sisu, which is a sort of “extraordinary determination in the face of adversity”. According to Finnish speakers, the English ideas of “grit”, “perseverance” or “resilience” do not come close to describing the inner strength encapsulated in their native term.
Αυτό θα έλεγα ότι είναι γιατί έχουν συνηθίσει να χρησιμοποιούν τη λέξη με συγκεκριμένο τρόπο, διαφορετικό από τη χρήση των συνώνυμών της.
Το βασικό ερώτημα για κάθε ερευνητή είναι βέβαια: το φιλότιμο το έχει στη λίστα του;
Και μια που σήμερα έχω διάθεση για ψυχαγωγία (κέφι το λέμε αυτό; Μεταφράζεται; )
Desbundar (Portuguese) – to shed one’s inhibitions in having fun ελληνιστί ξεσαλώνω
Tarab (Arabic) – a musically induced state of ecstasy or enchantment αυτό θέλει περισσότερη εξήγηση για να το καταλάβω.
Shinrin-yoku (Japanese) – the relaxation gained from bathing in the forest, figuratively or literally εδώ νομίζω ότι οι Γιαπωνέζοι μας δουλευουν. Διαφέρει δηλαδή από τη χαλάρωση του μπάνιου στον κήπο με τις ανθισμένες κερασιές ή στον καταρράκτη ή στη θαλάσσια σπηλιά; Εγώ δεν έχω δει καμία διαφορά τόσες φορές :twit:
Gigil (Tagalog) – the irresistible urge to pinch or squeeze someone because they are loved or cherished πφ, γούτσου
Yuan bei (Chinese) – a sense of complete and perfect accomplishment θέλω περισσότερη εξήγηση, γιατί αυτό σαν ικανοποίηση μου μοιάζει.
Iktsuarpok (Inuit) – the anticipation one feels when waiting for someone, whereby one keeps going outside to check if they have arrived διαφέρει αυτό από την ανυπομονησία;
Natsukashii (Japanese) —a nostalgic longing for the past, with happiness for the fond memory, yet sadness that it is no longer νοσταλγία
Wabi-sabi (Japanese) —a “dark, desolate sublimity” centred on transience and imperfection in beauty δεν καταλαβαίνω. Δηλαδή ο γιαπωνέζος βλέπει ένα ωραίο λουλούδι και μελαγχολεί γιατί το λουλούδι θα μαραθεί. Εμ, γι'αυτό κάνουν χαρακίρι. :blink:
Saudade (Portuguese) —a melancholic longing or nostalgia for a person, place or thing that is far away either spatially or in time – a vague, dreaming wistfulness for phenomena that may not even exist νοσταλγία, κι άσε τους Πορτογάλους να επιμένουν ότι δεν είναι το ίδιο.
Sehnsucht (German) —“life-longings”, an intense desire for alternative states and realisations of life, even if they are unattainable
δεν καταλαβαίνω τί εννοεί ο ποιητής.
Dadirri (Australian aboriginal) term —a deep, spiritual act of reflective and respectful listening αυτό είμαι σίγουρη ότι έχουμε αντίστοιχο, με τόσους φιλόσοφούς αρχάιους δε γίνεται, θα έχουμε. Αλλά δεν μπορώ να την σκεφτώ τώρα.
Pihentagyú (Hungarian) —literally meaning “with a relaxed brain”, it describes quick-witted people who can come up with sophisticated jokes or solutions ομοίως.
Desenrascanço (Portuguese) —to artfully disentangle oneself from a troublesome situation στρίβειν (δια του αρραβώνος).
Sukha (Sanskrit) —genuine lasting happiness independent of circumstances θα απαντήσω με άλλη σανσκριτική λέξη: νιρβάνα
Orenda (Huron) —the power of the human will to change the world in the face of powerful forces such as fate αυτό σαν τίτλος ταινίας μοιάζει.
Καταλήγω ότι μάλλον με την Ιαπωνία έχουμε πολλές διαφορές.