Ωραία όλα αυτά, αλλά θα ήθελα, αν μου επιτρέπετε, να προσθέσω, ή μάλλον να υπενθυμίσω, ότι επί της ουσίας αναζητούμε τη βέλτιστη γραπτή αναπαράσταση ενός κατά βάση προφορικού φαινομένου. Αυτό που θέλω να πω -όσο κι αν φαντάζει προφανές- είναι ότι αν η γλώσσα -τα ελληνικά εν προκειμένω- δεν μιλιόταν, αν ήταν αποκλειστικά γραπτή, δεν θα είχαμε λόγο να γράψουμε οτιδήποτε άλλο από και εγώ, και εσύ. Το ζήτημα ανακύπτει γιατί ο κόσμος δεν λέει κε εγό, κε εσί. Λέει κεγό, κεσί.
Έλα όμως, που μες στον κόσμο είμαι κι εγώ, γιατί κι εγώ ελληνικά μιλάω, και σε τέτοιες περιπτώσεις μ' αρέσει, μια στο τόσο, να αποστασιοποιούμαι από τη στεγνή επιστημολογία ξερωγώ της γλωσσολογίας, και να αναλογίζομαι -νηφάλια όσο μπορώ- και τη βιωματική διάσταση της γλώσσας. Κι αν, ας πούμε, ο προφορικός λόγος μπορεί να περιγραφεί, χοντρικά, ως «εκφράζω έννοιες αρθρώνοντας λέξεις», τότε εγώ τουλάχιστον, βιωματικά-γνωσιακά ξερωγώ, έχω ζήσει πολύ περισσότερο το «εκφράζω έννοιες» απ' ό,τι το «αρθρώνω λέξεις» (Και πείτε με τώρα εσείς αδόκιμο αυθαιρετιστή ή κανά άλλο ψαγμένο.)
Μια ιδιαιτερότητα της σύμφρασης και εγώ, την οποία ίσως να παραβλέπουμε, είναι ότι δύο λέξεις με τον ίδιο αριθμό γραμμάτων είναι, ως προς το εννοιολογικό τους βάρος, εντελώς άνισες μεταξύ τους. Να το πω και μπακαλίστικα: η έννοια και εγώ αποτελείται κατά 1% από την έννοια και, και κατά 99% από την έννοια εγώ. Τη νιώθω, θεωρώ, αυτή την αναλογία κι όταν μιλάω. Όταν λέω κεγό, κεσί, δεν «κόβω» τίποτα από τις έννοιες εγώ, εσύ. Βάζω ίσα-ίσα ένα «q» από μπροστά. Γι' αυτό και γράφω ό,τι πλησιέστερο έχει να προσφέρει η ελληνική γραμματική: κι εγώ, κι εσύ.
Στο κάτω-κάτω, υπάρχει άλλη περίπτωση όπου το σκεφτόμαστε αν το σωστό είναι κι ε***** ή και ' ***** ;