The words for the immediate family are fairly straightforward. Anne (mother), baba (father), kız çocuk (daughter), erkek çocuk (son), ağabey (older brother), abla (older sister), erkek kardeş (brother) and kız kardeş (sister).
Μία διόρθωση: σωστά είναι τα ονόματα των παιδιών, αλλά πολύ επίσημα. Συνήθως χρησιμοποιείται το
kız, kızım (
κορίτσι/κόρη και
κόρη μου) για τα κορίτσια και το
oğul, oğlum (
γιος και
γιος μου) για τα αγόρια. Ίσως κάποιοι αναγνωρίζετε το
oğlu των επιθέτων, που σημαίνει «ο γιος του» (π.χ. Papazoğlu, ο γιος του παπά).
Για το hala, αυτό εδώ το
ετυμολογικό λεξικό λέει ότι χρησιμοποιείται έτσι μόνο στα τουρκικά. Δε βρίσκω πουθενά στο ίντερνετ να εξηγείται γιατί έγινε η αλλαγή της σημασίας (από αδερφή της μητέρας σε αδερφή του πατέρα), ωστόσο βρήκα
εδώ ότι η λέξη ακόμα χρησιμοποιείται όπως και στα αραβικά σε κάποια μέρη της Τουρκίας.
The wife’s brother is kayınço,
Αυτό δεν το έχω ξανακούσει (αυτό όμως δε λέει και τίποτα, αφήστε που το έχει και το λεξικό), ωστόσο έχω ακούσει το kayınbirader για την ίδια χρήση.
Even in business transactions titles are used alongside names.
Duh! Στα αγγλικά δηλαδή δε λέμε mister;
It is common to hear the word hanım following a woman’s first name, as in Kathy Hanım. Bayan is also added sometimes to a woman’s first name, but usually before the name, as in Bayan Kathy. For men it is easier, as you will usually only hear the word bey added to the man’s first name, for example, Abdullah Bey.
Το ζεύγος bey - hanım ήταν τίτλοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και σήμερα σημαίνουν μονάχα «κύριος» και «κυρία» αντίστοιχα. Στην προσπάθεια εκτουρκισμού της γλώσσας ωστόσο που ξεκίνησε περί τα 1928, δημιουργήθηκαν και τα bay - bayan («κύριος» και «κυρία» ομοίως), με σκοπό να αντικαταστήσουν τα πρώτα. Η προσπάθεια δεν έπιασε, και τώρα υπάρχουν και οι δύο τίτλοι, με τους δεύτερους να είναι ελάχιστα πιο σεβαστικοί από τους πρώτους.
(Νομίζω ότι έχω υλικό να γράψω σεντόνι, οπότε σταματάω εδώ, γιατί ήδη μαγάρισα αρκετά το νήμα του nikosl).