Σε όοοσα έχουμε πει παραπάνω ας προσθέσουμε τη σταλίτσα από τη νέα γραμματική και, κυρίως, το σημερινό άρθρο του Γιάννη Χάρη στα Νέα (και, καλύτερα, στο ιστολόγιό του).
Στη νέα γραμματική (σελ. 35), για τα αρσενικά ισοσύλλαβα ουσιαστικά σε —ος (
βαθμός, δρόμος, ανήφορος) διαβάζω:
Ορισμένα ουσιαστικά αυτής της κατηγορίας σχηματίζουν την κλητική του ενικού με κατάληξη -ο αντί -ε, π.χ. Γιώργο, Πέτρο. Στα ουσιαστικά αυτά ανήκουν: α) ορισμένα παροξύτονα βαφτιστικά ονόματα και επώνυμα, καθώς και κοινά ουσιαστικά, π.χ. Μάρκο, Χρίστο, Παύλο (αλλά και Παύλε σε οικείο ύφος), Πετράκο, Σαραντάκο, γέρο, διάκο, καπετάνιο (αλλά και καπετάνιε), λούστρο (αλλά και λούστρε), β) τα υποκοριστικά σε -άκος, π.χ. φιλαράκο, γ) μερικά οξύτονα χαϊδευτικά, π.χ. Μανολιό, Δημητρό.
Πάμε τώρα στα βαθιά:
«Θρύλο, θεό μου, Ολυμπιακό μου!»
«Θρύλο, θεό μου, Ολυμπιακό μου!», αλλά και «Παναθηναϊκό, μεγάλο και τρανό!», για να μην κατηγορηθούμε για μονόπαντο οπαδισμό.
Ακούστηκαν ποτέ έτσι, το σύνθημα για τον Ολυμπιακό απ’ τη μια, το τραγούδι του Παναθηναϊκού απ’ την άλλη; Προφανώς όχι. Υπάρχει περίπτωση να ακουστούν έτσι; Προφανώς όχι, και πάντως όχι στο άμεσο μέλλον!
Απλώς ήθελα να παρατηρήσουμε, σκόπιμα σε μεγέθυνση, μια τάση, μια σχεδόν ανεπαίσθητη, μικρή αλλαγή, με κεφαλαιώδη ωστόσο, από μιαν άποψη, σημασία.
Αναφέρομαι σε μια ελαφρά σύγχυση ως προς την κλητική των ονομάτων σε -ος, που άλλοτε σχηματίζεται σε -ε και άλλοτε σε -ο: Νίκο αλλά Αλέξανδρε, Ευαγγελάτε και Ευαγγελάτο, αλλά μόνο Παναγιωτόπουλε. Και λέω ότι η μικρή αυτή αλλαγή, αν όντως βρισκόμαστε μπροστά σε αλλαγή, έχει από μιαν άποψη κεφαλαιώδη σημασία, γιατί μας δείχνει πολύ παραστατικά τον τρόπο με τον οποίο κινείται, εξελίσσεται, αλλάζει η γλώσσα, κάθε γλώσσα.
Είναι δηλαδή μια ευκαιρία να δούμε τη γλώσσα εν κινήσει, να δούμε πώς οι μικρές ή μεγάλες παρεκκλίσεις διαμορφώνουν σταδιακά μια καινούρια γλωσσική πραγματικότητα, η οποία, εντελώς χαρακτηριστικά στο προκείμενο, περνά μάλλον απαρατήρητη και δεν συνοδεύεται από τις γνωστές θρηνωδίες για «αλλοίωση» και «αφανισμό» της γλώσσας.
Ας δούμε τα πράγματα από την αρχή, ξεκαθαρίζοντας ότι αναφερόμαστε, σχεδόν αποκλειστικά για την ώρα, στα κύρια ονόματα, τα ονόματα προσώπων.
Ο γνωστός κανόνας λέει ότι τα αρσενικά σε -ος: χρόνος, άγγελος κτλ., σχηματίζουν την κλητική σε -ε: χρόνε, άγγελε κτλ. Έτσι έχουμε και «καλημέρα, Άγγελε» ή «Αλέξανδρε» κτλ., ενώ από την άλλη έχουμε: «γεια σου, Νίκο», και όχι «Νίκε», «τι νέα, Σπύρο», και όχι «Σπύρε»! Όμως, λέμε και «Παύλο» και «Παύλε». Τι στο καλό λοιπόν συμβαίνει; Υπάρχουν κανόνες;
Αντιγράφω από τη μεγάλη γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941):
«Η κλητική του ενικού σχηματίζεται σε -ε: γιατρέ, στρατηγέ. Τη σχηματίζουν σε -ο από τα παροξύτονα αρσενικά: (α) Τα βαφτιστικά: Αλέκο, Γιώργο, Κίτσο, Πέτρο, Σπύρο, Δημητράκο κτλ.· το Παύλος έχει κλητική Παύλε και Παύλο. –(β) Μερικά κοινά ουσιαστικά καθώς γέρο, διάκο· το καμαρότος και το καπετάνιος έχουν την κλητική και σε -ε». Και με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία:
«Σχηματίζουν την εν. κλητική σε -ο και μερικά οξύτονα χαϊδευτικά βαφτιστικά: Γιαννακό, Δημητρό, Μανολιό, Τοτό, καθώς και μερικά οικογενειακά ονόματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, ιδίως σε -άκος, -ούκος, -ίτσος: κύριε Δημητράκο».
Μοιάζει αναπόφευκτα χαώδης η κωδικοποίηση: παροξύτονα αρσενικά, βαφτιστικά, κάποια κοινά ουσιαστικά, οξύτονα χαϊδευτικά, παροξύτονα επώνυμα κτλ. Μπορούμε άραγε να ανιχνεύσουμε κάποια λογική, να βοηθηθούμε δηλαδή να καταλάβουμε τον κανόνα και να τον ακολουθήσουμε; Δύσκολο. Ας πούμε χοντρικά ότι σχηματίζουν την κλητική σε -ο τα δισύλλαβα βαφτιστικά (αλλά ο Παύλος; και ο τρισύλλαβος Αλέκος;) και τα πολυσύλλαβα οικογενειακά σε -άκος, -ούκος, -ίτσος, με τις καταλήξεις δηλαδή που μοιάζουν ή είναι καταλήξεις υποκοριστικών, έτσι όπως λέμε φερειπείν «γεροντάκο» και «Μπουμπούκο» (προσοχή στο κεφαλαίο Μ).
Μια νεότερη κωδικοποίηση (2007) βρίσκουμε στην ευσύνοπτη Σύγχρονη πρακτική Γραμματική της Γεωργίας Κατσούδα (εκδ. Άγκυρα, σ. 43):
«[Τα αρσενικά σε -ος] σχηματίζουν την κλητική ενικού σε -ε. Μερικά ονόματα όμως σχηματίζουν την κλητική ενικού σε -ο. Τέτοια είναι:
»(α) τα αρσενικά δισύλλαβα βαφτιστικά (Γιώργο, Πέτρο, Νίκο, Παύλο) και τα υπερδισύλλαβα οξύτονα χαϊδευτικά (Μανολιό, Δημητρό)
»(β) τα παροξύτονα επώνυμα, συνήθως αυτά που δεν έχουν σημασιολογική αναλυσιμότητα (Αλεβίζο, Βενιζέλο), σε αντίθεση με αυτά που έχουν (κ. Καμένε, κ. Δευτεραίε)
»(γ) τα βαφτιστικά, επώνυμα αλλά και υποκοριστικά σε -άκος (Κυριάκο, Αντωνάκο, ανθρωπάκο)
»(δ) τα παροξύτονα κοινά ουσιαστικά γέρος, διάκος (γέρο, διάκο), ενώ το καπετάνιος και το καμαρότος παρουσιάζουν διτυπία (καπετάνιο και καπετάνιε, καμαρότε και καμαρότο)».
Με βάση τώρα και το (β), που εισάγει μια ουσιαστική διάκριση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «απόκλιση» από τον γενικό κανόνα που θέλει την κλητική σε -ε σχετίζεται με πιο καθημερινούς τύπους (υποκοριστικά, χαϊδευτικά), με ονόματα που δεν έχουν κάποια ετυμολογική διαφάνεια, που δεν έχουν προφανή σημασία, όπως συμβαίνει ιδιαίτερα με τα επώνυμα, κτλ.
Γι’ αυτό και δεν λέμε «κ. Καμένο», λέμε όμως «κ. Βενιζέλο». Αλλά μόνο «Βενιζέλο»; Λέμε και «Βενιζέλε». Ή όχι; Παίξτε το παιχνίδι αυτό μόνοι σας ή με φίλους: έχει ενδιαφέρον πόσο ρευστά είναι τα κριτήρια εντέλει. Αμέσως αμέσως, εκεί που είπα ότι δεν λέμε «κ. Καμένο», ακούω την προσφώνηση: «κ. Βαρεμένο», πλάι στο «ομαλότερο»: «κ. Βαρεμένε».
Η δική μου συνεισφορά στο παιχνίδι, τύποι από την τηλεόραση:
«Μου λέει: κύριε Γιακουμάτο» διηγείται ο Γιακουμάτος· και σκέφτομαι, ίσως βοηθάει εδώ η ξενική κατάληξη -άτος, όπως και στο Ευαγγελάτος. Αλλά: «Δήμο Βερύκιο, μας ακούς;» με αιφνιδιάζει η ερώτηση του παρουσιαστή. Ή η παρουσιάστρια του Άλφα που απευθύνεται στον ρεπόρτερ ο οποίος λέγεται Γιώργος Αλοίμονος: «Γιώργο Αλοίμονο»: ίσως, σκέφτομαι, επειδή είναι ισχυρό το πρότυπο της λέξης αλίμονο. Ή «κύριε Καραμάνο»: ίσως, αμπελοφιλοσοφώ και πάλι, γιατί εδώ ακούγεται το βαφτιστικό Μάνο. «Κύριε Μαρίνο» προσφωνούν εύλογα τον Γιάννη Μαρίνο· όμως το βαφτιστικό, εφόσον η αλλαγή περιορίζεται για την ώρα στα δισύλλαβα, εξακολουθεί να σχηματίζει την κλητική σε -ε: «γεια σου, Μαρίνε». Εξακολουθεί όμως; Άρα; Αυθαιρεσία και χάος;
Το μικρό-μεγάλο μυστικό
«Ίσως», «προφανώς», «εύλογα»… όμως δουλειά δεν γίνεται μ’ αυτά. Ούτε κανόνες.
Υπάρχει μυστικό; Υπάρχει. Και δεν είναι και τόσο μυστικό:
Όλα τα άλλα αρσενικά, σε -ας και σε -ης δηλαδή, έχουν το ίδιο φωνήεν σ’ όλες τις πτώσεις: ο άντρας, του άντρα, τον άντρα, άντρα· και ο στρατιώτης, του στρατιώτη, τον στρατιώτη, στρατιώτη. Μένει, ψωριάρης χώρια, το αρσενικό σε -ος: ο άνθρωπος, του ανθρώπου, άλλη «ανωμαλία» τώρα, τον άνθρωπο, άνθρωπε.
Και νά, η μεγάλης σημασίας μικροαλλαγή, ένα βήμα πιο πέρα, ένα βήμα πιο πριν. Όπου αυτό το «πιο πριν» πάει αιώνες πίσω:
Ας ξαναθυμηθούμε πώς έγινε ο ανήρ → άνδρας. Πώς σκαρφάλωσε η αιτιατική (τον άνδρα) ώς την ονομαστική, για να συμμορφωθεί η λέξη με την πολυπληθή κατηγορία αρσενικών σε -ας (ο ταμίας, τον ταμία κτλ.). Ας θυμηθούμε δηλαδή τον βασικό νόμο που κινεί κάθε γλώσσα, το νόμο της αναλογίας και της έλξης. Και ας θυμηθούμε από την άλλη πως η εξέλιξη της γλώσσας περνάει μέσα από τα λάθη, πως τα σημερινά σωστά είναι τα χτεσινά λάθη, και τα σημερινά λάθη τα αυριανά σωστά — όσο μακριά κι αν είναι αυτό το αύριο, αιώνες μπροστά ενδεχομένως, όταν ολοκληρωθεί, τρόπον τινά, η αλλαγή που άρχισε άλλους τόσους αιώνες πίσω, με την τάση να διατηρηθεί, όπως είδαμε, το ίδιο φωνήεν σ’ όλες τις πτώσεις!
Ως θαυμαστά τα έργα της δηλαδή.