Οι σωστές απόψεις μου επί παντός επιστητού
Απάντηση στην «Ανοιχτή επιστολή προς τον Λέσεκ Κολακόφσκι»
του Έντουαρντ Τόμσον
Αγαπητέ Έντουαρντ Τόμσον,
Ο λόγος για τον οποίο δεν είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος για τη δημόσια αυτή αλληλογραφία είναι ότι η επιστολή σου ασχολείται όχι μόνο με ιδέες, αλλά εξίσου (τουλάχιστον) με συμπεριφορές προσωπικού χαρακτήρα. Ωστόσο, δεν έχω προσωπικούς λογαριασμούς να τακτοποιήσω ούτε με την κομμουνιστική ιδεολογία ούτε με το έτος 1956· αυτά τακτοποιήθηκαν πριν από πολύ καιρό. Αλλά αν επιμένεις,
Ας αρχίσουμε να κουβαλάμε το πτώμα αυτό
τραγουδώντας μαζί...
(Σ.τ.Μ.)
Σε μια παρουσίαση του περασμένου τεύχους της επιθεώρησης
Socialist Register από τον Ρέυμοντ Ουίλλιαμς, διάβασα πως η επιστολή σου είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα Αριστερής γραφής της τελευταίας δεκαετίας, κάτι το οποίο συνεπάγεται άμεσα πως όλα ή σχεδόν όλα τα υπόλοιπα ήταν χειρότερα. Ξέρει καλύτερα, οπότε τον πιστεύω. Οφείλω να είμαι περήφανος που στάθηκα η αφορμή, ως έναν βαθμό, για το κείμενο αυτό, ακόμα κι αν συμβαίνει να είμαι το αντικείμενο επίκρισής του. Έτσι, η πρώτη αντίδρασή μου είναι η ευγνωμοσύνη.
Η δεύτερη αντίδραση μου είναι η
embarras de richesses [περίσσεια που φέρνει σε αμηχανία]. Θα με συγχωρέσεις εάν κάνω μια αυστηρή επιλογή θεμάτων στην απάντησή μου στις 100 σελίδες
(Σ.τ.Μ.) της ανοιχτής επιστολής σου (οι οποίες δεν κατατμήθηκαν άρτια, θα συμφωνήσεις μαζί μου). Θα προσπαθήσω να πιάσω τα πιο αμφιλεγόμενα. Δεν νομίζω πως πρέπει να σχολιάσω τις αυτοβιογραφικές σελίδες, όσο ενδιαφέρουσες κι αν είναι. Όταν λες, π.χ., πως δεν πηγαίνεις στην Ισπανία για διακοπές, πως ποτέ δεν συμμετέχεις σε Σοσιαλιστικά συνέδρια χωρίς να καλύψεις μέρος του συνολικού κόστους από την τσέπη σου, πως δεν παρευρίσκεσαι σε διασκέψεις που χρηματοδοτούνται από το Ίδρυμα Φορντ, πως είσαι σαν τους Κουακέρους του παρελθόντος οι οποίοι αρνούνταν να βγάλουν το καπέλο τους μπροστά στις αρχές κ.λπ., δεν νομίζω πως θα ήταν σκόπιμο να απαντήσω με έναν κατάλογο των δικών μου αρετών· ο κατάλογος αυτός θα ήταν πιθανώς λιγότερο εντυπωσιακός. Ούτε πρόκειται να απαντήσω στην ιστορία της αποπομπής σου από την
Επιθεώρηση της Νέας Αριστεράς [New Left Review] με όλες τις ιστορίες διαγραφής μου από διάφορες συντακτικές επιτροπές διαφόρων επιθεωρήσεων· οι ιστορίες αυτές θα ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας.
Η τρίτη αντίδραση μου είναι η θλίψη, και το εννοώ αυτό. Όσο αναρμόδιος κι αν είμαι για να κρίνω το πεδίο έρευνάς σου, γνωρίζω την υπόληψή σου ως λόγιου και ιστορικού και βρήκα λυπηρή την παρουσία στην επιστολή σου τόσο πολλών αριστερίστικων κλισέ, τα οποία διασώζονται στον προφορικό και στον γραπτό λόγο εξαιτίας τριών τεχνασμάτων: πρώτον, της έλλειψης ανάλυσης των λέξεων – και της χρήσης γλωσσικών υβριδίων σκόπιμα σχεδιασμένων ώστε να επιφέρουν σύγχυση· δεύτερον, της χρήσης ηθικών ή συναισθηματικών κριτηρίων σε ορισμένες περιπτώσεις, και πολιτικών και ιστορικών κριτηρίων σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις· τρίτον, της μη αποδοχής των ιστορικών δεδομένων ως είναι. Θα προσπαθήσω να πω με μεγαλύτερη ακρίβεια τι εννοώ.
Η επιστολή σου περιέχει ορισμένα παράπονα προσωπικού χαρακτήρα και ορισμένα επιχειρήματα πάνω σε γενικότερα ζητήματα. Θα ξεκινήσω με ένα έλασσον παράπονο προσωπικού χαρακτήρα. Παραδόξως, φαίνεται πως προσβλήθηκες από το γεγονός ότι δεν προσκλήθηκες στο συνέδριο στο Ρέντινγκ,
(Σ.τ.Μ.) και διακηρύσσεις πως εάν είχες προσκληθεί θα είχες ούτως ή άλλως αρνηθεί να παρευρεθείς, για σοβαρούς ηθικούς λόγους. Υποθέτω, επομένως, ότι εάν είχες προσκληθεί θα είχες προσβληθεί πάλι, συνεπώς οι οργανωτές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να σε πληγώσουν. Τώρα, ο ηθικός λόγος που αναφέρεις είναι το γεγονός πως βρήκες το όνομα του Ρόμπερτ Σέσιλ στην οργανωτική επιτροπή. Και αυτό που είναι δυσοίωνο σχετικά με τον Ρόμπερτ Σέσιλ είναι πως κάποτε απασχολούνταν από τη Βρετανική διπλωματική υπηρεσία. Έτσι, η ακεραιότητά σου δεν σου επιτρέπει να καθίσεις στο ίδιο τραπέζι με κάποιον που κάποτε απασχολούνταν από τη Βρετανική διπλωματία. Ω μακάρια αθωότητα!
(Σ.τ.Μ.) Εμείς οι δύο ήμασταν ενεργά μέλη των αντίστοιχων Κομμουνιστικών Κομμάτων των χωρών μας στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, κάτι που σημαίνει ότι, παρά τις ευγενείς προθέσεις μας και τη χαριτωμένη άγνοιά μας (ή την άρνησή μας να απαλλαγούμε από την άγνοιά μας), υποστηρίξαμε, με τα ταπεινά μας μέσα, ένα καθεστώς από τα χειρότερα στην ανθρώπινη ιστορία, το οποίο βασιζόταν στη μαζική δουλική εργασία και την αστυνομική τρομοκρατία. Νομίζεις πως δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα αρνούνταν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με μας γι’ αυτόν το λόγο; Όχι, είσαι αθώος, ενώ εγώ δεν αντιλαμβάνομαι, όπως το έθεσες, την «αίσθηση της πολιτικής εκείνων των χρόνων» όταν τόσο πολλοί Δυτικοί διανοούμενοι μεταπήδησαν στον Σταλινισμό.
Από τα περιστασιακά σχόλιά σου περί Σταλινισμού συμπεραίνω πως η δική σου «αίσθηση της πολιτικής εκείνων των χρόνων» είναι προφανώς πιο λεπτή και πιο διαφοροποιημένη από τη δική μου. Πρώτον, ισχυρίζεσαι πως ένα τμήμα (μόνο ένα τμήμα, κάτι που δεν παραλείπω) της ευθύνης για τον Σταλινισμό ανήκει στις Δυτικές δυνάμεις. Ισχυρίζεσαι, δεύτερον, πως «για έναν ιστορικό, πενήντα χρόνια αποτελούν χρονικό διάστημα υπερβολικά σύντομο για να κριθεί ένα νέο κοινωνικό σύστημα, εάν αυτό το σύστημα είναι υπό ανάδυση». Τρίτον, γνωρίζουμε, όπως ισχυρίζεσαι, «φορές που ο κομμουνισμός έχει παρουσιάσει ένα ιδιαίτερα ανθρώπινο πρόσωπο, ανάμεσα στο 1917 και τις αρχές της δεκαετίας του 1920, και ξανά από τη μάχη του Στάλινγκραντ ως το 1946».
Το καθετί μπορεί να γίνει σωστό εάν προστεθούν σ’ αυτό ορισμένες επιπλέον προϋποθέσεις. Προφανώς, στον κόσμο στον οποίο ζούμε, τα σημαντικά γεγονότα σε μια χώρα συχνά πρέπει να πιστώνονται ως έναν βαθμό σε ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Σίγουρα δεν θα αρνηθείς πως τμήμα της ευθύνης για τον Γερμανικό Ναζισμό επιρρίπτεται στη Σοβιετική Ένωση· αναρωτιέμαι πώς επηρεάζει το γεγονός αυτό την κρίση σου πάνω στον Γερμανικό Ναζισμό.
Το δεύτερο σχόλιό σου είναι όντως αποκαλυπτικό. Τι είναι πενήντα χρόνια «για έναν ιστορικό»; Την ίδια μέρα που γράφω το κείμενο αυτό, έτυχε να έχω διαβάσει ένα βιβλίο του Ανατόλ Μαρτσένκο, στο οποίο εξιστορεί τις εμπειρίες του από τις Σοβιετικές φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των αρχών της δεκαετίας του 1960 (όχι του 1930). Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε στα Ρώσικα στη Φραγκφούρτη το 1973. Ο συγγραφέας, ένας Ρώσος εργάτης, συνελήφθη όταν αποπειράθηκε να διασχίσει τα Σοβιετικά σύνορα με το Ιράν. Ήταν τυχερός που το έπραξε αυτό τον καιρό του Χρουστσώφ, όταν τα θλιβερά σφάλματα του Ι. Β. Στάλιν είχαν παρέλθει (ναι, θλιβερά, ας το παραδεχτούμε, ακόμα κι αν αιτιολογούνται ως έναν βαθμό από τις Δυτικές δυνάμεις) και έτσι του επιβλήθηκαν μονάχα έξι χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μια από τις ιστορίες του έχει να κάνει με τρεις Λιθουανούς κρατούμενους οι οποίοι αποπειράθηκαν να αποδράσουν από τη φάλαγγα μέσα σε ένα δάσος. Δύο απ’ αυτούς τους έπιασαν γρήγορα, έπειτα τους πυροβόλησαν πολλές φορές στα πόδια, έπειτα τους διέταξαν να σηκωθούν, κάτι που δεν μπορούσαν να κάνουν, έπειτα οι φρουροί τους κλώτσησαν και τους ποδοπάτησαν, έπειτα τα λαγωνικά της αστυνομίας τούς δάγκωσαν και τούς καταξέσκισαν (τι ψυχαγωγία κι αυτή, κατάλοιπο του καπιταλισμού) και μονάχα τότε τους μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου. Όλα αυτά, συνοδευόμενα από πνευματώδη σχόλια του αξιωματικού, του είδους «Τώρα, απελευθερώστε τη Λιθουανία, μπουσουλήστε, θα έχετε την ανεξαρτησία σας μονομιάς!». Τον τρίτο κρατούμενο τον τουφέκισαν και, θεωρώντας πως ήταν νεκρός, τον στοίβαξαν κάτω από πτώματα στη χειράμαξα· αργότερα διαπιστώθηκε πως ήταν ζωντανός αλλά δεν τον εκτέλεσαν (αποσταλινοποίηση!), αφήνοντάς τον για αρκετές μέρες σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι με το διαπυημένο τραύμα του, ενώ τελικά επιβίωσε αφού του ακρωτηρίασαν το χέρι.
Αυτή είναι μία από τις χιλιάδες ιστορίες που μπορεί να διαβάσει κανείς σε πολλά βιβλία τα οποία είναι σήμερα διαθέσιμα. Η πεφωτισμένη ελίτ της αριστεράς διαβάζει τέτοια βιβλία κάπως απρόθυμα, τόσο επειδή είναι κατά κύριο λόγο ανούσια, μας παρέχουν μονάχα μικρολεπτομέρειες (στο κάτω-κάτω, συμφωνούμε ότι διαπράχθηκαν ορισμένα σφάλματα), όσο και επειδή πολλά από αυτά δεν έχουν μεταφραστεί (έχεις προσέξει ότι εάν συναντήσεις έναν Δυτικό που μιλάει Ρώσικα, οι πιθανότητες να έχεις συναντήσει έναν καταραμένο αντιδραστικό είναι τουλάχιστον ενενήντα τοις εκατό; Οι προοδευτικοί δεν απολαμβάνουν την οδυνηρή προσπάθεια της εκμάθησης της Ρωσικής, καθώς ούτως ή άλλως ξέρουν καλύτερα).
Έτσι, τι είναι πενήντα χρόνια για έναν ιστορικό; Πενήντα χρόνια τα οποία καλύπτουν τη ζωή ενός άσημου Ρώσου εργάτη με το όνομα Μαρτσένκο ή ενός ακόμη πιο άσημου Λιθουανού φοιτητή ο οποίος δεν έχει καν γράψει ένα βιβλίο; Ας μη βιαστούμε να κρίνουμε ένα «νέο κοινωνικό σύστημα». Ασφαλώς θα μπορούσα να σε ρωτήσω πόσα χρόνια χρειάστηκες για να εκτιμήσεις το ποιόν των νέων στρατιωτικών καθεστώτων στη Χιλή ή στην Ελλάδα,
(Σ.τ.Μ.) αλλά ξέρω ποια θα ήταν η απάντησή σου: δεν υπάρχει καμία αναλογία, η Χιλή και η Ελλάδα παραμένουν στα πλαίσια του καπιταλισμού (τα εργοστάσια είναι υπό ατομική ιδιοκτησία) ενώ η Ρωσία ξεκίνησε μια νέα «εναλλακτική κοινωνία» (τα εργοστάσια είναι υπό κρατική ιδιοκτησία όπως είναι και η γη και όλοι οι κάτοικοί της). Ως αυθεντικοί ιστορικοί μπορούμε να περιμένουμε για έναν ακόμη αιώνα διατηρώντας την ελαφρώς μελαγχολική αλλά επιφυλακτικά αισιόδοξη ιστορική σοφία μας.
Δεν μπορούμε, ασφαλώς, να πράξουμε το ίδιο όσον αφορά «εκείνο το κτήνος», «εκείνη την παλιοσκύλα, τον καταναλωτικό καπιταλισμό» (κατά τα δικά σου λεγόμενα). Όπου κι αν κοιτάξουμε, το αίμα μας ανεβαίνει στο κεφάλι. Εδώ μπορούμε άνετα να είμαστε ενθουσιώδεις ηθικολόγοι ξανά και μπορούμε να αποδείξουμε –όπως πράττεις εσύ– πως το καπιταλιστικό σύστημα έχει τη δική του «λογική», την οποία καμία μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε να εξουδετερώσει. Το εθνικό σύστημα υγείας, ισχυρίζεσαι, καθίσταται φτωχότερο από την άσκηση της ιδιωτικής ιατρικής, η ισότητα στην εκπαίδευση αμαυρώνεται επειδή οι άνθρωποι εκπαιδεύονται για την ιδιωτική βιομηχανία κ.λπ. Δεν ισχυρίζεσαι πως όλες οι μεταρρυθμίσεις είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, απλώς διευκρινίζεις πως όσο οι μεταρρυθμίσεις δεν καταστρέφουν τον καπιταλισμό, ο καπιταλισμός δεν καταστρέφεται, κάτι που σίγουρα είναι αληθές. Και εισηγείσαι «μια ειρηνική επαναστατική μετάβαση σε μια εναλλακτική σοσιαλιστική» λογική. Πιστεύεις, φαίνεται, πως με τον τρόπο αυτό κάνεις απολύτως ξεκάθαρο τι εννοείς· εγώ αντιθέτως πιστεύω πως είναι απολύτως ασαφές, εκτός κι αν, για άλλη μια φορά, φαντάζεσαι πως όταν εγκαθιδρυθεί η πλήρης κρατική ιδιοκτησία των εργοστασίων, θα απομένουν μονάχα δευτερεύοντα τεχνικά προβλήματα καθοδόν προς την ουτοπία σου. Αλλά αυτό είναι ακριβώς το ζήτημα που είναι προς απόδειξη, και το
onus probandi [βάρος της αποδείξεως] εναπόκειται σε εκείνους που διατείνονται πως αυτά τα (ασήμαντα «για έναν ιστορικό») πενήντα χρόνια εμπειρίας μπορούν να αγνοηθούν από τους δημιουργούς του νέου προσχεδίου της σοσιαλιστικής κοινωνίας. (Στη Ρωσία υφίσταντο «εξαιρετικές περιστάσεις», έτσι δεν είναι; Αλλά τίποτε δεν είναι εξαιρετικό όσον αφορά τη Δυτική Ευρώπη).
Ο τρόπος με τον οποίον ερμηνεύεις τα ταπεινά αυτά πενήντα χρόνια (πενήντα επτά πια) της νέας εναλλακτικής κοινωνίας φανερώνεται επίσης από τα περιστασιακά σου σχόλια πάνω στο «ιδιαίτερα ανθρώπινο πρόσωπο» του κομμουνισμού ανάμεσα στο 1917 και τις αρχές της δεκαετίες του 1920, και από το Στάλινγκραντ ως το 1946. Κατά πρώτο λόγο, τι εννοείς με τον όρο «ανθρώπινο πρόσωπο»; Την απόπειρα διαχείρισης ολόκληρης της οικονομίας από την αστυνομία και τον στρατό, που είχε ως αποτέλεσμα τον μαζικό λιμό με αναρίθμητα θύματα, καθώς και αρκετές εκατοντάδες αγροτικές εξεγέρσεις, που όλες πνίγηκαν στο αίμα (πλήρης οικονομική καταστροφή, θα παραδεχόταν ο Λένιν αργότερα, αφού είχε εκτελέσει και φυλακίσει έναν απροσδιόριστο αριθμό Μενσεβίκων και Σοσιαλεπαναστατών επειδή είχαν κάνει την ίδια ακριβώς πρόβλεψη); Ή μήπως εννοείς την ένοπλη εισβολή σε επτά μη Ρωσικές χώρες οι οποίες είχαν σχηματίσει ανεξάρτητες κυβερνήσεις, κάποιες σοσιαλιστικές, κάποιες όχι (Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Ουκρανία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία· ω Θεέ μου, πού κατοικούν όλες αυτές οι παράξενες φυλές;); Ή μήπως εννοείς την κατάλυση από στρατιώτες του μόνου δημοκρατικά εκλεγμένου κοινοβουλίου στην ιστορία της Ρωσίας, προτού προλάβει να αρθρώσει έστω και μία λέξη; Την κατάπνιξη δια της βίας όλων των πολιτικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλιστικών, την κατάργηση του μη μπολσεβίκικου τύπου και πάνω απ’ όλα την αντικατάσταση του νόμου από την απόλυτη εξουσία του κόμματος και της αστυνομίας του να εκτελούν, να βασανίζουν και να φυλακίζουν όποιον ήθελαν; Τη μαζική καταστολή της Εκκλησίας; Την εξέγερση της Κροστάνδης; Και ποιο είναι το ιδιαίτερα ανθρώπινο πρόσωπο στα 1942-1946; Εννοείς την απέλαση οκτώ ολόκληρων εθνοτήτων της Σοβιετικής Ένωσης με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα (ας πούμε επτά, όχι οκτώ, καθώς μία απελάθηκε λίγο πριν το Στάλινγκραντ); Εννοείς την αποστολή εκατοντάδων χιλιάδων Σοβιετικών κρατουμένων, τους οποίους παρέδωσαν οι Σύμμαχοι, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης; Εννοείς τη λεγόμενη κολεκτιβοποίηση των χωρών της Βαλτικής εάν έχεις ιδέα τι σημαίνει πραγματικά η λέξη αυτή;
Έχω τρεις πιθανές ερμηνείες για τη δήλωσή σου. Πρώτον, ότι απλούστατα τα γεγονότα αυτά σού είναι άγνωστα· αυτό το βρίσκω απίστευτο λαμβάνοντας υπόψη το επάγγελμά σου ως ιστορικού. Δεύτερον, ότι χρησιμοποιείς τη λέξη «ανθρώπινο πρόσωπο» με μια άκρως Τομσονική έννοια την οποία δεν μπορώ να συλλάβω. Τρίτον, ότι πιστεύεις, όπως και οι περισσότεροι ορθόδοξοι και κριτικοί κομμουνιστές, πως όλα είναι εντάξει με το κομμουνιστικό σύστημα υπό τον όρο ότι δεν δολοφονούνται οι ηγέτες του κόμματος. Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο καθιερωμένος τρόπος με τον οποίον οι κομμουνιστές γίνονται «κριτικοί»: όταν συνειδητοποιούν πως η νέα εναλλακτική σοσιαλιστική λογική δεν χαρίζεται στους ίδιους τους κομμουνιστές και ειδικότερα στην κομματική ηγεσία. Πρόσεξες ότι τα μόνα θύματα που ανέφερε ονομαστικά ο Χρουστσώφ στην εισήγησή του το 1956
(Σ.τ.Μ.) (τη σπουδαιότητα της οποίας απέχω πολύ από το να υποτιμώ) ήταν οι
pur sang [καθαρόαιμοι] Σταλινικοί όπως ο ίδιος, οι περισσότεροι εκ των οποίων (όπως ο Πόστυσεφ)
(Σ.τ.Μ.) ήταν άξιοι δήμιοι που είχαν διαπράξει αμέτρητα εγκλήματα προτού γίνουν θύματα οι ίδιοι; Πρόσεξες ότι σε απομνημονεύματα ή κριτικές αναλύσεις που έχουν γραφτεί από πολλούς πρώην κομμουνιστές (δεν θα μνημονεύσω ονόματα, συγχώρεσέ με) η απέχθειά τους ξεπροβάλλει όταν βλέπουν ότι σφαγιάζονται κομμουνιστές; Πάντοτε υποστηρίζουν την αθωότητα των θυμάτων λέγοντας «μα αυτοί οι άνθρωποι ήταν κομμουνιστές»! (Κάτι που, παρεμπιπτόντως, αποτελεί αυτοαναιρετική άμυνα, καθώς υπαινίσσεται πως δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το σφαγιασμό μη κομμουνιστών, και αυτό συνεπάγεται πως υπάρχει μια αρχή που καθορίζει ποιος είναι και ποιος δεν είναι κομμουνιστής, και η αρχή αυτή δεν μπορεί παρά να αποτελείται από τις ίδιους άρχοντες που κρατάνε το πιστόλι· επομένως, οι σφαγιασθέντες είναι εξ ορισμού μη κομμουνιστές και όλα είναι εντάξει).
Λοιπόν, Τόμσον, στ’ αλήθεια δεν αποδίδω σε σένα αυτήν τη νοοτροπία. Ωστόσο δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως χρησιμοποιείς δύο μέτρα και δύο σταθμά αξιολόγησης. Και όταν λέω «δύο μέτρα και δύο σταθμά» δεν εννοώ ειδικές παραχωρήσεις προς τη δικαιολογήσιμη απειρία της «νέας κοινωνίας» κατά την προσπάθειά της να αντεπεξέλθει σε νέα προβλήματα. Εννοώ τη χρησιμοποίηση, κατ’ εναλλαγή, πολιτικών ή ηθικών κριτηρίων σε παρόμοιες καταστάσεις. Δεν υπάρχει δικαιολογία για αυτό. Δεν επιτρέπεται να είμαστε φλογεροί ηθικολόγοι σε ορισμένες περιπτώσεις και πραγματιστές πολιτικοί ή φιλόσοφοι της παγκόσμιας ιστορίας σε άλλες περιπτώσεις, ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες.
Αυτό είναι ένα σημείο το οποίο θέλω να σου το κάνω ξεκάθαρο εάν είναι να καταλαβαίνουμε αλλήλους. Θα παραθέσω (από μνήμης) μια συζήτησή μου με έναν Λατινοαμερικάνο επαναστάτη ο οποίος με ενημέρωσε για τα βασανιστήρια στη Βραζιλία.
(Σ.τ.Μ.) Τον ρώτησα: «Ποιο είναι το πρόβλημα με τα βασανιστήρια;» και αυτός απάντησε: «Τι εννοείς; Θέλεις να πεις πως είναι σωστά; Δικαιολογείς τα βασανιστήρια;». Εγώ απάντησα: «Αντιθέτως, απλώς σε ρωτώ εάν νομίζεις πως τα βασανιστήρια είναι ένα ηθικά απαράδεκτο ανοσιούργημα». «Ασφαλώς», απάντησε αυτός. «Το ίδιο ισχύει και για τα βασανιστήρια στην Κούβα;», ρώτησα εγώ. «Να σου πω», απάντησε, «αυτό είναι διαφορετικό ζήτημα. Η Κούβα είναι μια μικρή χώρα υπό τη συνεχή απειλή των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλα τα δυνατά μέσα αυτοάμυνας, όσο άσχημα κι αν είναι αυτά». Τότε του είπα: «Λοιπόν, δεν γίνεται να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα. Εάν πιστεύεις, όπως πιστεύω εγώ, πως τα βασανιστήρια είναι βδελυρά και απαράδεκτα για ηθικούς λόγους, τότε αυτό ισχύει, εξ ορισμού, σε όλες τις συνθήκες. Εάν ωστόσο υπάρχουν συνθήκες στις οποίες είναι ανεκτά, δεν μπορείς να καταδικάζεις ένα καθεστώς επειδή εφαρμόζει βασανιστήρια, καθώς υποθέτεις ότι δεν υπάρχει κάποιο ουσιώδες πρόβλημα με τα βασανιστήρια καθαυτά. Είτε καταδικάζεις τα βασανιστήρια στην Κούβα με τον ίδιον ακριβώς τρόπο με τον οποίον τα καταδικάζεις στη Βραζιλία, είτε αποφεύγεις να καταδικάζεις τη Βραζιλιάνικη αστυνομία για το γεγονός πως βασανίζει ανθρώπους. Μάλιστα, δεν μπορείς να καταδικάζεις τα βασανιστήρια για πολιτικούς λόγους, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις είναι απολύτως αποδοτικά και οι βασανιστές πετυχαίνουν αυτό που θέλουν. Μπορείς να τα καταδικάζεις μονάχα για ηθικούς λόγους και τότε, κατ’ ανάγκη, παντού με τον ίδιο τρόπο, στην Κούβα του Μπατίστα, στην Κούβα του Κάστρο, στο Βόρειο Βιετνάμ και στο Νότιο Βιετνάμ».
Αυτό είναι ένα κοινότοπο αλλά σημαντικό σημείο το οποίο ελπίζω να είναι ξεκάθαρο για σένα. Απλώς αρνούμαι να συμπράξω με ανθρώπους οι οποίοι επιδεικνύουν πως ματώνει μέχρι θανάτου η καρδιά τους όταν ακούν για κάποια μεγάλη ή μικρή (και ευλόγως καταδικαστέα) αδικία στις ΗΠΑ, και αιφνιδίως γίνονται συνετοί ιστοριοσοφιστές ή ψύχραιμοι ορθολογιστές όταν πληροφορούνται για χειρότερες φρίκες στη νέα εναλλακτική κοινωνία.
Αυτή είναι μία, αλλά όχι η μοναδική, αιτία της αυθόρμητης και σχεδόν καθολικής δυσπιστίας που τρέφουν οι Ανατολικοευρωπαίοι προς τη Δυτική Νέα Αριστερά. Τι παράξενη σύμπτωση που η πλειονότητα των αχάριστων αυτών ανθρώπων, μόλις έρχονται ή εγκαθίστανται στη Δυτική Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, εκλαμβάνονται ως αντιδραστικοί. Αυτοί οι στενόμυαλοι εμπειριστές και εγωιστές παρεκτείνουν τις πενιχρές λίγες δεκαετίες της ευτελούς προσωπικής τους εμπειρίας (η οποία είναι λογικώς απαράδεκτη, όπως παρατηρείς σωστά) και ανακαλύπτουν σ’ αυτήν προφάσεις για να θέσουν εν αμφιβόλω το φεγγοβόλο σοσιαλιστικό μέλλον των Δυτικών χωρών που επεξεργάστηκαν με τις καλύτερες Μαρξιστικές-Λενινιστικές βάσεις οι ιδεολόγοι της Νέας Αριστεράς.
Τούτο είναι ένα θέμα το οποίο θα εξετάσω λίγο περισσότερο. Υποθέτω ότι δεν διαφωνούμε πως τα δεδομένα οφείλουν να γίνονται αποδεκτά ως είναι και πως η γνώση γύρω από τις υπάρχουσες κοινωνίες δεν συνάγεται από μια γενική θεωρία. (Για μια ακόμη φορά, θα παραθέσω μια συζήτησή μου με έναν Μαοϊκό από την Ινδία. Μου είπε: «Η πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα ήταν μια ταξική πάλη των ενδεών αγροτών ενάντια στους κουλάκους». Τον ρώτησα: «Πώς το ξέρεις αυτό;» και μου απάντησε: «Από τη Μαρξιστική-Λενινιστική θεωρία». Εγώ παρατήρησα πως: «Ναι, αυτό είχα υποθέσει». Αυτός δεν κατάλαβε, αλλά εσύ καταλαβαίνεις.) Αυτό δεν είναι επαρκές ωστόσο, καθώς, όπως γνωρίζεις, κάθε αρκούντως αόριστη ιδεολογία είναι πάντοτε ικανή να αφομοιώσει (δηλαδή: να απορρίψει) όλα τα δεδομένα χωρίς να εγκαταλείψει οποιοδήποτε από τα συστατικά της. Και το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι αφοσιωμένοι ιδεολόγοι. Τα ρηχά μυαλά τους δουλεύουν σαν να πίστευαν ότι κανείς δεν είδε ποτέ τον καπιταλισμό ή τον σοσιαλισμό αλλά μονάχα σύνολα μικρών δεδομένων τα οποία είναι ανήμποροι να τα ερμηνεύσουν θεωρητικά. Απλώς παρατηρούν ότι οι άνθρωποι σε ορισμένες χώρες είναι σε καλύτερη μοίρα απ’ ό,τι σε άλλες, ότι σε ορισμένες από αυτές η παραγωγή, η διανομή και οι υπηρεσίες είναι πολύ πιο αποδοτικές απ’ ό,τι σε άλλες, ότι εδώ οι άνθρωποι απολαύουν πολιτικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθερίας ενώ εκεί όχι. (Θα έπρεπε μάλλον να γράψω «ελευθερίας» σε εισαγωγικά, όπως κάνεις εσύ· καταλαβαίνω πως το να λέει κανείς «ελευθερία» σε εισαγωγικά όταν αναφέρεται στη Δυτική Ευρώπη είναι κομμάτι της απολύτως υποχρεωτικής αριστερίστικης ορθογραφίας· τι «ελευθερία» κι αυτή, φτάνει να ξεκαρδιστεί κανείς στα γέλια. Κι εμείς, άνθρωποι δίχως αίσθηση του χιούμορ, δεν γελάμε.)
Δεν προσπαθώ να σε κάνω να πιστέψεις πως ζεις στον παράδεισο κι εμείς στην κόλαση. Στη χώρα μου, την Πολωνία, δεν λιμοκτονούμε, και δεν μας βασανίζουν στις φυλακές, δεν έχουμε στρατόπεδα συγκέντρωσης (σε αντίθεση με τη Ρωσία), τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε παρά ελάχιστους πολιτικούς κρατούμενους (σε αντίθεση με τη Ρωσία), και πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν στο εξωτερικό σχετικά εύκολα (για άλλη μια φορά, σε αντίθεση με τη Ρωσία). Ωστόσο, είμαστε μια χώρα που έχει αποστερηθεί την εθνική κυριαρχία της, κι αυτό όχι υπό την έννοια με την οποία οι κύριοι Φουτ και Πάουελ
(Σ.τ.Μ.) ανησυχούν μήπως η Βρετανία χάσει την εθνική κυριαρχία της λόγω της ένταξης στην Κοινή Αγορά, αλλά υπό μια θλιβερά άμεση και απτή έννοια: όλοι οι τομείς-κλειδιά της ζωής μας, συμπεριλαμβανομένου του στρατού, της εξωτερικής πολιτικής, του διεθνούς εμπορίου, σημαντικών βιομηχανιών και της ιδεολογίας, είναι υπό τον στενό έλεγχο μιας ξένης αυτοκρατορίας η οποία ασκεί την εξουσία της με ικανή σχολαστικότητα (π.χ. αποτρέποντας την κυκλοφορία συγκεκριμένων βιβλίων ή την αποκάλυψη συγκεκριμένων πληροφοριών, για να μην αναφερθώ σε πιο σοβαρά ζητήματα). Ωστόσο, τρέφουμε πελώρια εκτίμηση για τα περιθώρια της ελευθερίας μας όταν συγκρίνουμε τη θέση μας με εκείνη πλήρως απελευθερωμένων χωρών όπως η Ουκρανία ή η Λιθουανία οι οποίες, όσον αφορά το δικαίωμά τους στην αυτοκυβέρνηση, είναι σε πολύ χειρότερη θέση από εκείνη στην οποία βρίσκονταν οι αποικίες της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Και το ζήτημα είναι ότι αυτά τα περιθώρια, όσο σπουδαία κι αν είναι (μπορούμε να λέμε και να δημοσιεύουμε σημαντικά περισσότερο απ’ όσο οπουδήποτε αλλού στη ζώνη του ρουβλιού, πλην της Ουγγαρίας), δεν στηρίζονται σε καμία νομική εγγύηση και μπορούν να καταργηθούν (όπως έχει συμβεί) εν μιά νυκτί μέσω μιας απόφασης των κομματικών ηγετών στη Βαρσοβία ή τη Μόσχα. Και όλα αυτά απλώς και μόνο επειδή απαλλαχτήκαμε από αυτό το δόλιο αστικό επινόημα, τη διάκριση των εξουσιών, και κατορθώσαμε να φτάσουμε στο σοσιαλιστικό όνειρο της ενότητας, κάτι που σημαίνει ότι ο ίδιος μηχανισμός κατέχει όλη τη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, ξέχωρα από την εξουσία ελέγχου όλων των μέσων παραγωγής· οι ίδιοι άνθρωποι φτιάχνουν τους νόμους, τους ερμηνεύουν και τους επιβάλλουν· βασιλιάς, κοινοβούλιο, αρχηγός στρατεύματος, δικαστής, δημόσιος κατήγορος, αστυνομικός και (νέα σοσιαλιστική εφεύρεση) κάτοχος όλου του εθνικού πλούτου και μοναδικός εργοδότης, όλοι στο ίδιο γραφείο – μπορείς να φανταστείς καλύτερη κοινωνική ενότητα;
(Συνεχίζεται)