Φυλή και Ευγονική στην Ελλάδα
Από την ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Αριστερά, ο Ιωάννης Κούμαρης. Δεξιά ο σερ Φράνσις Γκάλτον που επινόησε τον όρο «ευγονική» (Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου).
Sevasti Trubeta, Physical Anthropology, Race and Eugenics in Greece 1880s -1970s,
Brill Academic Publishers (Σειρά: Balkan Studies Library), Λέιντεν 2013, σελ. 354
Φυσική ανθρωπολογία, φυλή και ευγονική
Οι έννοιες «έθνος» και «φυλή» στον ελληνικό κοινωνικό λόγο, σε δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο, βρίσκονταν πάντα σε κυρίαρχη θέση από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Ο στερεοτυπικός και συνθηματικός χαρακτήρας τους και, κυρίως, το φαντασιακό κεφάλαιο που επενδύουν σ’ αυτές τις έννοιες άτομα και ομάδες σε καιρό ειρήνης και πολέμου, είναι ζητήματα που έχουν απασχολήσει σταθερά στην Ελλάδα ιστορικούς και κοινωνιολόγους ιδιαίτερα κατά τη μεταδικτατορική περίοδο.
Ωστόσο η έννοια «φυλή», χρησιμοποιημένη τον 19ο αιώνα ως λέξη συνώνυμη με το έθνος, ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα είχε μετακινηθεί από τη δικαιοδοσία των ιστορικών σε εκείνην των βιοφυσικών επιστημόνων. Η αλλαγή αυτή είχε αλόγιστες συνέπειες, που έγιναν κατανοητές μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η έννοια της φυλής χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο θανάτου για μεγάλες ομάδες του πληθυσμού της Ευρώπης.
Τη νέα γνώση περί «φυλής» τη διεκδικούσε η Φυσική Ανθρωπολογία, επιστημονικός κλάδος που ερευνούσε τις βιολογικές όψεις της ανθρώπινης ζωής και η εμφάνιση του συνέπιπτε με την εδραίωση και την οργάνωση των νέων εθνικών κρατών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Επρόκειτο για μια ιατρική επιστήμη με ολιστικές αξιώσεις και παρακλάδια όχι μόνο στα ιατρικά εργαστήρια αλλά και στα κυβερνητικά γραφεία. Διότι η ενασχόληση με τις φυλές επεκτεινόταν και στην διαφύλαξη της υγείας τους. Η ιατρικοποιημένη «φυλή» απαιτούσε έλεγχο και θεραπείες που ανέλαβε η «φυλετική υγιεινή» και η «ευγονική», μέσα σε ένα κλίμα απολυταρχικού βιολογισμού.
Τα νέα πεδία της ιατρικής που προέκυψαν από τις βιοφυσικές επιστήμες, ιδιαίτερα στα νέα κράτη της Ευρώπης, συμβάδιζαν με ένα πνεύμα εθνικής αναγέννησης: «Η φυλετική υγιεινή, δηλαδή η προάσπισις της κληρονομικής γραμμής, από γενεάς εις γενεάν, έχει πατρίδα την Ελλάδα, με τον Καιάδα και τους νόμους του Λυκούργου», έγραφε το 1939 ο Ιωάννης Κούμαρης (1879-1970), ο πατέρας της ελληνικής Φυσικής Ανθρωπολογίας, ο άνθρωπος ο οποίος διετέλεσε επί τριάντα πέντε χρόνια διευθυντής του Ανθρωπολογικού Μουσείου, ενώ υπήρξε ο πρώτος καθηγητής της Φυσικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1925) και ο ιδρυτής της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας (1924).[SUP]1[/SUP]
Στην Ελλάδα η ιστορία της Φυσικής Ανθρωπολογίας, αυτού του κομβικού όσο και αμφιλεγόμενου κλάδου της επιστήμης, δεν είχε δυστυχώς διερευνηθεί μέχρι πρόσφατα. Και το όνομα του Ιωάννη Κούμαρη το συναντούμε πλέον μόνο σε ιστότοπους υπερεθνικοφρόνων και ακροδεξιών τάσεων, ενώ υπήρξε ένας επιστήμονας ο οποίος επί δεκαετίες συνεργάστηκε με κορυφαίους εκπροσώπους της πνευματικής ζωής μας από όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Αλλά και η εμφάνιση της ευγονικής στην Ελλάδα είναι επίσης ένα ζήτημα ανεπαρκώς διερευνημένο.[SUP]2[/SUP] Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύς λόγος για τη λεγόμενη «αρνητική» ευγονική, που βρήκε την ακραία έκφανσή της στα ναζιστικά προγράμματα στείρωσης και ευθανασίας. Όμως λιγότερος λόγος γίνεται για την «θετική» ευγονική, μια υπερμοντέρνα χαρούμενη επιστήμη που άνθησε παντού, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην ΕΣΣΔ, με τη μορφή του κρατικού ελέγχου της υγείας. Όπως παρατηρεί ο Μαρκ Μαζάουερ, «οι κοινωνικές πολιτικές για τη βελτίωση των πληθυσμών αντανακλούσαν τις αγωνίες των εθνών-κρατών, που ήθελαν να υπερασπιστούν ή να επιβάλουν τον εαυτό τους σε έναν κόσμο γεμάτο εχθρούς».[SUP]3[/SUP]
Αυτό το κενό της ελληνικής έρευνας καλύπτουν οι σημαντικές εργασίες της κοινωνικής ανθρωπολόγου Σεβαστής Τρουμπέτα (Πανεπιστήμιο Αιγαίου), η οποία ασχολείται με τα ζητήματα αυτά από το τέλος της δεκαετίας του ’90, και ιδίως το ανά χείρας βιβλίο της, στο οποίο διερευνά σε βάθος την ιστορία της Φυσικής Ανθρωπολογίας και τις τύχες των ιδεών της φυλετικής υγιεινής και της ευγονικής στην Ελλάδα, όσο και την αμφίρροπη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας με βιολογικούς όρους.
Η Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία και ο Ιωάννης Κούμαρης
Στο βιβλίο της η Σεβαστή Τρουμπέτα εξετάζει διεξοδικά τους φορείς και τα πρόσωπα που αναμίχθηκαν στην εμφάνιση της Φυσικής Ανθρωπολογίας στην Ελλάδα, καθώς και το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε: με την ίδρυση του Ανθρωπολογικού Μουσείου το 1886, την ίδρυση πανεπιστημιακής έδρας της Φυσικής Ανθρωπολογίας το 1925 και την ίδρυση της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας το 1924.[SUP]4[/SUP] Και στους τρεις αυτούς θεσμούς πρωτοστάτησε ο Ιωάννης Κούμαρης, ο οποίος διαδέχθηκε τον Κλώνο Στέφανο στη διεύθυνση του Ανθρωπολογικού Μουσείου το 1915 και παρέμεινε διευθυντής του επί 35 χρόνια, ενώ διατήρησε την έδρα της Φυσικής Ανθρωπολογίας μέχρι το 1949.
Ο Ιωάννης Κούμαρης, καταγόμενος από την Σπάρτη, απόγονος Λακεδαιμόνιων αγωνιστών του ’21, σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και τη Γαλλία. Δραστήριος και πολυγραφότατος, ένθερμος πατριώτης —δημοσίευσε πατριωτικά ποιήματα με το εύγλωττο ψευδώνυμο Ίων Μυστράς—, άνθρωπος μοναχικός, ασκητικός, πολιτικά ουδέτερος, υπήρξε για πολλές δεκαετίες το κεντρικό πρόσωπο της ελληνικής επιστημονικής συζήτησης γύρω από τη «φυλή». Η συζήτηση αυτή δεν διεξήχθη μόνο ανάμεσα στα μέλη της ιατρικής κοινότητας διότι το γνωστικό πεδίο των νέων βιοφυσικών επιστημών ήταν διεπιστημονικό. Οι έρευνες για τη «φυλή» έφεραν κοντά τον βιολόγο με τον αρχαιολόγο, τον ανατόμο με τον παλαιοντολόγο και τον γλωσσολόγο. Η κατάσταση αυτή δεν εξυπηρετούσε μόνο την επιστήμη, και την εικονογραφεί θαυμάσια το ελληνικό παράδειγμα: ένας οπαδός της καθαρεύουσας —και της αρχαίας ελληνικής— ποιον άλλο συνεργάτη θα επιθυμούσε από έναν βιολόγο, που θα μπορούσε να υποστηρίξει και στο επίπεδο μιας σκληρής, θετικής επιστήμης, την εθνική συνέχεια;
Όταν το 1924 ο Κούμαρης ίδρυσε την Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία, στον κατάλογο των ιδρυτικών μελών, όσο και των τακτικών και επίτιμων μελών, διακρίνουμε αυτήν ακριβώς τη διεπιστημονικότητα: πλάι στα ονόματα γιατρών όπως ο Κούμαρης, ο Γεώργιος Σκλαβούνος και ο Μαρίνος Γερουλάνος, βρίσκονται αυτά του γλωσσολόγου Παναγή Λορεντζάτου, του ιστορικού και εθνολόγου Κωνσταντίνου Άμαντου, του Σωκράτη Κουγέα, του Σίμου Μενάρδου. Το 1941, ανάμεσα στα ονόματα των νέων εταίρων, που αυξάνονταν κάθε χρόνο, διαβάζουμε αυτά του Νίκου Βέη, του Γιάννη Κορδάτου, του Ιωάννη Κακριδή, του Στέλιου Σπεράντζα, του Δημήτρη Κουρέτα. Η ανάγνωση του καταλόγου των μελών καθιστά εμφανές ότι η εταιρεία δεν ευνοούσε έναν συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό και κάλυπτε ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα.
Αριστερά ο Πολωνός γιατρός Λούντβιγκ Χίρσφελντ, τις αιματολογικές έρευνες του οποίου επικαλέστηκε ο Ι. Κούμαρης.
Δεξιά ο Κώστας Ουράνης, ο οποίος αντέδρασε στις θεωρίες των φανατικών οπαδών της ευγονικής στην Ελλάδα.
(Φωτ. αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).
Μεταξύ των εταίρων υπήρχαν και ξένοι επιστήμονες, πάντα με την ίδια πολυμορφία ως προς την ειδικότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό. Ο Γάλλος Ζωρζ Παπιγιώ, καθηγητής κοινωνιολογίας στη Σχολή Ανθρωπολογίας στο Παρίσι και ιδρυτικό μέλος της Γαλλικής Εταιρείας Ευγονικής, ήταν οπαδός του Φράνσις Γκάλτον, υπέρμαχος της φυλετικής καθαρότητας και πολέμιος της μετανάστευσης στη Γαλλία του μεσοπολέμου. Μέλος ήταν και ο διαπρεπής φιλέλληνας Γαλλοεβραίος ελληνιστής Σαλομόν Ρενάκ, γνωστός στους νεοελληνιστές για τη φιλία του με τον Αιμίλιο Λεγκράν. Ο Σαλομόν Ρενάκ ήταν αδελφός του Ζοζέφ, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στον αγώνα υπέρ του Ντρέυφους. Ένα από τα ιδρυτικά μέλη ήταν ο Σταύρος Τσουρουκτσόγλου, ειδικός στα ζητήματα κληρονομικότητας και ευγονικής ή «ευγονίας», γνωστός περισσότερο στη σχετική γερμανική και λιγότερο στην ελληνική βιβλιογραφία.
Η Φυσική Ανθρωπολογία σύμφωνα με τον Κούμαρη έπρεπε να κρατηθεί ουδέτερη και απολιτική. Πράγματι, διαβάζοντας τα κείμενα του Κούμαρη στα πρακτικά της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, διαπιστώνουμε πόσο προσπαθούσε να είναι «πολιτικά ορθός». Οι έρευνες για την ελληνική φυλή έπρεπε να γίνονται «χωρίς να θέλωμεν να θίξωμεν τυχόν εθνικιστικά ζητήματα», διακήρυσσε το 1926 ο Κούμαρης.[SUP]5[/SUP] Στην πραγματικότητα, θρεμμένος με τις ιδέες της γερμανικής και γαλλικής ανθρωπολογίας, πίστευε ακράδαντα στη φυλετική διαφορά και υποστήριζε ότι αυτή η διαφορά πρέπει να προστατεύεται. «Έχομεν γράψει, ότι η ποικιλία των φυλών ενέχει και “ωραιότητα” και η διατήρησις αυτών αποτελεί επιβεβλημένην προσπάθειαν, καθ’ ημάς τουλάχιστον», έγραφε ακόμη και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[SUP]6[/SUP] Κατ’ αυτόν άλλωστε δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι Έλληνες αποτελούν ιδιαίτερη φυλή, η οποία από την αρχαιότητα εξελίχθηκε διαμέσου των αιώνων και, παρά τις επιμιξίες με Τούρκους, Αλβανούς ή Σλάβους, το ελληνικό στοιχείο κυριάρχησε και απορρόφησε τα ξένα στοιχεία. Σ’ αυτή τη φάση η ελληνική φυλή έπρεπε να διατηρήσει την καθαρότητά της και να αποφύγει τη νόθευση εξαιτίας μικτών γάμων.
Την επιστημονική θεωρία του Κούμαρη για τις φυλές παρουσιάζει αναλυτικά η Σεβαστή Τρουμπέτα, επισημαίνοντας τις αξιώσεις του σε μια οικουμενική επιστημονική γνώση. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Κούμαρης δεν υποστήριζε τη φυλετική ανωτερότητα των Ελλήνων, και μάλιστα κατέκρινε τους ναζί για την «υπεροπτικήν θεωρίαν της ανωτερότητος» της άριας φυλής, εξαιτίας της οποίας «το ωραίον τούτο πρόβλημα του κόσμου (το φυλετικό) εσκοτίσθη».[SUP]7 [/SUP]Όμως η θεωρία της ιδιαιτερότητας των φυλών, την οποία προσπαθούσε να στηρίξει με βιολογικά επιχειρήματα, τον οδηγούσε ακόμη και σε παραναγνώσεις. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του στις εργασίες του Πολωνού γιατρού και μικροβιολόγου Λούντβιγκ Χίρσφελντ, στις οποίες παραπέμπει το 1926. Ο Χίρσφελντ είχε σπουδάσει στη Γερμανία και εγκαινίασε την έρευνα για τους τύπους αίματος. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε εθελοντικά με τον σερβικό στρατό, και το 1915 στη Θεσσαλονίκη ανακάλυψε τον βάκιλο
Salmonella Paratyphi C. Αργότερα ο Χίρσφελντ εγκαταστάθηκε στην Πολωνία όπου συνέχισε τις έρευνες του. Στη διάρκεια του πολέμου διώχθηκε από τους ναζί για την εβραϊκή καταγωγή του, αλλά κατάφερε να διασωθεί. Ο Κούμαρης το 1926 επικαλείται τις αιματολογικές έρευνες που έκανε ο Χίρσφελντ[SUP]8[/SUP] σε στρατιώτες Μικρασιάτες και Βορειοελλαδίτες και βρήκε «ομοιομορφίαν». Όμως ο ίδιος ο Χίρσφελντ είχε φροντίσει από νωρίς να διαχωρίσει τη θέση του από εκείνους που συνδέουν τις έρευνες για το αίμα με τον μυστικισμό της φυλής, και γράφει στα απομνημονεύματα του: «Η έννοια του έθνους στηρίζεται στην αγάπη για την πατρίδα και τις πολιτιστικές παραδόσεις, και όχι στο αίμα ή στη φυλή».[SUP]9[/SUP]
Η ευγονική στην Ελλάδα
Η Σεβαστή Τρουμπέτα αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της ερευνάς της στο ευρύτερο πρόγραμμα του Κούμαρη, το οποίο επεκτεινόταν σε ζητήματα ευγονικής. Ήδη σε παλαιότερη εργασία της είχε εξετάσει την εμφάνιση της ευγονικής στην Ελλάδα και παρατηρούσε ότι το ζητούμενο ήταν η παραγωγή ενός ποιοτικά ανώτερου πληθυσμού, ο οποίος δεν θα επιβάρυνε τα ταμεία κοινωνικής αρωγής και συγχρόνως θα έδινε εγγυήσεις για την ανώτερη ποιότητα της ελληνικής φυλής.[SUP]10[/SUP] Στην Ελλάδα η ευγονική, η οποία εμφανίζεται επίσης με τα ονόματα «ευγονία», «ευγονισμός», «καλλιγονία», υπήρξε πρώτιστο μέλημα των υπουργείων Υγιεινής, ειδικότερα χάρη στον Απόστολο Δοξιάδη, ο οποίος διετέλεσε υφυπουργός Υγιεινής στην Κυβέρνηση του Βενιζέλου το 1928. Η ευγονική θα έβρισκε έναν μεγάλο και εξαιρετικά δραστήριο υποστηρικτή στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μουτούση, πρώτου καθηγητή Υγιεινής στην έδρα που δημιουργήθηκε το 1933 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι επιδιώξεις των ευγονιστών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου εντάσσονταν στο πρόγραμμα του εκσυγχρονισμού, σε μια περίοδο κατά την οποία θέριζε η φυματίωση και επικρατούσε άγνοια σχετικά με την προφύλαξη και τη θεραπεία από τα αφροδίσια νοσήματα.[SUP]11[/SUP]
Στις προσπάθειες κρατικού ελέγχου της υγείας συμμετείχαν με τη δράση τους και άλλα ιδρύματα όπως η Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία και το Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων, που οργάνωσε ειδικό τμήμα Υγιεινής και πραγματοποιούσε εκδηλώσεις, διαλέξεις και εκδόσεις σχετικά με τα «κοινωνικά νοσήματα», δηλαδή την φυματίωση, την σύφιλη, την ελονοσία, τα τραχώματα και τις τοξικομανίες, τον αλκοολισμό, την υγιεινή του γάμου κ.λπ. Οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνταν στις αίθουσες του συλλόγου Παρνασσός και της Αρχαιολογικής Εταιρείας και συνοδεύονταν από διανομή ενημερωτικού υλικού και προβολή ταινιών. Διαλέξεις γίνονταν επίσης από το Συμβούλιο Ελληνίδων σε συνοικίες, όπως τα Πετράλωνα και ο Βύρωνας.
Χάρη σε μια εμπεριστατωμένη έρευνα σε ιατρικές εφημερίδες και περιοδικά, την πρώτη που γίνεται στον χώρο αυτό, η Σεβαστή Τρουμπέτα παρουσιάζει το είδος της κειμενογραφίας που αναπτύχθηκε τότε για τη διαφώτιση και την προστασία του πληθυσμού από τα «κοινωνικά νοσήματα» και τα σύμβολα της κοινωνικής παθολογίας. Στο στόχαστρο ήταν προπάντων οι θεωρούμενες κληρονομικές παθήσεις και οι φορείς τους, και μεταξύ άλλων οι «κληρονομοσυφιλιδικοί». Η σειρά εκδόσεων με τίτλο Βιβλιοθήκη Κοινωνικής Υγιεινής, που διηύθυνε ο γιατρός Νικόλαος Δρακουλί-δης, γνωστότερος με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Αγγελος Δόξας, φιλοξένησε τις απόψεις των σημαντικότερων υγιεινιστών και ευγονιστών της εποχής, οι οποίοι είχαν διάφορες ιατρικές ειδικότητες: Σταύρος Τσουρουκτσόγλου, Μωυσής Μωυσείδης, Γεώργιος Βλαβιανός, Σπυρ. Αρδαβάνης-Λυμπεράτος, Ηλίας Ι. Μακρής.
Το προγαμιαίο πιστοποιητικό υγείας
Μια σημαντική σελίδα στην ιστορία της ελληνικής ευγονικής ήταν η προσπάθεια της θέσπισης προγαμιαίου πιστοποιητικού υγείας —ένα ζήτημα στο οποίο η Σεβαστή Τρουμπέτα έχει αφιερώσει ειδική εργασία.[SUP]12[/SUP] Υπέρ του προγαμιαίου ελέγχου αγωνίστηκαν επί σειρά ετών οι Έλληνες υγιεινολόγοι. Το πιστοποιητικό αυτό είχε εισαχθεί σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ από το 1907, και στις σκανδιναβικές χώρες με υπεύθυνη δήλωση (1919-1922).
Το προγαμιαίο πιστοποιητικό υγείας έγινε αντικείμενο πλούσιας αρθρογραφίας στην Ελλάδα, ενώ απασχόλησε και το νομοθετικό σώμα από το 1919. Όταν η πρόταση για τη λήψη ανάλογων μέτρων συζητήθηκε στη βουλή, με εισηγητή τον βουλευτή Λασιθίου γιατρό Μιχαήλ Καταπόδη, πολλοί βουλευτές τάχθηκαν εναντίον. Ο ίδιος ο εισηγητής δίσταζε να εισηγηθεί την διά νόμου επιβολή της ευγονικής στείρωσης. Το μέτρο ξανασυζητήθηκε το 1925 με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Υγιεινής Πρόνοιας Κ. Φιλάνδρου, ο οποίος σε επιστολή προς την Μητρόπολη Αθηνών επεσήμανε την αυξανόμενη «κακογονία» στη χώρα μας και βρήκε την υποστήριξη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Κατά την αναθεώρηση του αστικού κώδικα στα τέλη του 1930 οι νομικοί διχάστηκαν. Ο Γεώργιος Μπαλής εξέφρασε τον φόβο ότι το μέτρο θα αποβεί «καταθλιπτικόν και επικίνδυνον κοινωνικώς», άλλοι ότι περιορίζει την ελευθερία του ατόμου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι υπέρ της στείρωσης με βάση το πρότυπο των ΗΠΑ τάχθηκε ο σοσιαλιστής Αλέξανδρος Σβώλος, παρότι αναγνώρισε ότι τα μέτρα αυτά είναι «τυραννικά και σχεδόν βάρβαρα». Τελικά το μέτρο απορρίφθηκε.
Στον αγώνα υπέρ του προγαμιαίου πιστοποιητικού πρωτοστατούσε ο Κούμαρης, ο οποίος ήταν όπως είδαμε ενάντιος στους μικτούς γάμους Ελλήνων με άτομα άλλων εθνικοτήτων, καθώς γι’ αυτόν η υγεία συμπεριλάμβανε και τη φυλετική καθαρότητα. Κι ενώ το 1933 πολλοί Έλληνες υγιεινολόγοι, από αντίδραση στους σχετικούς χιτλερικούς νόμους, πρότειναν την εθελοντική αλλά όχι την υποχρεωτική στείρωση εκείνων οι οποίοι έπασχαν από ανίατα νοσήματα, στο ζήτημα της απαγόρευσης των μικτών γάμων ο Κούμαρης παρέμεινε ακλόνητος ακόμη και το 1943, όταν ο γάμος μεταξύ χριστιανών και Εβραίων μπορούσε να σώσει ζωές.[SUP]13[/SUP]
Η Σεβαστή Τρουμπέτα υπογραμμίζει ότι η προσπάθεια διάδοσης των ευγονικών ιδεών στην Ελλάδα, αν και απελευθέρωσε αντίρροπες δυναμικές —όπως η αντίδραση στο προγαμιαίο πιστοποιητικό—, εντούτοις δεν απέφυγε να μπει στη διαδικασία της ενοχοποίησης του θύματος: τα μέτρα αποσκοπούσαν κυρίως να ελέγξουν την υγεία στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία θεωρούνταν τα ίδια υπεύθυνα για την κατάστασή τους· ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο που επεσήμανε ο Γουίλιαμ Ράιαν στο βιβλίο του
Blaming the Victim (1971). Τα ευγονικά ιδανικά δεν θα μπορούσαν να μην οδηγούν σε τερατουργήματα. Και στην ελληνική περίπτωση μπορούμε να σκεφτούμε την εχθρότητα του γηγενούς πληθυσμού απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες «τουρκόσπορους», που αποτελεί ένα από τα κορυφαία δείγματα του κοινωνικού, εμφύλιου ρατσισμού στην Ελλάδα.
Αναμφίβολα πολλοί ήσαν εκείνοι από τον πνευματικό κόσμο οι οποίοι επικροτούσαν τις βιολογικές αντιλήψεις, άλλοι όμως αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τις ευγονιστικές υπερβολές. Ενδεικτική είναι μια έρευνα για το προγαμιαίο πιστοποιητικό το 1929 στο περιοδικό
Υγεία, που διηύθυνε ο γιατρός Μ. Μωυσείδης, ένας από τους πιο φανατικούς οπαδούς της ευγονικής στην Ελλάδα. «Όχι», απάντησε ο Κώστας Ουράνης, «η έκδηλος κακογονία που παρατηρείται στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη δεν θεραπεύεται με απαγορεύσεις γάμου για εκείνους που πάσχουν από ορισμένα νοσήματα, ούτε με... αποστειρώσεις».[SUP]14[/SUP] Αντίθετα ο Ουράνης επεσήμαινε την ανάγκη για ενημέρωση και ανύψωση του επιπέδου πολιτισμού.
Εάν συγκρίνουμε την ανάπτυξη των ευγονικών ιδεών στην Ελλάδα με εκείνην που σημειώνεται σε άλλα κράτη, όπως π.χ. η Γαλλία, παρατηρούμε ότι στο μικρό και νεοσύστατο κράτος οι ιδέες αυτές δεν γνώρισαν την ευρεία διάδοση που είχαν αλλού. Στη Γαλλία, κυρίως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι απώλειες σε πληθυσμό και οι υπερτιμημένες στατιστικές της διάδοσης των αφροδισίων νοσημάτων ανάμεσα στους στρατιώτες οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας προπαγάνδας κατά του εκφυλισμού, που προέβαλε τη σύφιλη ως μέγιστο κοινωνικό κίνδυνο. Μια ολόκληρη λογοτεχνία, ή ορθότερα παραλογοτεχνία, για πλατιά κατανάλωση, δημιουργήθηκε γύρω από το θέμα αυτό. Σ’ αυτά τα ηθικο-διδακτικά μυθιστορήματα οι Γάλλοι «συφιλιδογράφοι» απηχούσαν περισσότερο τον κανονιστικό λόγο της εξουσίας, τις φοβίες, τις ηθικές προκαταλήψεις και τον ρατσισμό, και λιγότερο την αγωνία των ανθρώπων.[SUP]15[/SUP] Στην Ελλάδα δεν διαπιστώνεται ένα τέτοιας έκτασης φαινόμενο. Ακόμη και ο γιατρός Νικόλαος Δρακουλίδης, συγγραφέας ευάριθμων ενημερωτικών άρθρων για τους κινδύνους των αφροδίσιων νοσημάτων, λίγες αναφορές είχε στους κινδύνους της σύφιλης στα «κοσμοπολίτικα» διηγήματα και μυθιστορήματα που υπέγραφε ως Αγγελος Δόξας. Ίσως αυτή η θεματική να ήταν πολύ τολμηρή για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, όμως συνέτρεχαν και άλλοι λόγοι: το ζήτημα της κοινωνικής «παθολογίας» υποχωρούσε μπροστά στο αίτημα για εθνική «ευρωστία», και οι φαντασιακές κατασκευές τοποθετούσαν τους εχθρούς κυρίως έξω από τα εθνικά σύνορα.
Στη ρητορική των Ελλήνων ευγονιστών του Μεσοπολέμου συμπλέκονταν με τρόπο εντυπωσιακό οι έννοιες της υγείας, του έθνους και της φυλής, και σ’ αυτό συνέτεινε η ανάμιξη των Ελλήνων ανθρωπολόγων, και ιδιαίτερα του Κούμαρη. Η προστασία της δημόσιας υγείας μπερδευόταν με εκείνην της διαφύλαξης της ελληνικής φυλής από ακατάλληλες ή επικίνδυνες επιμιξίες. «Δεν φανταζόμεθα ότι θα είνε δυνατόν τότε να προτιμηθεί της βαθμιαίας, λελογισμένης, επιστημονικής καθάρσεως, η οιαδήποτε μείξις μετά νεγρικού, ή μογγολικού, ή σημιτικού, ή ετερόφυλου ακόμη και “λευκού” αίματος», έγραφε ο Κούμαρης το 1939.[SUP]16[/SUP]
Μόδεστο Μπρόκος υ Γκόμες,
Η λύτρωση του Χαμ, 1895, λάδι σε καμβά
Εθνικό Μουσείο Καλών Τεχνών, Ρίο Ντε Τζανέιρο
Το έργο αναφέρεται στις φυλετικές θεωρίες στα τέλη του 19ου αι., στο φαινόμενο της επιδίωξης «λεύκανσης» μέσω επιμιξιών και αλληγορικά στην κατάρα του Νώε και τις λαϊκές πεποιθήσεις για τους απογόνους του.
Η κρυφή κληρονομιά του φυλετικού εθνικισμού
Η Σεβαστή Τρουμπέτα, παρακολουθώντας τη φθίνουσα πορεία των ανθρωπολογικών θεσμών στην Ελλάδα και την αποτυχία της συνεργασίας τους με άλλες επιστήμες, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες της Ευρώπης, προχωρεί σε επισημάνσεις οι οποίες είναι όσο ποτέ επίκαιρες. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, η ελληνική ανθρωπολογική επιστήμη λειτούργησε ως ένα φόρουμ στο οποίο βρήκαν εύφορο έδαφος βιολογικά, φυλετικά και ρατσιστικά μοντέλα προσέγγισης της ανθρώπινης ζωής και κοινωνίας. Ο ανθρωπολογικός λόγος ήταν το κύριο έδαφος στο οποίο καλλιεργήθηκαν ρατσιστικές ανθρωπολογικές θεωρίες και κανονικοποιήθηκε ο επιστημονικός ρατσισμός, ειδικά μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας. Τα ανθρωπολογικά επιχειρήματα του Κούμαρη, τα οποία και παλιότερα και τώρα ανακινούνται για να στηρίξουν τα δόγματα της εθνικής θεωρίας, εμφανίζονταν ως ένα «καθεστώς αλήθειας», από το οποίο ο ίδιος αντλούσε επιστημονικό κύρος. Όμως, σύμφωνα με την συγγραφέα, αν και τα γενετικο-βιολογικά επιχειρήματα για την νομιμοποίηση της ελληνικής καταγωγής στην αρχαιότητα έχουν ανατραπεί από γενετιστές όπως ο Κώστας Κριμπάς,[SUP]17 [/SUP]η ελληνική Φυσική Ανθρωπολογία ως πεδίο έγκυρης επιστημονικής γνώσης δεν αμφισβητήθηκε ούτε από την ακαδημαϊκή κοινότητα ούτε από την κοινωνία.
Παρά τις ρατσιστικές απόψεις του ο Ιωάννης Κούμαρης θεωρείται και σήμερα από τους ανθρωπολόγους της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ως πρωτοπόρος της ελληνικής ανθρωπολογικής επιστήμης. Η απουσία κριτικής των απόψεων του Κούμαρη, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως αυτή του Β. Αγγελίδη που δημοσιεύθηκε το 1945 στην ΚΟΜΕΠ,[SUP]18[/SUP] συνέβαλε στην κανονικοποίηση και την διαιώνιση της «κρυφής κληρονομιάς» του ρατσιστικού εθνικισμού. Όπως δείχνει η Σεβαστή Τρουμπέτα στην εμπεριστατωμένη ερευνά της, οι ανθρωπολογικοί θεσμοί δεν απέτυχαν μόνο στο να γίνουν, σε συνεργασία με άλλες επιστήμες, συντελεστές του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, αλλά συνέβαλαν καθοριστικά στη διαιώνιση της ρητορικής του ρατσισμού και των φαντασιακών προβολών της στη νεοελληνική κοινωνία. ▲
[SUP]1[/SUP] Ιωάννης Κούμαρης, «Το πρόβλημα της φυλής», Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία, Πρακτικά των συνεδριών του έτους 1939, Αθήνα, σ. 19.
[SUP]2[/SUP] Βλ. «Ευγονικές απαντήσεις στην πρόκληση εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας (1900-1940)», στο
Δημόσια Υγεία και κοινωνική πολιτική: ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του, επιμ. Γιάννης Κυριόπουλος, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση, 2008.
[SUP]3[/SUP] Mark Mazower,
Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αθήνα: Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001.
[SUP]4[/SUP] Η Εταιρεία διαλύθηκε το 1969, λίγο πριν το θάνατο του Κούμαρη. Στη συνέχεια ο Άρης Πουλιανός ίδρυσε την Ανθρωπολογική Εταιρεία Ελλάδος. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, όταν ο Πουλιανός επέστρεψε από τις σπουδές του στη Σοβιετική Ένωση, είχε την υποστήριξη του ηλικιωμένου πλέον Κούμαρη για να συνεχίσει την ερευνά του.
[SUP]5[/SUP] «Η ορολογική διάκρισις των ανθρωπίνων φυλών», στα Πρακτικά της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, 1926, σ. 22. Η «ορολογία» εδώ αναφέρεται στις μελέτες του αίματος και αποδίδει τον γαλλικό όρο sérologie.
[SUP]6[/SUP] Ιωάννης Κούμαρης,
Ο άνθρωπος και η ιστορία του. Περιεκτική περίληψη μαθημάτων του, Ανθρωπολογίας, Φυσικής και Ψυχικής, Αθήνα Δημητράκος, 1954.
[SUP]7[/SUP] Ιωάννης Κούμαρης, «Το πρόβλημα της φυλής», Πρακτικά της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, Αθήνα 1939, σ. 18.
[SUP]8[/SUP] Ο Κούμαρης αναφέρεται λανθασμένα στις εργασίες των αδελφών Hirszfeld, όμως στην πραγματικότητα ο Πολωνός αιματολόγος έκανε την ερευνά του με τη γυναίκα του Hanna.
[SUP]9[/SUP] Ludwik Hirszfeld,
The Story of One Life, μετάφραση Marta Balinska, επιμ. William Schneider, Ρότσεστερ: University of Rochester Press, 2010, σ. 257.
[SUP]10[/SUP] Βλ. μελέτες στο
Δημόσια υγεία και κοινωνική πολιτική: ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του, ό.π.
[SUP]11[/SUP] Ό.π.
[SUP]12[/SUP] «Eugenic Birth Control and Prenuptial Health Certification in Greece», στο
Hygiene, Health and Eugenics in Southeastern Europe to 1945, επιμ. Christian Promitzer, Marius Turda, Βουδαπέστη/Νέα Υόρκη: CEU Press, 2011, σ. 271-298.
[SUP]13[/SUP] Βλ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Μια συζήτηση περί Εβραίων στην Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία τον Οκτώβριο του 1943», στα πρακτικά της επιστημονικής συνάντησης
70 χρόνια από το Ολοκαύτωμα» που οργάνωσε το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη, 5-6 Απριλίου 2013 (υπό δημοσίευση).
[SUP]14[/SUP]
Υγεία 8 (1929), σ. 170.
[SUP]15[/SUP] Βλ. Α. Corbin, (1977);
Le péril vénérien au début du siècle: prophylaxie sanitaire et prophylaxie morale. Recherches, L’haleine des Faubourgs, 1977, p. 245-283, και Patrick Wald Lasowski,
Syphilis. Essai sur la litterature française du XIXème siècle, Παρίσι: Gallimard, 1982.
[SUP]16[/SUP] Ιωάννης Κούμαρης, «To πρόβλημα της φυλής», ό.π., σ. 20.
[SUP]17[/SUP] Κώστας Κριμπάς,
Θραύσματα κατόπτρου. Δοκίμια, Αθήνα: Θεμέλιο, 1993.
[SUP]18[/SUP] Β. Αγγελίδης, «Η ψευτοεπιστήμη του ρατσισμού και οι αντιπρόσωποι της στην Ελλάδα»,
ΚΟΜΕΠ 39 (1945), σ. 36-40.
The Athens Review of Books 45, Νοέμβριος 2013, σ. 25-27