Ψάχνοντας για την απάντηση στην ερώτηση που στάθηκε αφορμή για τη γνωριμία μου με τον ημιόλιο, αναζήτησα πώς ορίζεται στα λεξικά μας ο ημίδιπλος.
Το πιο διαφωτιστικό λήμμα το βρήκα στο Μείζον Τεγόπουλου-Φυτράκη:
Στην πρώτη έκδοση του ΛΝΕΓ, το λήμμα δεν υπάρχει. Στην πιο πρόσφατη όμως, έχει προστεθεί ως υποκαταχώριση στο λήμμα ημι-:
Ενδιαφέρον έχει ότι το λήμμα δεν υπάρχει στον ηλεκτρονικό Πάπυρο· εκεί υπάρχει όμως στο λήμμα ημι-, μαζί με μπόλικα άλλα αρχαιοπρεπή σύνθετα, το λήμμα ημιδιπλοΐδιον , που όπως μαθαίνουμε από τον Δημητράκο, είναι αρχαία λέξη, για ένα είδος γυναικείου χιτώνος.
Και στο ΛΚΝ; Απλώς δεν υπάρχει (ή δεν το βρήκα ). Εντάξει, είναι γνωστό ότι από εκεί λείπουν κι άλλα λήμματα που αφορούν ξενοδοχειακές υποδομές (βλ. π.χ. φαρδύκλινο), αλλά το ημίδιπλο δεν είναι και καμιά περιθωριακή λέξη...
Αυτό ίσως οφείλεται όμως στο ότι το ΛΚΝ θεωρεί πως όλα τα σύνθετα με δεύτερο συνθετικό το -διπλος έχουν άμεση σχέση με το δίπλωμα:
Στο λήμμα για τον τετράδιπλο μοιάζει να έγιναν προσθήκες κάποια άλλη μέρα:
Το πιο διαφωτιστικό λήμμα το βρήκα στο Μείζον Τεγόπουλου-Φυτράκη:
ημίδιπλος [<ημι- + διπλός] -η, -ο επίθ. (η λ. για να χαρακτηρίσει μέγεθος κρεβατιού και των αντίστοιχων κλινοσκεπασμάτων) αυτός που το πλάτος του είναι μεγαλύτερο από το μονό και μικρότερο από το διπλό, που έχει πλάτος 1,05 μέτρα (το μονό 90 εκατοστά και το διπλό 1,80 μέτρα): ημίδιπλο κρεβάτι - ημίδιπλο σεντόνι - ημίδιπλη κουβέρτα
Υπάρχουν διαφορές ως προς τα αναφερόμενα πλάτη σε σχέση με αυτά που προσφέρει η επιπλαγορά (ακολουθήστε το σύνδεσμο πιο πάνω), αλλά αφενός η περιγραφή είναι πλήρης και, έστω και έμμεσα, φαίνεται η άμεση σύνδεση με το διπλό (και όχι το δίπλωμα).Στην πρώτη έκδοση του ΛΝΕΓ, το λήμμα δεν υπάρχει. Στην πιο πρόσφατη όμως, έχει προστεθεί ως υποκαταχώριση στο λήμμα ημι-:
ημίδιπλος, -η, -ο (για κρεβάτια, σεντόνια, παπλώματα κ.λπ.) αυτός που έχει πλάτος μεγαλύτερο από τον μονό και μικρότερο από τον διπλό.
Ενδιαφέρον έχει ότι το λήμμα δεν υπάρχει στον ηλεκτρονικό Πάπυρο· εκεί υπάρχει όμως στο λήμμα ημι-, μαζί με μπόλικα άλλα αρχαιοπρεπή σύνθετα, το λήμμα ημιδιπλοΐδιον , που όπως μαθαίνουμε από τον Δημητράκο, είναι αρχαία λέξη, για ένα είδος γυναικείου χιτώνος.
Και στο ΛΚΝ; Απλώς δεν υπάρχει (ή δεν το βρήκα ). Εντάξει, είναι γνωστό ότι από εκεί λείπουν κι άλλα λήμματα που αφορούν ξενοδοχειακές υποδομές (βλ. π.χ. φαρδύκλινο), αλλά το ημίδιπλο δεν είναι και καμιά περιθωριακή λέξη...
Αυτό ίσως οφείλεται όμως στο ότι το ΛΚΝ θεωρεί πως όλα τα σύνθετα με δεύτερο συνθετικό το -διπλος έχουν άμεση σχέση με το δίπλωμα:
-διπλος -η -ο [δiplos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι διπλωμένο σε τόσα μέρη όσα εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό· (πρβ. -πλός): τρί~, τετρά~, οχτά~. [ελνστ. -διπλος (< αριθμτ. διπλός, αρχ. διπλοῦς) ως β' συνθ.: ελνστ. τετρά-διπλος]
Και πραγματικά, αυτή την ερμηνεία (του πολλαπλού διπλώματος) δίνει στα λήμματα πεντάδιπλος και εφτάδιπλος. Στα τρίδιπλα και στα τετράδιπλα όμως, δείχνει μια ελαστικότητα. Στον τρίδιπλο, πέρα από το απαραίτητο :) -διπλο σχοινί, υπάρχει και δεύτερη σημασία, με ένα παράδειγμα μεταφορικής χρήσης: 2. (μτφ., λογοτ.) πολύ μεγάλος, πολύ έντονος: Ξέσπασε τρίδιπλη η οργή του..Στο λήμμα για τον τετράδιπλο μοιάζει να έγιναν προσθήκες κάποια άλλη μέρα:
τετράδιπλος -η -ο [tetráδiplos] : που τον έχουν διπλώσει ή τυλίξει τέσσερις φορές, στα τέσσερα: Σιδερώνει το σεντόνι τετράδιπλο. || (μτφ.): Έγινε ~, για κπ. που πάχυνε πάρα πολύ. τετράδιπλα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. τετράδιπλος < τετρα- + -διπλος]
Δεν έχετε κι εσείς την αίσθηση όμως ότι λείπει κάποια πολύ συνηθισμένη χρήση όλων των -διπλων; Ας γυρίσουμε λοιπόν για μια ματιά στο ΛΝΕΓ:-διπλός, -η, -ο β' συνθετικό για τον σχηματισμό λέξεων που δηλώνουν (με έμφαση) πόσες φορές έχει αυξηθεί κάποιος/κάτι: τετρά-διπλος, πεντά-διπλος. [ΕΤΥΜ. Β' συνθ. τής Μτγν. και Ν. Ελληνικής (λ.χ. μτγν. τετρά-διπλος), που προέρχεται από το αρχ. διπλούς | διπλός (βλ.λ.)].
Ακριβώς! Αυτό δεν βρήκα στο ΛΚΝ. Τη χρήση που δείχνει πολλαπλότητα, τη χρήση π.χ. εικοσάδιπλος = εικοσαπλός.