Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε
Ημερομηνία δημοσίευσης: 20/03/2011
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΜΕΪΤΑΝΗ
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, ο δρ Σλόσερ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Γερμανικής Λογοτεχνίας και Διδακτικής του Πανεπιστημίου Γκαίτε της Φραγκφούρτης, έχει καθιερώσει το βραβείο για την «αντιλέξη» (Unwort) της χρονιάς, τη χειρότερη, την πιο άκυρη, δηλαδή, λέξη, από την άποψη της χρήσης της. Κάθε Γενάρη, μια ανεξάρτητη μόνιμη εξαμελής επιτροπή, αποτελούμενη από φιλολόγους, δημοσιογράφους και συγγραφείς, συνεδριάζει για να διαλέξει τη χειρότερη λέξη, αντλώντας υλικό από τις 1.700 περίπου επιστολές με προτάσεις πολιτών που δέχεται κάθε χρόνο. Οι υποψήφιες λέξεις και εκφράσεις πρέπει να προέρχονται από τον δημόσιο λόγο, η χρήση τους να είναι στρεβλή και ανάρμοστη, δηλαδή αναντίστοιχη με την έννοια που εκφράζουν, ή/και να είναι προσβλητικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Οι προτάσεις αντλούνται από οποιονδήποτε τομέα της δημόσιας ζωής, όπως την πολιτική, τη διοίκηση, την οικονομία, την τεχνολογία, την επιστήμη, τα ΜΜΕ κ.ά., και πρέπει πάντοτε να αναφέρουν την πηγή τους. Εκτός από την πιο άκυρη λέξη της χρονιάς, η επιτροπή διαλέγει και δυο-τρεις ακόμη λέξεις, τη χρήση των οποίων θεωρεί προβληματική.
* * *
Από την ιστορία του θεσμού και τις λέξεις που αναδεικνύει κάθε χρόνο, φαίνεται ότι η κριτική επιτροπή δεν χαρίζει κάστανα. Η αιτιολογία που συνοδεύει κάθε χρόνο την πιο άκυρη λέξη είναι λακωνική, εύστοχη και τσουχτερή. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ως «αντιλέξη» της χρονιάς επιλέχθηκε μια λέξη ή μια έκφραση που είπε διακεκριμένο δημόσιο πρόσωπο. Το 1993 σχολίασαν την έκφραση του τότε καγκελάριου Χέλμουτ Κολ ότι η Γερμανία είναι «ένα απέραντο λούνα παρκ» (kollektiver Freizeitpark, ήταν από τις επιλαχούσες), επειδή οι Γερμανοί «θέλουν να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο και να δουλεύουν λιγότερο απ’ ό,τι οι άλλοι λαοί» -- πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα η επιτροπή να έρθει σε σύγκρουση με την Εταιρεία Γερμανικής Γλώσσας, στην οποία εντασσόταν ως τότε, και να συνεχίσει την πορεία της ως αυτόνομος θεσμός.
Για να πάρουμε μια εικόνα της κατεύθυνσης στην οποία κινείται η κριτική επιτροπή, ορισμένα παραδείγματα από προηγούμενες χρονιές: μια από τις εκφράσεις που κατακρίθηκαν το 1991 ήταν τα «έξυπνα όπλα» (intelligente Waffensysteme), που χρησιμοποιήθηκε στον πόλεμο του Κόλπου· «παράπλευρες απώλειες» (Kollateralschaden) ήταν η χειρότερη λέξη της χρονιάς το 1999, όπως χρησιμοποιήθηκε από αξιωματικούς του ΝΑΤΟ στον πόλεμο του Κοσσόβου· «ανθρώπινο κεφάλαιο» ( Humankapital) το 2004, έκφραση που υποβιβάζει τους ανθρώπους σε μετρήσιμο μέγεθος σε οικονομικά συμφραζόμενα· την ίδια χρονιά, μια από τις λέξεις που κατέκρινε η επιτροπή ήταν τα «κέντρα υποδοχής» (Begrüßungszentren), όπως ονομάστηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών· «εθελούσια έξοδος» (freiwillige Ausreise) το 2006, όπως χαρακτηρίστηκε η εκδίωξη προσφύγων από τη Γερμανία των οποίων η αίτηση ασύλου δεν είχε εγκριθεί, έπειτα από έντονη «φιλική παρότρυνση και συμβουλή» των αρχών στα λεγόμενα «κέντρα αναχώρησης»· «αναξιοπαθούσες τράπεζες» (notleidende Banken) το 2008, λέξη η οποία αντιστρέφει εντελώς τη σχέση αιτίου και αιτιατού στην παγκόσμια οικονομική κρίση.
* * *
Φέτος η επιτροπή διάλεξε ως πιο άκυρη λέξη της χρονιάς το επίθετο alternativlos, που σημαίνει «δίχως εναλλακτική» -- με άλλα λόγια, «μονόδρομος». Το σκεπτικό της επιτροπής είχε ως εξής: «Η λέξη χρησιμοποιείται άστοχα και στρεβλά και υπονοεί ότι σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι σαφές εκ των προτέρων πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές, άρα δεν υπάρχει ανάγκη για οποιαδήποτε συζήτηση και επιχειρηματολογία. Τέτοιου είδους ισχυρισμοί ακούστηκαν πολλοί το 2010, και το μόνο που πετυχαίνουν είναι να ενισχύσουν την καχυποψία του κόσμου απέναντι στους πολιτικούς». Η λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε κυρίως από την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, όταν αναφερόταν στο «πακέτο διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας. Κι άλλοι πολιτικοί προσπάθησαν να πουν ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική», όταν μιλούσαν για τη μεταρρύθμιση στον τομέα της υγείας, για την επέκταση του αεροδρομίου της Φραγκφούρτης, όπως και για το τεράστιο έργο του σιδηροδρομικού κόμβου της Στουτγάρδης, γνωστό με το όνομα «Stuttgart 21», το οποίο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Αν κατακρίνεται η χρήση της έκφρασης «δίχως εναλλακτική» όπως τη χρησιμοποίησε η γερμανική κυβέρνηση σε σχέση με την κρίση στην Ελλάδα, φανταστείτε πώς θα ακουγόταν στα αυτιά της επιτροπής ο «μονόδρομος» της ελληνικής κυβέρνησης που προσβάλλει τη νοημοσύνη μας έναν χρόνο τώρα.
Είναι γνωστό ότι οι πολιτικοί δεν λένε τα πράγματα με το όνομά τους. Είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν συχνά ευφημισμούς. Μια επιτροπή όμως που εντοπίζει την ανάρμοστη και ακατάλληλη χρήση των λέξεων δεν είναι κάτι αυτονόητο. Δεν είναι αυτονόητο να κολλάς στον τοίχο έναν πολιτικό για τις γλωσσικές του επιλογές. Ούτε να κριτικάρεις δημοσίως και να ξεγυμνώνεις έννοιες που χρησιμοποιούνται ακριβώς για να παραπλανήσουν. Πρόκειται εδώ για μια πράξη γλωσσικής κριτικής που στρέφεται ενάντια ακριβώς στο μέσο επιβολής της απάνθρωπης πολιτικής: την ίδια τη γλώσσα και τη διαστρέβλωσή της. Ίσως βέβαια αναρωτηθεί κανείς πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η κριτική μιας επιτροπής επιστημόνων και πόσο μπορεί να αλλάξει την ουσία των πραγμάτων. Δύο σχόλια για απάντηση. Πρώτον, όταν το 1995 η επιτροπή διάλεξε ως χειρότερη έκφραση της χρονιάς την «αναπροσαρμογή των βουλευτικών αποζημιώσεων» (Diätenanpassung), η οποία χρησιμοποιούνταν τότε αντί της «αύξησης των βουλευτικών αποζημιώσεων», οι πολιτικοί σταμάτησαν να χρησιμοποιούν την έκφραση και μιλούσαν πλέον ανοιχτά για αύξηση. Δεύτερον, μια προσωπική άποψη: δεν πρόκειται εδώ απλώς για στείρα ακαδημαϊκή γλωσσική κριτική. Η γλώσσα είναι μέσο επιβολής της εξουσίας, γι’ αυτό και δίνεται πάντα τόση σημασία στην επιλογή των λέξεων.
Ιδίως εν καιρώ κρίσεων, στον δημόσιο πολιτικό λόγο χρησιμοποιούνται λέξεις που διαστρεβλώνουν τις έννοιες (π.χ. πακέτο διάσωσης της ελληνικής οικονομίας), αντιστρέφουν την οπτική γωνία (π.χ. αποκρατικοποίηση αντί για ιδιωτικοποίηση), χρησιμοποιούνται με οργουελικό τρόπο (π.χ. Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη), κατασκευάζουν κενό κέλυφος (π.χ. ηλεκτρονική διαβούλευση)· χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι η εξουσία επιμένει να χρησιμοποιεί λέξεις των οποίων την έννοια και τη βαθύτερη ουσία απαξιώνει συστηματικά: Γιατί άραγε ακούμε τόσο συχνά τώρα τελευταία τη λέξη δημοκρατία από επίσημα χείλη; Απέναντι στην εξαιρετικά καλοζυγισμένη επιλογή λέξεων εκ μέρους της εξουσίας, πιστεύω ότι «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις» και να τρυπάνε τις κούφιες λέξεις της εξουσίας· να είναι η γλωσσική κριτική διαρκής και ανελέητη.