Επειδή στην επέτειο της Λεξιλογίας δεν είχα μυαλό να γράψω, έρχομαι με μεγάλη καθυστέρηση να ρίξω τον οβολό μου τώρα. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Θα διαβάσετε παρακάτω την ιστορία ενός έργου, της Πέμπτης Συμφωνίας του Σοστακόβιτς, που την ανακάλυψα πρώτη φορά στο τελευταίο βιβλίο που μετέφρασα. Σας προειδοποιώ για να μην ανησυχήσετε για το τι έπαθα ξαφνικά πως το ύφος μου είναι λίγο επηρεασμένο από αυτό του συγγραφέα μου :)
Το 1934 παίχτηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία το έργο του συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ. Πρόκειται για μια όπερα σε τέσσερις πράξεις, το θέμα της οποίας είναι οι ερωτικές περιπέτειες της Κατερίνας, της γυναίκας ενός εμπόρου, η οποία, στη μοναξιά της, ερωτεύεται έναν εργάτη του άντρα της και εξαιτίας του καταλήγει στο φόνο. Η ιστορία εκτυλίσσεται στα χρόνια πριν από τη Σοβιετική Επανάσταση και το κεντρικό της θέμα αποτελεί διασκευή του ομώνυμου έργου του Νικολάι Λεσκόφ, αν και αυτό που το διαφοροποιεί είναι η συμπάθεια προς την ηρωίδα, που παρουσιάζεται ανθρώπινη παρόλο που δείχνει και ανήθικη συμπεριφορά.
Η όπερα έχει στοιχεία βερισμού και εξπρεσιονισμού και έντονο το σεξουαλικό στοιχείο, κάτι το οποίο αποτέλεσε λόγο να γίνει ο συνθέτης αποδέκτης φορτισμένων σχολίων, παρά τη θερμή υποδοχή που της επιφύλαξαν κοινό και κριτικοί.
Και μετά, η καταστροφή. Στις 26 Ιανουαρίου 1936, ανάμεσα στους θεατές της παράστασης που παίζεται στο Θέατρο Μπολσόι, βρίσκεται ο ίδιος ο Στάλιν με ομάδα συνεργατών του. Δυο μέρες αργότερα, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Πράβντα, το όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, το άρθρο «Χάος αντί για μουσική». Είναι μια λυσσαλέα, ολομέτωπη επίθεση στον Σοστακόβιτς και στη μουσική του και, όπως εικάζεται, ο ανώνυμος συγγραφέας του άρθρου ήταν τελικά ο ίδιος ο Στάλιν.
Με δυο τρεις πινελιές και εν μέσω των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων, ο Στάλιν χαρακτηρίζει τον εικοσιεννιάχρονο συνθέτη εχθρό του λαού. Την επόμενη κιόλας μέρα, ο επίσημος τύπος γεμίζει αποδοκιμασίες. Ζητά να μπει ένα τέλος στις φορμαλιστικές εξυπνάδες. Διατάζει τον Σοστακόβιτς να συμμορφωθεί και να ενστερνιστεί τον ρεαλισμό, την απλή, λαϊκή μουσική γλώσσα. Οι παραστάσεις της όπερας ακυρώνονται και τελικά το ίδιο το έργο απαγορεύεται.
Ο συνθέτης έχει πια πέσει σε δυσμένεια. Στον απόηχο της δολοφονίας του Κίροφ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συλλαμβάνονται, φυλακίζονται και εκτελούνται. Η πεθερά και ο κουνιάδος του Σοστακόβιτς συλλαμβάνονται με την κατηγορία της αντικαθεστωτικής δράσης. Επικρατεί φόβος. Ο Σοστακόβιτς στρέφεται σε έναν θαυμαστή του, τον στρατάρχη Τουχατσέφσκι, ζητώντας του να τον βοηθήσει. Εκείνος κάνει έκκληση στον Στάλιν να δείξει επιείκεια στον Σοστακόβιτς αλλά σύντομα συλλαμβάνεται και εκτελείται και ο ίδιος.
Ο Σοστακόβιτς είναι τότε έτοιμος να δώσει στο κοινό την Τέταρτη Συμφωνία του, ένα έργο επηρεασμένο από τον Μάλερ. Με φόβο για τη ζωή του ωστόσο, και ενώ έχει μεσολαβήσει έντονη κριτική και για άλλα προηγούμενα έργα του, την αποσύρει.
Το 1937, ανεβάζει την Πέμπτη Συμφωνία.
Διαπεραστικές νότες, μουσικές φράσεις που αστράφτουν και εξαφανίζονται, ήχοι που θυμίζουν παραδοσιακή ρωσική μουσική, ένας απόκοσμος θρήνος, καταλήγουν όλα μαζί σε ένα πανηγυρικό εμβατήριο. Μπορείς σχεδόν να δεις με τα μάτια σου τους στρατιώτες να παρελαύνουν μπροστά από την εξέδρα των επισήμων υπό τους ήχους του. Ένα έργο στομφώδες, μνημείο στο σοβιετικό ρεαλισμό. Κι όμως, κάποιες μουσικές φράσεις δεν καταλήγουν όπως θα έπρεπε, κάποιες μελωδίες δεν ακολουθούν την αναμενόμενη πορεία: στο πρώτο μέρος, το παραδοσιακό τραγούδι που υπονοείται στην αρχή είναι κάπως κυκλοθυμικό. Στο δεύτερο, το βαλς μοιάζει άτσαλο, θυμίζει φάρσα, σαν να το χορεύουν χωρικοί με χοντρά ρούχα και βαριές μπότες. Κάτω από την επιφάνεια του μελαγχολικού τρίτου, η μελωδία επιμνημόσυνης τελετής. Και τέλος, ένα αργό εμβατήριο που ξεσπά σε έναν ενθουσιασμό τόσο ξέφρενο που μοιάζει σχεδόν με παρωδία.
Ο καλλιτέχνης παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι, σαν το ποντίκι με τη γάτα: κάνει πως υποκύπτει στις επιταγές του κόμματος αλλά του βγάζει στα κρυφά τη γλώσσα. Όταν το έργο τελειώνει, περιμένει την ετυμηγορία του κοινού με κομμένη την ανάσα, σαν κατηγορούμενος το σώμα των ενόρκων.
Το κοινό στέκεται όρθιο και τον χειροκροτεί για ώρα. Άνθρωποι που οι δικοί τους έχουν εκτελεστεί ο ένας μετά τον άλλον, νιώθουν πως το έργο αυτό δίνει μια διέξοδο στη θλίψη τους και κλαίνε φανερά, χωρίς να προσπαθούν να το κρύψουν, καταδικάζοντας ξεκάθαρα τα όσα συμβαίνουν γύρω τους, χωρίς να τολμούν να το πουν.
Οι επίσημες αρχές ωστόσο κάνουν πως δεν βλέπουν αυτήν την έκφραση της θλίψης. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, χωρίς να παραδεχτούν πως η θλίψη αυτή έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα; Αποδέχονται με χαρά την, κατά δήλωση του ίδιου του συνθέτη, δημιουργική απάντηση ενός σοβιετικού καλλιτέχνη στη δικαιολογημένη κριτική, και ο Σοστακόβιτς αποκαθίσταται στα μάτια του κράτους. Είναι ξανά ελεύθερος να δημιουργήσει, ωστόσο καταδικασμένος για πάντα να παίζει μαζί του κρυφτό. Γράφει έργα που δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας κι εκείνα που, αντίθετα, ανεβαίνουν είναι ύμνοι προς μέλη του κόμματος και το κράτος.
Δεν θα ήθελα εδώ να επεκταθώ περισσότερο στη βιογραφία του Σοστακόβιτς, καθώς εύκολα μπορεί να τη βρει κανείς και δε θα ήθελα να σας κουράσω με τις λεπτομέρειες. Σας αφήνω ωστόσο με την εκτέλεση της Πέμπτης Συμφωνίας από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, με διευθυντή τον Λέοναρντ Μπερνστάιν.
Το 1934 παίχτηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία το έργο του συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ. Πρόκειται για μια όπερα σε τέσσερις πράξεις, το θέμα της οποίας είναι οι ερωτικές περιπέτειες της Κατερίνας, της γυναίκας ενός εμπόρου, η οποία, στη μοναξιά της, ερωτεύεται έναν εργάτη του άντρα της και εξαιτίας του καταλήγει στο φόνο. Η ιστορία εκτυλίσσεται στα χρόνια πριν από τη Σοβιετική Επανάσταση και το κεντρικό της θέμα αποτελεί διασκευή του ομώνυμου έργου του Νικολάι Λεσκόφ, αν και αυτό που το διαφοροποιεί είναι η συμπάθεια προς την ηρωίδα, που παρουσιάζεται ανθρώπινη παρόλο που δείχνει και ανήθικη συμπεριφορά.
Η όπερα έχει στοιχεία βερισμού και εξπρεσιονισμού και έντονο το σεξουαλικό στοιχείο, κάτι το οποίο αποτέλεσε λόγο να γίνει ο συνθέτης αποδέκτης φορτισμένων σχολίων, παρά τη θερμή υποδοχή που της επιφύλαξαν κοινό και κριτικοί.
Και μετά, η καταστροφή. Στις 26 Ιανουαρίου 1936, ανάμεσα στους θεατές της παράστασης που παίζεται στο Θέατρο Μπολσόι, βρίσκεται ο ίδιος ο Στάλιν με ομάδα συνεργατών του. Δυο μέρες αργότερα, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Πράβντα, το όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, το άρθρο «Χάος αντί για μουσική». Είναι μια λυσσαλέα, ολομέτωπη επίθεση στον Σοστακόβιτς και στη μουσική του και, όπως εικάζεται, ο ανώνυμος συγγραφέας του άρθρου ήταν τελικά ο ίδιος ο Στάλιν.
Από το πρώτο λεπτό, ο ακροατής σοκάρεται από μια σκόπιμη διαφωνία, από μια συγκεχυμένη ροή ήχου. Ψήγματα μελωδίας, έμβρυα μουσικών φράσεων πνίγονται, δραπετεύουν και εξαφανίζονται ξανά μέσα σε βουητό, τριγμούς και τσιρίδες [...]
Η δύναμη που έχει η καλή μουσική να επηρεάζει τις μάζες θυσιάστηκε στο βωμό μιας μικροαστικής, «φορμαλιστικής» απόπειρας για πρωτοτυπία μέσω φτηνής γελοιότητας. [...] αριστερίστικο χάος αντί για φυσιολογική, ανθρώπινη μουσική.
Ο κίνδυνος της τάσης αυτής για τη σοβιετική μουσική είναι ξεκάθαρος. Η αριστερίστικη διαστρέβλωση της όπερας πηγάζει από την ίδια πηγή με την αριστερίστικη διαστρέβλωση της ζωγραφικής, της ποίησης, της διδασκαλίας και της μουσικής. Οι μικροαστικές «καινοτομίες» οδηγούν στην αποκοπή από την αληθινή τέχνη, την αληθινή επιστήμη και την αληθινή λογοτεχνία. [...]
Η μουσική γρυλίζει, βογκάει, ασθμαίνει και αγκομαχά. [...] Η ταλαντούχα ερμηνεία αξίζει ευγνωμοσύνη, οι μάταιες προσπάθειες μεταμέλεια.
Με δυο τρεις πινελιές και εν μέσω των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων, ο Στάλιν χαρακτηρίζει τον εικοσιεννιάχρονο συνθέτη εχθρό του λαού. Την επόμενη κιόλας μέρα, ο επίσημος τύπος γεμίζει αποδοκιμασίες. Ζητά να μπει ένα τέλος στις φορμαλιστικές εξυπνάδες. Διατάζει τον Σοστακόβιτς να συμμορφωθεί και να ενστερνιστεί τον ρεαλισμό, την απλή, λαϊκή μουσική γλώσσα. Οι παραστάσεις της όπερας ακυρώνονται και τελικά το ίδιο το έργο απαγορεύεται.
Ο συνθέτης έχει πια πέσει σε δυσμένεια. Στον απόηχο της δολοφονίας του Κίροφ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συλλαμβάνονται, φυλακίζονται και εκτελούνται. Η πεθερά και ο κουνιάδος του Σοστακόβιτς συλλαμβάνονται με την κατηγορία της αντικαθεστωτικής δράσης. Επικρατεί φόβος. Ο Σοστακόβιτς στρέφεται σε έναν θαυμαστή του, τον στρατάρχη Τουχατσέφσκι, ζητώντας του να τον βοηθήσει. Εκείνος κάνει έκκληση στον Στάλιν να δείξει επιείκεια στον Σοστακόβιτς αλλά σύντομα συλλαμβάνεται και εκτελείται και ο ίδιος.
Ο Σοστακόβιτς είναι τότε έτοιμος να δώσει στο κοινό την Τέταρτη Συμφωνία του, ένα έργο επηρεασμένο από τον Μάλερ. Με φόβο για τη ζωή του ωστόσο, και ενώ έχει μεσολαβήσει έντονη κριτική και για άλλα προηγούμενα έργα του, την αποσύρει.
Το 1937, ανεβάζει την Πέμπτη Συμφωνία.
Διαπεραστικές νότες, μουσικές φράσεις που αστράφτουν και εξαφανίζονται, ήχοι που θυμίζουν παραδοσιακή ρωσική μουσική, ένας απόκοσμος θρήνος, καταλήγουν όλα μαζί σε ένα πανηγυρικό εμβατήριο. Μπορείς σχεδόν να δεις με τα μάτια σου τους στρατιώτες να παρελαύνουν μπροστά από την εξέδρα των επισήμων υπό τους ήχους του. Ένα έργο στομφώδες, μνημείο στο σοβιετικό ρεαλισμό. Κι όμως, κάποιες μουσικές φράσεις δεν καταλήγουν όπως θα έπρεπε, κάποιες μελωδίες δεν ακολουθούν την αναμενόμενη πορεία: στο πρώτο μέρος, το παραδοσιακό τραγούδι που υπονοείται στην αρχή είναι κάπως κυκλοθυμικό. Στο δεύτερο, το βαλς μοιάζει άτσαλο, θυμίζει φάρσα, σαν να το χορεύουν χωρικοί με χοντρά ρούχα και βαριές μπότες. Κάτω από την επιφάνεια του μελαγχολικού τρίτου, η μελωδία επιμνημόσυνης τελετής. Και τέλος, ένα αργό εμβατήριο που ξεσπά σε έναν ενθουσιασμό τόσο ξέφρενο που μοιάζει σχεδόν με παρωδία.
Ο καλλιτέχνης παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι, σαν το ποντίκι με τη γάτα: κάνει πως υποκύπτει στις επιταγές του κόμματος αλλά του βγάζει στα κρυφά τη γλώσσα. Όταν το έργο τελειώνει, περιμένει την ετυμηγορία του κοινού με κομμένη την ανάσα, σαν κατηγορούμενος το σώμα των ενόρκων.
Το κοινό στέκεται όρθιο και τον χειροκροτεί για ώρα. Άνθρωποι που οι δικοί τους έχουν εκτελεστεί ο ένας μετά τον άλλον, νιώθουν πως το έργο αυτό δίνει μια διέξοδο στη θλίψη τους και κλαίνε φανερά, χωρίς να προσπαθούν να το κρύψουν, καταδικάζοντας ξεκάθαρα τα όσα συμβαίνουν γύρω τους, χωρίς να τολμούν να το πουν.
Οι επίσημες αρχές ωστόσο κάνουν πως δεν βλέπουν αυτήν την έκφραση της θλίψης. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, χωρίς να παραδεχτούν πως η θλίψη αυτή έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα; Αποδέχονται με χαρά την, κατά δήλωση του ίδιου του συνθέτη, δημιουργική απάντηση ενός σοβιετικού καλλιτέχνη στη δικαιολογημένη κριτική, και ο Σοστακόβιτς αποκαθίσταται στα μάτια του κράτους. Είναι ξανά ελεύθερος να δημιουργήσει, ωστόσο καταδικασμένος για πάντα να παίζει μαζί του κρυφτό. Γράφει έργα που δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας κι εκείνα που, αντίθετα, ανεβαίνουν είναι ύμνοι προς μέλη του κόμματος και το κράτος.
Δεν θα ήθελα εδώ να επεκταθώ περισσότερο στη βιογραφία του Σοστακόβιτς, καθώς εύκολα μπορεί να τη βρει κανείς και δε θα ήθελα να σας κουράσω με τις λεπτομέρειες. Σας αφήνω ωστόσο με την εκτέλεση της Πέμπτης Συμφωνίας από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, με διευθυντή τον Λέοναρντ Μπερνστάιν.
Last edited: