...
Προσπαθήστε να κρατήσετε ανοιχτά τα μάτια για πολλή ώρα και κοιταχτείτε στον καθρέφτη (
γυαλιστείτε, που έλεγαν παλιά).
Θα κάμουν γυαλί, θα γυαλίζουν σαν να έχουν μια γυάλινη επίστρωση, θα έχουν γυάλωμα, γυαλάδα. Seeing is believing.
...
: όταν κανείς παρατηρεί κάτι πολλή ώρα ή όταν περιμένει πολλή ώρα να ιδεί κάτι (Γ.Ρήγα, Σκιάθου
λαϊκός πολιτισμός, τ. 3, σ.48)
...
Και στις δύο περιπτώσεις, και στον Παπαδιαμάντη και στον Καζαντζάκη, διαβάζω μια αδημονία, μια λαχτάρα, ν' αγναντεύεις το πέλαγο με ορθάνοιχτα τα μάτια, περιμένοντας κάτι που δεν έρχεται, χωρίς ν' ανοιγοκλείνουν μήπως φανεί και το χάσεις, και περιμένοντας και περιμένοντας, ώσπου να ξεραθούν τα μάτια —να παγώσουν, να κοκαλώσουν όπως λέει ο Δόκτορας στο
#7— και να γίνουν σαν γυάλινα.
Και στο τέλος να δακρύσουν από μόνα τους (αυτόματη αντίδραση του οργανισμού για να λιπανθεί ο βολβός και να μην πάθει ζημιά ο υαλοειδής χιτώνας από την ξηροφθαλμία, ο κύριος λόγος που ανοιγοκλείνουμε τα μάτια δηλαδή), οπότε αναγκάζεσαι να τα κλεισανοίξεις.
Την τρέλα τη βγάζω απ' το παιχνίδι, γιατί αυτή είναι άλλη σημασία του
γυαλίζει το μάτι, αυτή που ξέρουμε οι περισσότεροι σήμερα, περίπου η ίδια εικόνα αλλά με άλλο συναίσθημα. Να τους έχει
τρελάνει η αγωνία, ναι, αλλά αυτή η τρέλα είναι μεταφορική, δείχνει τη μεγάλη ένταση του συναισθήματος, όχι τρέλα με την ψυχιατρική σημασία, δηλαδή παράνοια, έστω και στιγμιαία. Συν τα γυάλινα, ανέκφραστα μάτια που δείχνουν ότι έχουμε καρφώσει κάπου το βλέμμα, απλανές, όμως ο νους ταξιδεύει, δεν είναι παρών επιτόπου εκείνη τη στιγμή, αλλά έχει κυριευτεί από τις σκέψεις γι' αυτό που περιμένει.
Δηλαδή αυτό που λέει το ΛΚΝ + την ατελείωτη αναμονή:
...
γυαλίζω: ...
ΦΡ γυαλίζει το μάτι του, από υπερβολική επιθυμία για κτ. ή γιατί είναι τρελός.
Their eyes were
glazed over with expectation and longing.
Μερικά σχετικά από τον Δημητράκο για την εφυάλωση των ματιών:
κι άλλο ένα από το ΛΚΝ:
(έκφρ.) με κοίταζε με κάτι γυάλινα μάτια, ανέκφραστα.