Κι αφού δεν έχουμε ακόμα προκάνει να γράψουμε δυο λόγια παραπάνω για το λεξικό (θέλει μπόλικο ξεφύλλισμα και χρήση), νά τι γράφει
σήμερα στα Νέα η Μικέλα Χαρτουλάρη. (
Μία ένσταση: Το λεξικό συνωνύμων που ξεχώριζε ως τώρα και που παραμένει δίπλα στο καινούργιο είναι το Αντιλεξικό του Βοσταντζόγλου. Δεν είναι σωστό να παραλείπεται! Δεν παραλείπεται και αίρεται η ένσταση.)
Το άλας του λόγου σε 1.240 σελίδες! Κυκλοφόρησε μόλις ένα λεξικό - εργαλείο στο οποίο οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στα ελληνικά παρουσιάζονται με το πλήθος των αποχρώσεων, των διαφορετικών εννοιών και των σημασιών τους
«Αγανακτώ», ή αλλιώς: εξοργίζομαι, με πνίγει το δίκιο, εξαγριώνομαι, εξάπτομαι, εξανίσταμαι, φουρκίζομαι, βγαίνω από τα ρούχα μου. Κι ακόμη, δυσφορώ, δυσανασχετώ. Και στον αόριστο, δεινοπάθησα, απηύδησα, έφτυσα αίμα... Το αντίθετο δηλαδή του υπομένω, αντέχω, δέχομαι.
Στη σημερινή συγκυρία του τόπου, να μια λέξη πολυχρησιμοποιημένη, η οποία παρουσιάζεται στο ειδικό Λεξικό Μπαμπινιώτη με τα συνώνυμα και τα αντώνυμά της που φωτίζουν απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη τις διαφορετικές όψεις του μηνύματος το οποίο θέλει κανείς να μεταδώσει κάθε φορά. Τέτοια σύνολα σημασιών αναδεικνύονται μέσα από το πλούσιο αυτό λεξικό.
Η «λιτότητα» π.χ. έχει την έννοια του περιορισμού, της περιστολής, της φειδούς, της συγκράτησης και της οικονομίας, αλλά σημαίνει και ολιγάρκεια, αυτάρκεια, εγκράτεια — το αντίθετο δηλαδή της σπατάλης. Σημαίνει όμως και φυσικότητα στο ύφος — το αντίθετο της επιτήδευσης και της προσποίησης.
Ο «ξενέρωτος» έχει την έννοια του ξεμέθυστου ή του νηφάλιου αλλά σημαίνει και βαρετός, ανιαρός, πληκτικός - το αντίθετο του ελκυστικού κ.λπ. Η λαϊκή λέξη «γκιουλέκας» έχει την έννοια του ψευτοπαλικαρά ή του νταή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μειωτική έκφραση, σαν να λέμε «παλικάρι της φακής», το αντίθετο του «γενναίος» κ.ο.κ.
Η χρήση εντέλει των συνωνύμων δεν ένα θέμα απλώς αισθητικό ή υφολογικό, δεν είναι μια πολυτέλεια προκειμένου να μην επαναλαμβανόμαστε αλλά είναι μια επικοινωνιακή ανάγκη, εκφραστική και διανοητική που ορίζει τον κόσμο μιας γλώσσας και τη σκέψη εκείνων που τη χρησιμοποιούν. Γι’ αυτό και μαζί με τα ορθογραφικά, τα ερμηνευτικά ή τα εννοιολογικά λεξικά (βλ. π.χ. το «Αντιλεξικό» του Βοσταντζόγλου), τα λεξικά συνωνύμων – αντωνύμων είναι ιδιαίτερα σημαντικά.
Ως τώρα γνωρίζαμε τα λεξικά των Βλαστού, Δαγκίτση, Ιορδανίδου, Σταθόπουλου κ.ά. Το «Λεξικό...» που συγκρότησε ο καθηγητής Γλωσσολογίας Γ. Μπαμπινιώτης με τη βοήθεια των Γ. Μπάτζιου, Γ. Τράπαλη, Θ. Μωυσιάδη, Μ. Γαλάνη έχει μια δομή και μια λογική που το καθιστούν ένα ενδιαφέρον κλειδί για τη νεοελληνική νοοτροπία, και ταυτόχρονα ένα εύχρηστο, χρήσιμο και διδακτικό βοήθημα για απλούς ή και απαιτητικούς χρήστες των νεοελληνικών. Το καινούργιο λεξικό Μπαμπινιώτη περιλαμβάνει 250.000 καταχωρίσεις συνωνύμων, αντωνύμων και συναφών λέξεων, σε αυτοτελή λήμματα που κατατάσσονται αλφαβητικά. Τα συνώνυμα παρατίθενται με κριτήριο τη σημασιολογική εγγύτητα (κατά υποκειμενική φυσικά εκτίμηση) με τη βασική λέξη, και το πιο σημαντικό ξεχωρίζει με έντονα στοιχεία.
Επίσης, τα συνώνυμα – αντώνυμα ομαδοποιούνται κατά σημασίες, δίνονται παραδείγματα για την πλέον χαρακτηριστική χρήση του κάθε λήμματος, εξειδικεύεται η κάθε έννοια με σημασιολογικούς χαρακτηρισμούς π.χ. για τη μεταφορική σημασία [ψημένος (έμπειρος)], για τη μειωτική [γυαλάκιας], για την καταχρηστική [παιδί (γιος)], καθώς και για τη γλωσσική ποικιλία όταν ένα συνώνυμο/αντώνυμο ανήκει στην αργκό λ.χ. [χαρμάνης], στη γλώσσα των λαϊκών στρωμάτων [γκλάβα], στη λόγια [διόλου (καθόλου)] ή χρησιμοποιείται μόνο σε μη επίσημο περιβάλλον [λανσάρω] κ.ο.κ.
Παράλληλα το «Λεξικό συνωνύμων – αντωνύμων» είναι εμπλουτισμένο με περίπου 500 σχόλια για τη διαφοροποίηση των σημασιών και του επικοινωνιακού αποτελέσματος των διαφόρων λέξεων. Παράδειγμα τα σχόλια για τις λέξεις μετανάστης/πρόσφυγας: «μετανάστης» είναι «αυτός που εγκαταλείπει τη χώρα του για να εγκατασταθεί σε άλλη χώρα και να βρει καλύτερες συνθήκες ζωής»· «πρόσφυγας» είναι αυτός που «εγκαταλείπει τη χώρα του είτε λόγω απειλής που αισθάνεται για την ασφάλειά του είτε λόγω εκδίωξής του».
Επίσης τα σχόλια για τις λέξεις διανοούμενος/ κουλτουριάρης/ διανοητής/ στοχαστής: «διανοούμενος»... «με εμφανή ιδεολογική τοποθέτηση και δημόσια παρουσία»/«κουλτουριάρης» «ο δήθεν διανοούμενος και καλλιεργημένος».
Οι σημασίες των λέξεων, διευκρινίζει ο Γ. Μπαμπινιώτης στο εισαγωγικό κείμενο για την δομή του «Λεξικού...», δεν έχουν πάντα αυστηρώς περιχαρακωμένα όρια, γι’ αυτό και οι διαφορές τους στην επικοινωνία είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της πρόθεσης του ομιλητή. Είναι χαρακτηριστικό το εκτενές (καταλαμβάνει δύο στήλες!) σχόλιο σχετικά με τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τη στάση «υπερβολικής εκτίμησης προς τον εαυτό μας, που ενίοτε προκαλεί και συχνά μάς εκθέτει».
Η γενική έννοια είναι ο «εγωισμός» και γύρω της υπάρχουν πολλές με ειδικότερη σημασιολογική απόχρωση: έπαρση= υπερεκτίμηση του εαυτού μας/ αλαζονεία= μορφή συμπεριφοράς που προκαλεί και ενοχλεί (λ.χ. η αλαζονεία της εξουσίας)/ υπεροψία=περιφρόνηση προς τους άλλους/ καύχηση, καυχησιολογία, κομπασμός, κομπορρημοσύνη=εγωισμός που εξωτερικεύεται κυρίως με λεκτικό τρόπο/ ατομικισμός και εγωκεντρισμός= χρησιμοποιούνται με πιο ουδέτερο τρόπο/ ξιπασιά και κόρδωμα=δηλώνουν έντονα μειωτική διάθεση απέναντι στον φορέα του εγωισμού/ οίηση και μεγαλαυχία= μη δικαιολογημένη διάθεση προβολής/ φιλαυτία=υπερβολική αγάπη προς τον εαυτό μας/ κενοδοξία=ματαιοδοξία/ υψηλοφροσύνη= μπορεί να έχει τόσο θετική όσο και αρνητική χροιά/ υπερηφάνεια= επίγνωση της αξίας των ικανοτήτων μας, χωρίς όμως αυτή η συμπεριφορά να φαίνεται ενοχλητική ή άδικη.
«Το φάσμα των συνωνύμων - αντωνύμων μιας έννοιας» σημειώνει ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης «είναι το μέτρο ευαισθησίας και καλλιέργειας μιας γλώσσας».