Πάντως ούτε το «θεράπαινα» δίνει. (Πώς προκύπτει το θεράπαινα; Ποιοι γενικοί τύποι δίνουν θηλυκό σε -αινα; Ο τάλας, π.χ., η τάλαινα. Άλλα παρόμοια; )
Ο μέλας, η μέλαινα. Αλλά υπάρχουν και μη παρόμοια, όπως ο λέων, η λέαινα. Κατά το ΛΚΝ:
-αινα [ena] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. (λαϊκότρ.) του θηλυκού από αρσενικά ουσιαστικά που σημαίνουν επάγγελμα· (βλ. -άς [SUP]1[/SUP])· δηλώνει τη γυναίκα κάποιου που χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα που ασκεί αυτός ή τη γυναίκα που ασκεί η ίδια αυτό το επάγγελμα· (πρβ. -ού [SUP]1[/SUP], -ίνα, -ισσα): (ψωμάς) ψωμάδαινα. 2. του θηλυκού ενός ζώου· (πρβ. -ίνα): (δράκος) δράκαινα, (λέων) λέαινα.
[αρχ. επίθημα θηλ. ουσ. -αινα με βάση αρσ. σε -ων: αρχ. λέ-αινα (< λέ-ων), θεράπ-αινα `υπηρέτρια΄ (< θεράπ-ων), Λάκ-αινα (< Λάκ-ων) με επέκτ. και σε άλλα ον.: αρχ. θέ-αινα (< θε-ός), λύκ-αινα (< λύκ-ος)]
Ας συνοψίσω και πείτε μου αν κάνω λάθος. Στα αρχαία το
θεράπων είναι ουσιαστικό, όχι επίθετο ούτε βέβαια μετοχή (δεν υπάρχει ρήμα
*θεράπω!). Το αντίστοιχο θηλυκό ουσιαστικό είναι
θεράπαινα, από το οποίο παράγεται με υποκορισμό η
θεραπαινίς. Στη νεότερη εποχή χρησιμοποιήθηκε σαν μεταφραστικό δάνειο το
θεράπων επιθετοποιημένο για να προσδιορίσει τον
ιατρόν. Όντας δυσκοίλιο από γεννησιμιού του, δεν πέτυχε αυτόνομη ύπαρξη και επιβίωσε μόνο στην παγιωμένη σύναψη
θεράπων ιατρός. Και όσο μεν το θηλυκό του
ιατρός ήταν
μάγισσα, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Όταν όμως οι γυναίκες άρχισαν να γίνονται
γιατροί γιάτραινες γιατρέσσες γιατρίνες γιατρ*, δεν έφτανε που δεν βρίσκαμε θηλυκό του
γιατρός, θέλουμε θηλυκό για το
θεράπων.
Ε, αυτό μου φαίνεται κατά το ήμισυ μαξιμαλιστικό και κατά το ήμισυ μινιμαλιστικό. Προσέξτε ότι, στις παραπομπές του Δόκτορα (με ΦΕΚ και Άρειο Πάγο), η
θεράπουσα συνοδεύει το
ιατρός, όχι το
γιατρός, και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το ίδιο θα συμβαίνει και με τις
θεράπαινες. Τη γνώμη μου την καταλάβατε: το
θεράπων ιατρός είναι απολίθωμα, και στα απολιθώματα δεν φοράμε σκουλαρίκια ούτε μάσκαρα. Ο
θεράπων ιατρός δεν έχει θηλυκό τύπο του
θεράπων επειδή αδυνατεί να έχει θηλυκό τύπο του
ιατρός. Οπότε είτε χρησιμοποιούμε το απολίθωμα ως έχει (π.χ. της
θεράποντος ιατρού), είτε ενηλικιωνόμαστε γλωσσικά, βρίσκουμε και καθιερώνουμε θηλυκό του
γιατρός, και μετά οι
γιατροί και οι, π.χ.,
γιατρίνες μάς λένε τι νομίζουν για τον
θεράποντα και τη
θεράπαινα ή
θεράπουσα, και βλέπουμε.
Συγγνώμη, ξέχασα και μιαν άλλη λύση: μπούρκα και συμπαρομαρτούντα.