...
Στη βορειοανατολική Κρήτη, περίπου στα μισά της διαδρομής από τον Άγιο Νικόλαο προς τη Σητεία, υπάρχουν μερικά όμορφα, απείραχτα από τον διερχόμενο τουρισμό χωριά, σκαρφαλωμένα στις απόκρημνες πλαγιές με απεριόριστη θέα στον κόλπο του Μιραμπέλλου και το Κρητικό πέλαγο. Το 1992, σ' ένα από αυτά, τη Μυρσίνη, χωριό ζωντανό, μια παρέα νέων στην ψυχή σχημάτισε έναν άτυπο σύλλογο φίλων του Νίκου Παπάζογλου, με ανεπίσημο καταστατικό γραμμένο με στίχους από τα τραγούδια του.
Εκείνο το καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα, με τη συμβολή πολλών χωριανών και φίλων από την περιοχή, στήθηκε μια αυτοσχέδια σκηνή ανάμεσα στο μπακάλικο και τη μουρνιά και ο Νίκος Παπάζογλου έδωσε την πρώτη του συναυλία στη Μυρσίνη. Μετά το τέλος της συναυλίας, οι θεατές - στριμωγμένοι σε κάθε γωνιά και κρεμασμένοι σαν τσαμπιά στις αυλές και τα παραθύρια - δεν άφηναν τους μουσικούς να φύγουν, κι εκείνοι
, τραβάτε με κι ας κλαίω, κάθισαν στο γλέντι που στήθηκε εν ριπή οφθαλμού, και η ρακοποσία, η μεζεδοφαγία, τα τραγούδια, η ανάταση, η νύχτα η λαμπρή, κράτησαν μέχρι το ξημέρωμα. Από τότε, σχεδόν κάθε καλοκαίρι, ο Νικόλας κατέβαινε στη Μυρσίνη για μια συναυλία ή μια βόλτα σ' εκείνα τα λημέρια.
Όπως μου διηγούνται ακόμα οι φίλοι που ήταν εκεί, ήταν από τις καλύτερες βραδιές που έχασα στη ζωή μου, νεοφάνταρο άνευ δικαιώματος αδείας στα Χανιά. Τόσο κοντά, μα τόσο μακριά.
Την επόμενη χρονιά, μαζί με τον Παπάζογλου παίζει ο Κώστας Μπραβάκης από τη Βέροια. Την επαύριο της συναυλίας που αναχωρούν οι μουσικοί, ο σύλλογος δωρίζει σε όλους αντίτυπα ενός βιβλίου με την ιστορία του χωριού που είχε εκδώσει, γραμμένου από τον δάσκαλο και λαογράφο Νίκο Γαρεφαλάκη. Φεύγοντας με το καράβι από τον Άγιο Νικόλαο, ο Μπραβάκης διαβάζει στο βιβλίο ένα ποίημα για τη βρύση της Μυρσίνης – που, όπως και σήμερα, είχε στερέψει από τη λειψυδρία - και σκαρώνει επιτόπου μια μελωδία να σμίξει με τους στίχους, αγναντεύοντας από μακριά τα χωριά σκαρφαλωμένα κάτω από τις στεφανιές του Καψά. Στη συνέχεια ηχογραφεί το τραγούδι και το δίνει στον Νίκο Παπάζογλου που δεν το συμπεριέλαβε σε δίσκο, αλλά διάλεξε να ανοίξει με αυτό τη συναυλία του ’98 στη Μυρσίνη.
Με την ευχή να αναστηθεί, να αναβλύσει πάλι η βρύση της Μυρσίνης.
Μίλησε βρύση να μου πεις πού πήγε το νερό σου
κι έχω δυο χρόνους να το ιδώ να στραφταλίζει ομπρός σου;
Σε ποιον γκρεμό γκρεμίζεται, ποια σου το πήραν ρυάκια
ποιος ποταμός, ποια λαγκαδιά, ποια ριζιμιά χαράκια;
Το καρτερούνε οι δεσπολιές, τα μήλα, τα λεμόνια,
Το καρτερούνε κι οι ρογδιές, τα κίτρα, τα κυδώνια.
Κι εγώ γυρνώ, ξαναγυρνώ, καθίζω στο μπεντένι
κι όλο ξανοίγομαι να ιδώ νερό να ξαναβγαίνει.
Να ξαναδώ τον κυνηγό να πιει να σπολλατίσει
να ξαναδώ τη Δεσποινιά να 'ρθει για να γιομίσει.
Τριβιδάκι: Ο σύλλογος «φίλοι του Νίκου Παπάζογλου» μετεξελίχθηκε αργότερα στον «σύλλογο μη εμφιαλωμένου νερού Μυρσίνης», επίσης άτυπο βέβαια.
Πηγές:
Δε με θέλει, δε με θέλει και το βάζο είναι βαθύ, είναι λιγοστό το μέλι κι η ουρά μου είναι κοντή*, μια πρόσφατη
ραδιοφωνική συνέντευξη του φίλου Νίκου Μακρυνάκη, ενός από τους πρωτεργάτες εκείνης της άνοιξης τη δεκαετία του ’90 στη Μυρσίνη, και η μνήμη μου.
*από το «
Απόπειρα λαθραλιείας»