Μα ένας τίτλος μπαίνει ακριβώς για να εντυπωσιάσει, για να τραβήξει το βλέμμα και την προσοχή του δυνητικού αναγνώστη. Ο αναγνώστης τον προσπερνά (εφόσον δεν είναι παραπλανητικός) και συγκεντρώνεται στο κείμενο.
Στην περίπτωσή μας το κύριο επιχείρημα του Σαραντάκου, έτσι όπως το καταλαβαίνω μετά το διάβασμα, δεν είναι να αλιεύσει και να επιδείξει στο κοινό δυο τρία σφάλματα του Μπαμπινιώτη, αλλά να υποδείξει μια λογική λαθροχειρία που διαπερνά όλη τη συλλογιστική του, και την οποία με το αναμφισβήτητο κύρος του επιχειρεί να επιβάλει παντού: ότι τον τίτλο του «προσεκτικού ομιλητή» τον δικαιούται μόνο όποιος ακολουθεί τις διακρίσεις που
ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης έχει αναδείξει, τις προσωπικές του δηλαδή ιδιοτροπίες.
Και εδώ βέβαια υπάρχει ένα αστείο φαινόμενο: ικανός αριθμός των “δυσκολιών και λαθών” του λεξικού δεν είναι “δυσκολίες” της γλώσσας γενικώς, αλλά αμφισβητήσεις, κυρίως ορθογραφικές, τις οποίες ο ίδιος ο κ. Μπαμπινιώτης είχε παλιότερα ανακινήσει, και τώρα απλώς τις παίρνει πίσω. Σε κανένα άλλο “λεξικό δυσκολιών και αμφίβολων τύπων” δεν θα βρείτε λήμματα για την ορθογραφία του τσιρότου, της τσιπούρας, του ροδάκινου, του αγοριού, του τζίρου κτλ. γιατί κανείς δεν είχε (ή: δεν είχε τις τελευταίες δεκαετίες) εκφράσει αμφιβολία για την ορθογραφία των λέξεων αυτών, ώσπου να τις αμφισβητήσει ο κ. Μπαμπινιώτης. Τα λήμματα αυτά είναι ίσως χρήσιμα για όποιον παρακολουθεί την εξέλιξη των απόψεων του κ. Μπαμπινιώτη, αλλά όχι για τον μέσο αναγνώστη.
Να δώσω κι εγώ ένα άλλο παράδειγμα: το περιβόητο
αφορώ με εμπρόθετο αντικείμενο. Αμφιβάλλω αν προηγουμένως είχε συνειδητοποιήσει κανείς ότι υπήρχε «πρόβλημα» με το φυσιολογικό άμεσο (απρόθετο) αντικείμενο, προτού δηλαδή το ανακινήσει ο Μπαμπινιώτης. Έτσι, ενώ μέχρι πριν λίγο δεν υπήρχε ζήτημα, τώρα, εξαιτίας ακριβώς της πνευματικής εξουσίας του Μπαμπινιώτη, εγκαθίσταται ένα «μέτρο ποιότητας» καθαρά προσωπικό (με συνέπεια ο κάθε δημοσιογραφίσκος, ξιπασμένος, να μας κοπανάει στις ειδήσεις από την τηλεόραση κι ένα «αφορά στον»).
Και μια δεύτερη αδυναμία, μεθοδολογική, που επισημαίνει ο Σαραντάκος:
Τέλος, μια αδυναμία του λεξικού αυτού είναι πως η κατάρτιση του “λημματολογίου” του φαίνεται να έχει βασιστεί εν μέρει στα “γλωσσικά σημειώματα” που βρίσκονται εντός πλαισίου στο μεγάλο λεξικό, και όχι σε αποδελτίωση νεότερων κειμένων. Έτσι, ενώ αφιερώνει, όπως είπαμε, άφθονο χώρο σε ανύπαρκτες αμφιβολίες του τύπου “τσιπούρα ή τσιππούρα”, που κανέναν δεν έχουν απασχολήσει εκτός από τον συγγραφέα, δεν έχει λέξεις που προβληματίζουν τους σημερινούς ομιλητές. Ένα μόνο παράδειγμα: όσοι παρακολουθούν τα σαββατιάτικα “μεζεδάκια” θα έχουν προσέξει ότι κάθε τόσο επισημαίνουμε, εδώ και χρόνια, τη λαθεμένη χρήση της λέξης “τιμητής”, που πολλοί τη χρησιμοποιούν λες και σημαίνει “θαυμαστής, αυτός που τιμά κάποιον” (ενώ σημαίνει σχεδόν το αντίθετο). Ε λοιπόν, λήμμα “τιμητής” δεν υπάρχει στο “Λεξικό δυσκολιών” -ενώ υπάρχει λήμμα “αγόρι”!
Το ερώτημα είναι: μπορεί κανείς σήμερα
να νοιάζεται για τη γλώσσα του, να θεωρεί πως ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γλώσσα είναι κάτι σημαντικό, καίριο, να δικαιούται δηλαδή τον τίτλο του «προσεκτικού ομιλητή»,
χωρίς να ακολουθεί τον Μπαμπινιώτη σε όλες του τις απόψεις;