sarant
¥
Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Σύμφωνα με το τυπικό που ακολουθεί η εκκλησία, την Σαρακοστή επιτρέπεται η κατάλυση ελαίου (και οίνου) το σαββατοκύριακο και στις 25-26 Μαρτίου. Αλλά αυτό είναι κανονικό λάδι, όχι άλλου είδους.
Στη νουβέλα "Ο φόνος" του Τσέχοφ, παρακολουθούμε μια οικογένεια φανατικων θρησκευόμενων. Ένας ξάδερφος, που δεν είναι πολύ πιστός, ζητάει να βάλει λάδι στις πατάτες του, και του δίνουν το "μπουκάλι με το λάδι της Σαρακοστής". Επεμβαίνει όμως ο αρχηγός της οικογένειας, που το θεωρεί αμάρτημα, γίνεται καβγάς και πάνω στον καβγά τον χτυπάει κατακέφαλα με το μπουκάλι το λάδι και τον αφήνει στον τόπο.
Λάδι της Σαρακοστής; Το πρωτότυπο βρήκα ότι λέει постным маслом, που πράγματι θα πει σαρακοστιανό λάδι (ή νηστίσιμο λάδι). Και γκουγκλίζοντας βρήκα ότι η ρωσική εκκλησία είχε αποφασίσει πως το ηλιέλαιο, που άρχισε να παράγεται στη Ρωσία τον 19ο αιώνα (τα ηλιοτρόπια τα έφερε ο Μέγας Πέτρος από την Ολλανδία), θεωρείται νηστίσιμο και ότι έχει επικρατήσει να αποκαλούν "λάδι της Σαρακοστής" το ηλιέλαιο. Άρα ο ξάδερφος είχε γενικώς δικαίωμα να βάλει "λάδι της Σαρακοστης" στο φαγητό του, όμως στη συγκεκριμένη οικογένεια από υπερβάλλοντα ζήλο αυτό δεν ίσχυε.
Θα έπρεπε ο μεταφραστής να το αποδώσει "ηλιέλαιο" ή καλά έκανε που το μετέφρασε κατά λέξη; Αν δεχτούμε ότι δεν μπορούσε να βάλει υποσημείωση, νομίζω πως καλύτερα ήταν που το απέδωσε έτσι. Θα μπορούσε βέβαια να πει "πήρε το μπουκάλι με το λάδι της Σαρακοστής, δηλαδή με το ηλιέλαιο, και..."
Στη νουβέλα "Ο φόνος" του Τσέχοφ, παρακολουθούμε μια οικογένεια φανατικων θρησκευόμενων. Ένας ξάδερφος, που δεν είναι πολύ πιστός, ζητάει να βάλει λάδι στις πατάτες του, και του δίνουν το "μπουκάλι με το λάδι της Σαρακοστής". Επεμβαίνει όμως ο αρχηγός της οικογένειας, που το θεωρεί αμάρτημα, γίνεται καβγάς και πάνω στον καβγά τον χτυπάει κατακέφαλα με το μπουκάλι το λάδι και τον αφήνει στον τόπο.
Λάδι της Σαρακοστής; Το πρωτότυπο βρήκα ότι λέει постным маслом, που πράγματι θα πει σαρακοστιανό λάδι (ή νηστίσιμο λάδι). Και γκουγκλίζοντας βρήκα ότι η ρωσική εκκλησία είχε αποφασίσει πως το ηλιέλαιο, που άρχισε να παράγεται στη Ρωσία τον 19ο αιώνα (τα ηλιοτρόπια τα έφερε ο Μέγας Πέτρος από την Ολλανδία), θεωρείται νηστίσιμο και ότι έχει επικρατήσει να αποκαλούν "λάδι της Σαρακοστής" το ηλιέλαιο. Άρα ο ξάδερφος είχε γενικώς δικαίωμα να βάλει "λάδι της Σαρακοστης" στο φαγητό του, όμως στη συγκεκριμένη οικογένεια από υπερβάλλοντα ζήλο αυτό δεν ίσχυε.
Θα έπρεπε ο μεταφραστής να το αποδώσει "ηλιέλαιο" ή καλά έκανε που το μετέφρασε κατά λέξη; Αν δεχτούμε ότι δεν μπορούσε να βάλει υποσημείωση, νομίζω πως καλύτερα ήταν που το απέδωσε έτσι. Θα μπορούσε βέβαια να πει "πήρε το μπουκάλι με το λάδι της Σαρακοστής, δηλαδή με το ηλιέλαιο, και..."