Σχετικά νήματα:
Τις προάλλες το έγραψα κιόλας κάπου, μετά το διάβασα καναδυό φορές, και -νομοτελειακά- τού έδωσα... λίγη προσοχή.
Εσείς το βλέπετε για λάθος το λίγο προσοχή; Το διορθώνετε; Ή μήπως το λέτε;
Γιατί προσωπικά, αναγνωρίζω το λίγη προσοχή ως ορθότερο, αλλά και το λίγο ~ μου είναι τόσο οικείο, που θα ήθελα να το αιτολογήσω κάπως πειστικά:
Και σκέφτομαι, φερειπείν, μήπως σε τέτοιες φράσεις, που λειτουργούν ως προσταγές, το ουσιαστικό παθαίνει κρίση ταυτότητας και περνιέται για προστακτική, οπότε «Λίγο προσοχή!» όπως «Πρόσεξε λίγο!»;
Έχω κι άλλες θεωρίες, αλλά είναι εξίσου αυθαίρετες κι ατεκμηρίωτες...
Γενικότερα πάντως, το λίγο σαν να το αντιμετωπίζουμε με περισσότερη επιείκεια απ' ό,τι το πολύ στις περιπτώσεις που δεν συμφωνεί με το γένος του ουσιαστικού που ακολουθεί (π.χ. λίγο προσοχή = συζητήσιμο | πολύ προσοχή = λάθος). Ιδέα μου είναι ή ισχύει; Τι φταίει γι' αυτή την άνιση μεταχείριση; Το λιγάκι;
- Κάνε λίγο υπομονή ή Κάνε λίγη υπομονή; Και τα δύο.
- όση - όσο, πολλή - πολύ
- πολύ μαγκιά ή πολλή μαγκιά; (δικό μου)
Τις προάλλες το έγραψα κιόλας κάπου, μετά το διάβασα καναδυό φορές, και -νομοτελειακά- τού έδωσα... λίγη προσοχή.
Εσείς το βλέπετε για λάθος το λίγο προσοχή; Το διορθώνετε; Ή μήπως το λέτε;
Γιατί προσωπικά, αναγνωρίζω το λίγη προσοχή ως ορθότερο, αλλά και το λίγο ~ μου είναι τόσο οικείο, που θα ήθελα να το αιτολογήσω κάπως πειστικά:
Και σκέφτομαι, φερειπείν, μήπως σε τέτοιες φράσεις, που λειτουργούν ως προσταγές, το ουσιαστικό παθαίνει κρίση ταυτότητας και περνιέται για προστακτική, οπότε «Λίγο προσοχή!» όπως «Πρόσεξε λίγο!»;
Έχω κι άλλες θεωρίες, αλλά είναι εξίσου αυθαίρετες κι ατεκμηρίωτες...
Γενικότερα πάντως, το λίγο σαν να το αντιμετωπίζουμε με περισσότερη επιείκεια απ' ό,τι το πολύ στις περιπτώσεις που δεν συμφωνεί με το γένος του ουσιαστικού που ακολουθεί (π.χ. λίγο προσοχή = συζητήσιμο | πολύ προσοχή = λάθος). Ιδέα μου είναι ή ισχύει; Τι φταίει γι' αυτή την άνιση μεταχείριση; Το λιγάκι;
Last edited: