Γυαλί έκαμαν;

altan

Member
Πετούσαν οι Κρητικοί τα κεφαλομάντιλά τους στον αέρα, έτρεχαν τα κλάματα και μούσκευαν τ’ άσπρα καπετανίστικα γένια, σήκωναν οι μανάδες τα μωρά τους να δουν τον ξανθό γίγαντα, το παραμυθένιο βασιλόπουλο, που ’χε ακούσει το θρήνο της Κρήτης κι είχε κινήσει, πριν από αιώνες, καβάλα σε άσπρο άλογο, σαν τον Αϊ-Γιώργη, να τη λευτερώσει. Γυαλί έκαμαν τόσους αιώνες τα μάτια των Κρητικών ν’ αγναντεύουν το πέλαγο, φάνηκε, δε φάνηκε, τώρα θα φανεί… Πότε ένα ανοιξιάτικο συννεφάκι τους ξεγελούσε, πότε ένα άσπρο πανί, πότε μες στα βαθιά μεσάνυχτα, ένα όνειρο… Μα το συννεφάκι σκόρπιζε, το πανί χάνουνταν, τ’ όνειρο έσβηνε, κι οι Κρητικοί στήλωναν πάλι τα μάτια καταβορρά, κατά τον Έλληνα, κατά το Μόσκοβο, κατά τον ανέσπλαχνο αργοκίνητο Θεό.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
γυαλίζω:

2. για κτ. που εκπέμπει λάμψη ή απλώς έχει κάποια γυαλάδα: Kάτι γυαλίζει εκεί κάτω. Οι βρεγμένες στέγες γυάλιζαν μες στον ήλιο. Mικρές σταγόνες γυάλιζαν πάνω στα φύλλα. || Γυάλιζαν τα μάτια του, από πυρετό, οινοποσία κτλ. ΦΡ γυαλίζει το μάτι του, από υπερβολική επιθυμία για κτ. ή γιατί είναι τρελός.

Their eyes were glazed over with expectation and longing.
 

SBE

¥
Δαεμάνε, δεν με πολυικανοποιεί η ερμηνεία σου. Λες ότι γυαλίζω και κάνω γυαλί σημαίνει το ίδιο πράγμα. Πιο λογικό θα μου φαινόταν σε αυτή την περίπτωση να έλεγε έγιναν γυαλί, παρά έκαναν γυαλί. Εκτός αν πρόκειται για καμιά ιδιαίτερη κρητική έκφραση.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Δεν είναι αποκλειστικά κρητικό, αλλά είναι όπως στο «κάνω πέτρα την καρδιά». Κι εκεί δεν λέμε «πέτρωσαν την καρδιά» συνήθως, ενώ το «έγινε πέτρα η καρδιά» είναι παθητικό.

Α, ναι, και το «κάνω γυαλί» σημαίνει όντως γυαλίζω, εκ του αποτελέσματος:

γυαλί: 3. (μτφ.) για να χαρακτηρίσει κτ. λείο και στιλπνό: Έκανε το πάτωμα γυαλί, το καθάρισε πάρα πολύ, το 'κανε αστραφτερό.

όπως το κάνω κάτι λαμπίκο.

Γενικά στην Κρήτη —αλλά όχι μόνο, προφανώς, και όχι μόνο στα ελληνικά [do the math(s), do the dance]— συνηθίζεται το κάνω + ουσιαστικό στη θέση του ρήματος: Να κάμω θέλω ταραχή σαν τον κακό Γενάρη.

Ανάλυση του ρήματος σε υποστηρικτικό, απολεξικοποιημένο ρήμα (κάνω, έχω, είμαι) + κατηγορηματικό όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο).

Λογικά σού φαίνεται λογικό αυτό που λες, με τα σημερινά, γενικά μέτρα και σταθμά, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι εδώ έχουμε κείμενο γραμμένο πριν από αρκετές δεκαετίες, με πολλά διαλεκτικά στοιχεία και την ιδιόλεκτο του Καζαντζάκη.


Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, η σύνταξη λέει «έκαμαν γυαλί τα μάτια» με υποκείμενο τα μάτια, δηλαδή έπιασαν γυαλί (όπως στο έπιασαν μούχλα), σκεπάστηκαν με γυαλί, εξ ου και το glazed over στο #2.
 
Στον Παπαδιαμάντη υπάρχει το "έκαμαν γυαλιά τα μάτια του"

: όταν κανείς παρατηρεί κάτι πολλή ώρα ή όταν περιμένει πολλή ώρα να ιδεί κάτι (Γ.Ρήγα, Σκιάθου
λαϊκός πολιτισμός, τ. 3, σ.48)

Η γραία Χαδούλα αγνάντευεν, αγνάντευεν, εις το πέλαγος. Ας ήτον και τώρα να φανή, να πλησιάση μια
βάρκα <...> 'Εβλεπεν, έβλεπεν, ανοιχτά εις το πέλαγος, μακράν έξω, πολλά πανιά, λευκά ιστία, σαν
του γλάρου τα φτερά. <...> 'Εβλεπεν, εωσότου τα μάτια της "έκαμαν γυαλιά" να βλέπη.
Παπαδιαμάντης, "Η φόνισσα"
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
«Γυάλισαν τόσους αιώνες τα μάτια των Κρητικών ν’ αγναντεύουν το πέλαγο, φάνηκε, δε φάνηκε, τώρα θα φανεί…» --δηλαδή, το γυαλίζω με την έννοια της τρέλας; Αλλά πώς αλλιώς;

Στου Παπαδ., το «έκαναν γυαλιά τα μάτια» θα μπορούσε όμως να σημαίνει και πάγωσαν, κοκκάλωσαν τα μάτια να περιμένουν: 'Εβλεπεν, εωσότου τα μάτια της πάγωναν να βλέπη. Και ότι το χρησιμοποιεί ο Παπαδ. με εισαγωγικά, μάλλον δείχνει ότι δεν είναι ευρύτερα γνωστή παρομοίωση.
 

SBE

¥
Και στις δύο περιπτώσεις τα γυαλιά μου θυμίζουν κιάλια.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Προσπαθήστε να κρατήσετε ανοιχτά τα μάτια για πολλή ώρα και κοιταχτείτε στον καθρέφτη (γυαλιστείτε, που έλεγαν παλιά).
Θα κάμουν γυαλί, θα γυαλίζουν σαν να έχουν μια γυάλινη επίστρωση, θα έχουν γυάλωμα, γυαλάδα. Seeing is believing.

...
: όταν κανείς παρατηρεί κάτι πολλή ώρα ή όταν περιμένει πολλή ώρα να ιδεί κάτι (Γ.Ρήγα, Σκιάθου
λαϊκός πολιτισμός, τ. 3, σ.48)
...

Και στις δύο περιπτώσεις, και στον Παπαδιαμάντη και στον Καζαντζάκη, διαβάζω μια αδημονία, μια λαχτάρα, ν' αγναντεύεις το πέλαγο με ορθάνοιχτα τα μάτια, περιμένοντας κάτι που δεν έρχεται, χωρίς ν' ανοιγοκλείνουν μήπως φανεί και το χάσεις, και περιμένοντας και περιμένοντας, ώσπου να ξεραθούν τα μάτια —να παγώσουν, να κοκαλώσουν όπως λέει ο Δόκτορας στο #7— και να γίνουν σαν γυάλινα. Και στο τέλος να δακρύσουν από μόνα τους (αυτόματη αντίδραση του οργανισμού για να λιπανθεί ο βολβός και να μην πάθει ζημιά ο υαλοειδής χιτώνας από την ξηροφθαλμία, ο κύριος λόγος που ανοιγοκλείνουμε τα μάτια δηλαδή), οπότε αναγκάζεσαι να τα κλεισανοίξεις.

Την τρέλα τη βγάζω απ' το παιχνίδι, γιατί αυτή είναι άλλη σημασία του γυαλίζει το μάτι, αυτή που ξέρουμε οι περισσότεροι σήμερα, περίπου η ίδια εικόνα αλλά με άλλο συναίσθημα. Να τους έχει τρελάνει η αγωνία, ναι, αλλά αυτή η τρέλα είναι μεταφορική, δείχνει τη μεγάλη ένταση του συναισθήματος, όχι τρέλα με την ψυχιατρική σημασία, δηλαδή παράνοια, έστω και στιγμιαία. Συν τα γυάλινα, ανέκφραστα μάτια που δείχνουν ότι έχουμε καρφώσει κάπου το βλέμμα, απλανές, όμως ο νους ταξιδεύει, δεν είναι παρών επιτόπου εκείνη τη στιγμή, αλλά έχει κυριευτεί από τις σκέψεις γι' αυτό που περιμένει.

Δηλαδή αυτό που λέει το ΛΚΝ + την ατελείωτη αναμονή:

...
γυαλίζω: ... ΦΡ γυαλίζει το μάτι του, από υπερβολική επιθυμία για κτ. ή γιατί είναι τρελός.

Their eyes were glazed over with expectation and longing.

Μερικά σχετικά από τον Δημητράκο για την εφυάλωση των ματιών:










κι άλλο ένα από το ΛΚΝ:

(έκφρ.) με κοίταζε με κάτι γυάλινα μάτια, ανέκφραστα.
 
«Γυάλισαν τόσους αιώνες τα μάτια των Κρητικών ν’ αγναντεύουν το πέλαγο, φάνηκε, δε φάνηκε, τώρα θα φανεί…» --δηλαδή, το γυαλίζω με την έννοια της τρέλας; Αλλά πώς αλλιώς;

Στου Παπαδ., το «έκαναν γυαλιά τα μάτια» θα μπορούσε όμως να σημαίνει και πάγωσαν, κοκκάλωσαν τα μάτια να περιμένουν: 'Εβλεπεν, εωσότου τα μάτια της πάγωναν να βλέπη. Και ότι το χρησιμοποιεί ο Παπαδ. με εισαγωγικά, μάλλον δείχνει ότι δεν είναι ευρύτερα γνωστή παρομοίωση.

O Παπαδιαμάντης συνηθίζει να βάζει σε εισαγωγικά (ή, αλλού, να αραιογράφει) τις παγιωμένες-στερεότυπες-παροιμιακές εκφράσεις.
 
Top