος στοιχειώδους παιδείας περί την Γιουροβίζιον και ουδόλως ενδιαφερόμενος να αποκτήσει. Είμαστ' εμείς οι αγιουροβιζιόνιστοι γιούχα και πάλε γιούχα των γιουροβιζιονιστών.

αγιουροβίζωτος = ο περί Γιουροβίζιον αστοιχείωτος | ο της Γιουροβίζιον αρνητής

αγουροβιζιονιστής = ο πρώιμος, άμαθος γιουροβιζιονιστής

αγουρεβιζιονιστής = ο άρτι αναθεωρήσας
 
αγιουροβίζωτος = ο περί Γιουροβίζιον αστοιχείωτος | ο της Γιουροβίζιον αρνητής
Δαεμάνε, κινδυνεύουμε από ομοηχίες.
γιουροβύζωτος: 1. ο αποκτών πρόσβαση σε γυναικείο στήθος επί χρήμασι. 2. (επί θηλυκού) η έχουσα προβεί σε σιλικονική ενίσχυση στήθους.
αγιουροβύζωτος: 1. ο μη έχων ανάγκη από ευρώ για την ως άνω πρόσβαση. 2. ο μη διαθέτων ούτε ευρώ ούτε πρόσβαση.
 

daeman

Administrator
Staff member

Give me back my bullets breasts... :p

Δαεμάνε, κινδυνεύουμε από ομοηχίες.
γιουροβύζωτος: 1. ο αποκτών πρόσβαση σε γυναικείο στήθος επί χρήμασι. 2. (επί θηλυκού) η έχουσα προβεί σε σιλικονική ενίσχυση στήθους.
αγιουροβύζωτος: 1. ο μη έχων ανάγκη από ευρώ για την ως άνω πρόσβαση. 2. ο μη διαθέτων ούτε ευρώ ούτε πρόσβαση.

How dare you touch my breast! :D


Now that's a man with gall and a gal with balls. :whistle:
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Είδα άλλες δύο καλές σήμερα:

  • την Ακατονομαστία (όμορο χώρα μας προς τα βόρεια), στο άρθρο του sarant στο σημερινό 40κειο,
  • την αγαπότουρτα, στο σημερινό της Χρ. Ταχιάου στο πρόταγκον.
 
Top