Ανθολόγηση από τα λεξικά:
Δημητράκος
τσίτα (η) δημ. τεμάχιον ξύλου, δι’ ου κρατείταί τι τεταμένον· 2) ξυλίνη διχαλωτή κατά το έτερον άκρον ράβδος εν χρ[ήσει] ως υποστήριγμα των σταφυλοφόρων κλάδων των αμπέλων· 3) ξύλινος πήχυς κατά μήκος της ενώσεως των σανίδων της οροφής· 4) επίρραπτος εξ υφάσματος, κεντήματος ή σειρητίου διακοσμητική ταινία ποδογύρου, ά[λλως] φάσα, χρυσολούρι, τρέσσα· 5) η καρφοβελόνη βλ.λ.
τσίτα επίρρ., δημ. τεταμένως, εν εντάσει, τεντωτά: την έκαμε τσίτα την κοιλιά του (την ετσίτωσε, έφαγε πολύ) · 2) αντί του στρυμωχτά βλ.λ. · || ιδ. τσίτα τσίτα μόλις και μετά βίας.
ΛΝΕΓ
τσήτα (η) [δύσχρ. τσητών] 1. ξύλινος πήχυς 2. κομμάτι ξύλου με το οποίο κρατείται κάτι τεντωμένο· ΦΡ. είμαι στην τσήτα σε υπερένταση, έχω τεντωμένα νεύρα. 3. το ξύλινο στήριγμα των κληματίδων του αμπελιού 4. το κόσκινο • 5. η καρφοβελόνα • 6. διακοσμητική λωρίδα που ράβεται στον ποδόγυρο 7. (ως επίρρ.) κολλητά, εφαρμοστά στο σώμα: φορούσε ένα μπλουζάκι ~ και διαγράφονταν όλες οι λεπτομέρειες του σώματος. [ΕΤΥΜ. < σήτα «κόσκινο» (βλ.λ.)].
Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη
τσίτα → τσιτώνω
τσιτώνω «τεντώνω»
πιθ. < τσίτ(α) «κομμάτι λεπτού ξύλου, πίρος» με παραγ. τέρμα –ώνω) < θ. του τουρκ. çit(mek) «ενώνω, συνδέω –τρίβω (υφάσματα), μαντάρω». Αν ληφθεί υπ’ όψιν η διαλεκτ. σημασία της λ. τσίτα «πίρος, βέργα», τότε το ρ. τσιτώνω θα σήμαινε «τεντώνω ύφασμα πιάνοντας τις άκρες του με πίρους ή βέργες». Έχει υποστηριχθεί επίσης η ετυμολόγηση από το μεσν. σήτα «κόσκινο» (που θα οδηγούσε στις γραφές τσήτα, τσητώνω).
Μιχ. Μιχαηλίδης-Νουάρος. Λεξικόν της καρπαθιακής διαλέκτου. Αθήνα, 1972, s. 388.
τσίττα, η : λεπτόν ξυλάριον μήκους 0,20-0,25 έχον και τα δύο άκρα οξέα, μυτερά, με το οποίον συγκρατούν τα περιστρεφόμενα χείλη των σάκκων, αφού γεμισθούν με δημητριακά. Φρ. «φέρε μια τσίττα να (δ)έσωμε τα-τη σ-σακκούλ-λα» και ρ. τσιττώνω, -μα, -μένος = εξογκώνω.
Κωνσταντίνος Μηνάς. Λεξικό των ιδιωμάτων της Καρπάθου. Κάρπαθος [=Αθήνα]: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, 2006, σ. 935-36.
τσίττα, η ‘μεγάλη ξύλινη βελόνα, 20 περίπου εκατοστών, για τη σύναψη του ανοίγματος σάκκας, τσουβαλιού κ.τ.τ.’ Κάμε μιαν τσίτταν, να πιάσεις τα χείλη τητ σάκκας. Μεταφ. ‘πολύ αδύνατος’. ερώστησεκ κ’ επόμεινε τσίττα. Συνών. τσίτα Κρήτ. Κύθν. Θάσ. τσίθα Κάλυμν. Από το τουρκ. çita ‘λεπτό και μακρύ ξύλο’. Κατά τον Πάγκαλο 4.229 από το ρ. τσιτώνω.
Κώστας Λιάπης. Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου. Βόλος: Εκδόσεις Ώρες, 1996, σ. 473-74.
τσίτι(ε)ς (οι), 1) οι μικροί σανιδένιοι πήχεις που συνήθως χρησιμοποιούνται για την ακινητοποίηση ενός σπασμένου χεριού ή ποδιού, 2) τα ελατήρια του πυροδοτικού μηχανισμού ενός κυνηγετικού όπλου· «αδυνάτσ΄σανι οι τσίτις κι δε σπάζ’νι τα καψούλια». (Ίσως απ’ το τσιτώνω ή τσητώνω, που σημαίνει τεντώνω, ίσως όμως και απ’ το τούρκ. cita που σημαίνει στενό σανίδι ή το επίσης τούρκ. çit, που σημαίνει εμπόδιο, φράχτης —πρβλ. αντίστοιχα Ανδρ[ιώτη, Ετυμολογικό]. 384, [Μενέλαου Δημητριάδη, Λεξικόν ελληνοτουρκικόν, τουρκοελληνικόν, 2η έκδ., Αθήνα, 1984], 227, και [Εκδόσεων Ροδαμός, Ελληνοτουρκικό λεξικό, Αθήνα, 1994], 798).
Η καρπαθιακή συμμετοχή ενισχυμένη παρατηρώ.