Ζήτησα την άδεια από την κυρία Αυγή Πλατσή να αναδημοσιεύσω στις σελίδες μας ένα κείμενο που έγραψε για τη δουλειά του διορθωτή και του επιμελητή, μια ιστορική αναδρομή που θα ενδιαφέρει πολλούς αναγνώστες μας. Είναι σύντομο και περιεκτικό. Ταυτόχρονα αναδύεται από μέσα του η γνήσια αγάπη για αυτή τη δουλειά, το μεράκι που διακρίνει πολλούς θεράποντες και θεραπαινίδες του χώρου του βιβλίου και του Τύπου, αυτό το άτιμο το μεράκι που δημιούργησε πολλά αριστουργήματα, αλλά και πολλά θύματα εκμετάλλευσης.
Ονομάζομαι Αυγή Πλατσή και εργάζομαι σε εφημερίδες τα τελευταία 15 χρόνια, ως διορθώτρια.
Λόγω του θέματος που είδα να ανακύπτει τελευταία σχετικά με τις ειδικότητες των επιμελητών, των διορθωτών κ.λπ., παίρνω το θάρρος να καταθέσω τις εμπειρίες που αποκόμισα από το χώρο στα 20 χρόνια που επιτηδευόμουν αποκλειστικά σ’ αυτόν, καθώς και από τα 15 τελευταία που δουλεύω σε εφημερίδες.
1. Το επάγγελμα του διορθωτή καθιερώθηκε στις εφημερίδες και στους εκδοτικούς οίκους στις αρχές του 20ού αιώνα. Η αναγκαιότητα του επιμελητή γεννήθηκε αργότερα, όταν η ύλη (στον Τύπο) και ο ρυθμός έκδοσης βιβλίων αυξήθηκαν — με συνακόλουθα τα πραγματολογικά και γλωσσικά σφάλματα, που απαιτούσαν άλλο ένα μάτι. Κι έτσι διαχωρίστηκε η δουλειά (είτε ελληνικού είτε μεταφρασμένου κειμένου) στη γλωσσική επιμέλεια και στην τυπογραφική λεγόμενη (από τις αβλεψίες του τυπογράφου την εποχή της λινοτυπίας και της παραβολής χειρογράφων με τα δοκίμια) ή ορθογραφική διόρθωση.
2. Στο χώρο αυτόν ίσαμε και τη δεκαετία του 1970 απασχολούνταν βιοποριστικά ως επί το πλείστον αρκετοί εκπαιδευτικοί και πολλοί αριστεροί, κυνηγημένοι ή πρώην εξόριστοι/φυλακισμένοι κ.τ.ό. Οι τελευταίοι, επειδή δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με το δικό τους επάγγελμα λόγω φρονημάτων, συχνά δε, επίσης, και εξαιτίας της ιδιαίτερα αναπτυγμένης (μέσα από την ατέρμονη μελέτη βιβλίων και τις ομάδες αυτομόρφωσης κατά τους πολύχρονους εγκλεισμούς τους) γλωσσικής τους ευαισθησίας και γνώσης, διείσδυσαν στον εκδοτικό χώρο, στον οποίο κυριαρχούσαν οι προοδευτικοί (είτε κατ’ επίφασιν είτε κυριολεκτικά) εκδότες, που εν πάση περιπτώσει δεν είχαν πρόβλημα με την ιδεολογία των συνεργατών τους, όπως τους αποκαλούσαν. (Συνειδητά αφήνω το χώρο των εφημερίδων από δω και κάτω απ’ έξω.)
3. Τότε ακριβώς, στα μέσα του ’70, άρχισε να δίνεται και η μάχη για το διαχωρισμό αντικειμένου ανάμεσα στο διορθωτή τυπογραφικών δοκιμίων και τον γλωσσικό επιμελητή — αρκετοί από τους οποίους πλέον εμφανίζονται ως αποκλειστικά εργαζόμενοι στον κλάδο αυτόν, συνήθως δε είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίου, από σχολές σχετικές ή και όχι, και σπανιότερα εμπειρικοί.
Ομοίως δε (και λόγω των αυξανόμενων εκδόσεων επιστημονικού και γενικότερα εξειδικευμένου περιεχομένου) γεννιέται και η (ανάγκη για την) ιδιότητα του επιστημονικού επιμελητή (πανεπιστημιακού συνήθως ή καταξιωμένου με κάποιον τρόπο στο αντικείμενό του πτυχιούχου).
4. Η ιδιότητα του «επιμελητή εκδόσεων» ανέκυψε μέσα από την πληθώρα τίτλων ανά χρόνο σε κάθε εκδοτικό οίκο, που από τη μεταπολίτευση πλέον ξεφύτρωναν παντού όπως κάποτε τα μανιτάρια στα βουνά — ρέκτες του είδους αλλά και ευκαιριακοί, εργολάβοι με... οράματα και βλέψεις, μεταπράτες κ.ά. Και αυτή η ιδιότητα/ειδικότητα δεν κατοχυρωνόταν από κάπου, είχε όμως τη βάση της στην εμπειρική συνήθως γνώση του κύκλου χαρακτηρισμός κειμένου - τίτλων - υποτίτλων, λεζαντών, είδος χαρτιού, συνεννόηση και καθορισμός χρόνων με μεταφραστές, επιμελητές, διορθωτές, φωτογράφους, τυπογράφους, πιεστήρια κ.ά., ενώ συχνά αυτήν την υποχρέωση αναλάμβαναν διαβαστεροί συγγενείς του εκδότη ή και γραφίστες, οι οποίοι στην πορεία εξελίσσονταν σε πολύ καλούς γνώστες του αντικειμένου. Οι επιμελητές εκδόσεων, συνήθως, ήταν έμμισθοι στον εκδοτικό οίκο και συχνά στις συμβάσεις χαρακτηρίζονταν ως υπάλληλοι γραφείου.
Οι υπόλοιποι εργάζονται ως επί το πλείστον με ΔΠΥ (μπλοκάκι) ή και με μαύρα, οι δε αμοιβές τους ποικίλλουν, ανάλογα με τη δεινότητα ενός εκάστου στις διεκδικήσεις, και πάντα βέβαια σε μία κατά το δυνατόν εναρμόνιση των αμοιβών από την πλευρά των εκδοτών ανά είδος βιβλίου, μέγεθος και ειδικότητα συνεργάτη (εκμεταλλευόμενου).
5. Φτάνουμε στη λεγόμενη χρυσή δεκαετία των εκδόσεων, το ’80: ακόμα οι ιδιότητες διορθωτής, γλωσσικός επιμελητής, επιστημονικός συνεργάτης ή επιστημονικός επιμελητής και επιμελητής έκδοσης είναι ξεχωριστές και όταν κάποιος εξασκεί δύο από αυτές εξυπακούεται ότι (στους περισσότερους εκδοτικούς οίκους, τουλάχιστον) πληρώνεται και για τις δύο ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ. Κι όταν αυτό δεν γίνεται, διεκδικείται και —ως επί το πλείστον— κατορθώνεται.
6. Από το ’90 και μετά, οι εκδότες συνασπίζονται ανοιχτά πλέον (πολλοί, αλλά ευεξήγητοι οι λόγοι) και από τα πρώτα που κάνουν είναι να βάλουν κατώτερο όριο στις αμοιβές των παραπάνω ειδικοτήτων και να μειώσουν κατά το δυνατότερο το κόστος (τα κόστη, καθώς λένε) της έκδοσης του βιβλίου. (Αργότερα προκύπτει και η εκδοχή της φτηνότερης έκδοσης κατά μεγάλο μέρος στο εξωτερικό, Ισπανία και αλλού.)
Οι διορθωτές, επιμελητές (γλωσσικοί, επιστημονικοί, έκδοσης), μεταφραστές και όσοι συναποτελούν τον κύκλο των εργαζομένων για ένα εκδοτικό εγχείρημα δεν καταφέρνουν να συστήσουν κι αυτοί κάτι ανάλογο (σωματείο, σύλλογο), με αποτέλεσμα οι τιμές να πέσουν, οι ειδικότητες να συμψηφιστούν και να αρχίσει το άγριο παζάρι και η στυγνή πια εκμετάλλευση του χώρου από τους πάσης φύσεως εκδότες.
Η υποτίμηση της γλώσσας και της Παιδείας από την Πολιτεία (μαζί με τη γενικότερη έκπτωση σε όλα τα επίπεδα) και παράλληλα η άφιξη της ηλεκτρονικής τεχνολογίας στην επεξεργασία κειμένου, καθώς και τα (ελλιπέστατα, φυσικά) προγράμματα αυτόματης διόρθωσης έφεραν (μαζί με τα θετικά, όπως κάθε εξέλιξη) μεγάλο χτύπημα στον κλάδο, αλλά και νέο επιχείρημα στους κάθε είδους εκδότες: τώρα πια η εικόνα έχει γι’ αυτούς μεγαλύτερη βαρύτητα από τον γραπτό λόγο (το δηλώνουν καμαρωτά και περήφανα παντού) και κάνουν το παν για να απαξιώσουν (και άρα να συμπτύξουν εκ νέου) τις ιδιότητες-ειδικότητες που είχαν κατά κάποιον τρόπο κατακτηθεί.
Παραθέτω το λινκ για ένα κατατοπιστικό όσο και ευχάριστο απόσπασμα από σχετικό σημείωμα του συναδέλφου Γιάννη Η. Χάρη — του επιμελητή, του διορθωτή, του μεταφραστή.
http://yannisharis.blogspot.com/2007/02/1_26.html
Λόγω του θέματος που είδα να ανακύπτει τελευταία σχετικά με τις ειδικότητες των επιμελητών, των διορθωτών κ.λπ., παίρνω το θάρρος να καταθέσω τις εμπειρίες που αποκόμισα από το χώρο στα 20 χρόνια που επιτηδευόμουν αποκλειστικά σ’ αυτόν, καθώς και από τα 15 τελευταία που δουλεύω σε εφημερίδες.
1. Το επάγγελμα του διορθωτή καθιερώθηκε στις εφημερίδες και στους εκδοτικούς οίκους στις αρχές του 20ού αιώνα. Η αναγκαιότητα του επιμελητή γεννήθηκε αργότερα, όταν η ύλη (στον Τύπο) και ο ρυθμός έκδοσης βιβλίων αυξήθηκαν — με συνακόλουθα τα πραγματολογικά και γλωσσικά σφάλματα, που απαιτούσαν άλλο ένα μάτι. Κι έτσι διαχωρίστηκε η δουλειά (είτε ελληνικού είτε μεταφρασμένου κειμένου) στη γλωσσική επιμέλεια και στην τυπογραφική λεγόμενη (από τις αβλεψίες του τυπογράφου την εποχή της λινοτυπίας και της παραβολής χειρογράφων με τα δοκίμια) ή ορθογραφική διόρθωση.
2. Στο χώρο αυτόν ίσαμε και τη δεκαετία του 1970 απασχολούνταν βιοποριστικά ως επί το πλείστον αρκετοί εκπαιδευτικοί και πολλοί αριστεροί, κυνηγημένοι ή πρώην εξόριστοι/φυλακισμένοι κ.τ.ό. Οι τελευταίοι, επειδή δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με το δικό τους επάγγελμα λόγω φρονημάτων, συχνά δε, επίσης, και εξαιτίας της ιδιαίτερα αναπτυγμένης (μέσα από την ατέρμονη μελέτη βιβλίων και τις ομάδες αυτομόρφωσης κατά τους πολύχρονους εγκλεισμούς τους) γλωσσικής τους ευαισθησίας και γνώσης, διείσδυσαν στον εκδοτικό χώρο, στον οποίο κυριαρχούσαν οι προοδευτικοί (είτε κατ’ επίφασιν είτε κυριολεκτικά) εκδότες, που εν πάση περιπτώσει δεν είχαν πρόβλημα με την ιδεολογία των συνεργατών τους, όπως τους αποκαλούσαν. (Συνειδητά αφήνω το χώρο των εφημερίδων από δω και κάτω απ’ έξω.)
3. Τότε ακριβώς, στα μέσα του ’70, άρχισε να δίνεται και η μάχη για το διαχωρισμό αντικειμένου ανάμεσα στο διορθωτή τυπογραφικών δοκιμίων και τον γλωσσικό επιμελητή — αρκετοί από τους οποίους πλέον εμφανίζονται ως αποκλειστικά εργαζόμενοι στον κλάδο αυτόν, συνήθως δε είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίου, από σχολές σχετικές ή και όχι, και σπανιότερα εμπειρικοί.
Ομοίως δε (και λόγω των αυξανόμενων εκδόσεων επιστημονικού και γενικότερα εξειδικευμένου περιεχομένου) γεννιέται και η (ανάγκη για την) ιδιότητα του επιστημονικού επιμελητή (πανεπιστημιακού συνήθως ή καταξιωμένου με κάποιον τρόπο στο αντικείμενό του πτυχιούχου).
4. Η ιδιότητα του «επιμελητή εκδόσεων» ανέκυψε μέσα από την πληθώρα τίτλων ανά χρόνο σε κάθε εκδοτικό οίκο, που από τη μεταπολίτευση πλέον ξεφύτρωναν παντού όπως κάποτε τα μανιτάρια στα βουνά — ρέκτες του είδους αλλά και ευκαιριακοί, εργολάβοι με... οράματα και βλέψεις, μεταπράτες κ.ά. Και αυτή η ιδιότητα/ειδικότητα δεν κατοχυρωνόταν από κάπου, είχε όμως τη βάση της στην εμπειρική συνήθως γνώση του κύκλου χαρακτηρισμός κειμένου - τίτλων - υποτίτλων, λεζαντών, είδος χαρτιού, συνεννόηση και καθορισμός χρόνων με μεταφραστές, επιμελητές, διορθωτές, φωτογράφους, τυπογράφους, πιεστήρια κ.ά., ενώ συχνά αυτήν την υποχρέωση αναλάμβαναν διαβαστεροί συγγενείς του εκδότη ή και γραφίστες, οι οποίοι στην πορεία εξελίσσονταν σε πολύ καλούς γνώστες του αντικειμένου. Οι επιμελητές εκδόσεων, συνήθως, ήταν έμμισθοι στον εκδοτικό οίκο και συχνά στις συμβάσεις χαρακτηρίζονταν ως υπάλληλοι γραφείου.
Οι υπόλοιποι εργάζονται ως επί το πλείστον με ΔΠΥ (μπλοκάκι) ή και με μαύρα, οι δε αμοιβές τους ποικίλλουν, ανάλογα με τη δεινότητα ενός εκάστου στις διεκδικήσεις, και πάντα βέβαια σε μία κατά το δυνατόν εναρμόνιση των αμοιβών από την πλευρά των εκδοτών ανά είδος βιβλίου, μέγεθος και ειδικότητα συνεργάτη (εκμεταλλευόμενου).
5. Φτάνουμε στη λεγόμενη χρυσή δεκαετία των εκδόσεων, το ’80: ακόμα οι ιδιότητες διορθωτής, γλωσσικός επιμελητής, επιστημονικός συνεργάτης ή επιστημονικός επιμελητής και επιμελητής έκδοσης είναι ξεχωριστές και όταν κάποιος εξασκεί δύο από αυτές εξυπακούεται ότι (στους περισσότερους εκδοτικούς οίκους, τουλάχιστον) πληρώνεται και για τις δύο ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ. Κι όταν αυτό δεν γίνεται, διεκδικείται και —ως επί το πλείστον— κατορθώνεται.
6. Από το ’90 και μετά, οι εκδότες συνασπίζονται ανοιχτά πλέον (πολλοί, αλλά ευεξήγητοι οι λόγοι) και από τα πρώτα που κάνουν είναι να βάλουν κατώτερο όριο στις αμοιβές των παραπάνω ειδικοτήτων και να μειώσουν κατά το δυνατότερο το κόστος (τα κόστη, καθώς λένε) της έκδοσης του βιβλίου. (Αργότερα προκύπτει και η εκδοχή της φτηνότερης έκδοσης κατά μεγάλο μέρος στο εξωτερικό, Ισπανία και αλλού.)
Οι διορθωτές, επιμελητές (γλωσσικοί, επιστημονικοί, έκδοσης), μεταφραστές και όσοι συναποτελούν τον κύκλο των εργαζομένων για ένα εκδοτικό εγχείρημα δεν καταφέρνουν να συστήσουν κι αυτοί κάτι ανάλογο (σωματείο, σύλλογο), με αποτέλεσμα οι τιμές να πέσουν, οι ειδικότητες να συμψηφιστούν και να αρχίσει το άγριο παζάρι και η στυγνή πια εκμετάλλευση του χώρου από τους πάσης φύσεως εκδότες.
Η υποτίμηση της γλώσσας και της Παιδείας από την Πολιτεία (μαζί με τη γενικότερη έκπτωση σε όλα τα επίπεδα) και παράλληλα η άφιξη της ηλεκτρονικής τεχνολογίας στην επεξεργασία κειμένου, καθώς και τα (ελλιπέστατα, φυσικά) προγράμματα αυτόματης διόρθωσης έφεραν (μαζί με τα θετικά, όπως κάθε εξέλιξη) μεγάλο χτύπημα στον κλάδο, αλλά και νέο επιχείρημα στους κάθε είδους εκδότες: τώρα πια η εικόνα έχει γι’ αυτούς μεγαλύτερη βαρύτητα από τον γραπτό λόγο (το δηλώνουν καμαρωτά και περήφανα παντού) και κάνουν το παν για να απαξιώσουν (και άρα να συμπτύξουν εκ νέου) τις ιδιότητες-ειδικότητες που είχαν κατά κάποιον τρόπο κατακτηθεί.
Παραθέτω το λινκ για ένα κατατοπιστικό όσο και ευχάριστο απόσπασμα από σχετικό σημείωμα του συναδέλφου Γιάννη Η. Χάρη — του επιμελητή, του διορθωτή, του μεταφραστή.
http://yannisharis.blogspot.com/2007/02/1_26.html