Το ρήμα αβλεπτώ είναι κακόσημο· σημαίνει "παραβλέπω, παρορώ, παραλείπω, κάνω λάθος/απροσεξία, αμελώ". Το αβλεπτώ παράγει με τη σειρά του άλλες δύο κακόσημες λέξεις, το αβλέπτημα και την αβλεψία. Επίσης, από το αβλεπτώ παίρνουμε και το επίρρημα αβλεπτί ή αβλεπεί. Όμως, τα ΛΚΝ, Κριαράς (1998), Δημητράκος (επίτομο), Βοσταντζόγλου και Πρωίας δεν λημματογραφούν το αβλεπτί/αβλεπεί — κάποιος μπορεί να τα βρει μόνο στα λεξικά του Κέντρου. Τέλος, ο Γεωργακάς λημματογραφεί αβλεπίς με έτυμον το αβλεπώ, αλλά δεν γνωρίζω αν αυτό είναι σωστό (και το λήμμα και το έτυμον).
Στοιχεία χρήσης από γκουγκλεύσεις: 4620 αβλεπί, 1260 αβλεπεί, 35 αβλεπτί, 3 αβλεπίς. Προφανώς, τα πολλά λόγια επιρρήματα σε -τί (αμαχητί, ανεπιστρεπτί, ανωμοτί, απνευστί, ασκαδραμυκτί, ασυζητητί, ατιμωρητί, ελληνιστί/αγγλιστί/γαλλιστί κ.τ.ό., παπαγαλιστί, χιαστί και τόσα άλλα), σε συνδυασμό με τον ίδιο το σωστό τύπο αβλεπτί και συνεπικουρούμενα από το ότι το αβλεπεί δεν συμπεριλαμβάνεται σε πολλά λεξικά, οδηγούν πολύ κόσμο στο να γράφει αβλεπί.
Βέβαια, ακόμη κι αν το περιείχαν όλα τα λεξικά, το 'χει η μοίρα πολλών λόγιων επιρρημάτων σε -εί να ανορθογραφούνται με -ί (ή και με -ή αν υπάρχει συναφές θηλυκό ουσιαστικό): Έτσι, θα βρούμε ουκ ολίγα *αυτολεξί, και λιγότερα *αυτολεξή, *αυτοστιγμί, *αυτοστιγμή κλπ.
Τα ερωτήματά μου:
α. Γιατί το αβλεπεί δεν λημματογραφείται σε παλιότερα και νεότερα λεξικά; Είναι τόσο πρόσφατη κατασκευή (για τα δεδομένα των Πρωίας, Δημητράκου κλπ), αλλά τόσο πολύ λόγια (για τα ΛΚΝ, Κριαρά);
β. Πώς συνέβη και μία κακόσημη λέξη, με ήδη δύο εξίσου κακόσημα παράγωγα, δίνει ξαφνικά ένα παράγωγο που είναι ουδέτερο σε χροιά, για να μην πω ακόμη και εύσημο; Διότι η σημασία του αβλεπτί/αβλεπεί "με κλειστά μάτια, χωρίς δεύτερη σκέψη" δηλώνει μεγάλη εμπιστοσύνη — κι αυτό είναι θετικό στοιχείο. Γιατί αβλεπτί να μη σημαίνει το αναμενόμενο, δηλαδή "με παροράματα και αβλεψίες, αμελώς", και αντί γι' αυτό σημαίνει "με τυφλή εμπιστοσύνη";
Στοιχεία χρήσης από γκουγκλεύσεις: 4620 αβλεπί, 1260 αβλεπεί, 35 αβλεπτί, 3 αβλεπίς. Προφανώς, τα πολλά λόγια επιρρήματα σε -τί (αμαχητί, ανεπιστρεπτί, ανωμοτί, απνευστί, ασκαδραμυκτί, ασυζητητί, ατιμωρητί, ελληνιστί/αγγλιστί/γαλλιστί κ.τ.ό., παπαγαλιστί, χιαστί και τόσα άλλα), σε συνδυασμό με τον ίδιο το σωστό τύπο αβλεπτί και συνεπικουρούμενα από το ότι το αβλεπεί δεν συμπεριλαμβάνεται σε πολλά λεξικά, οδηγούν πολύ κόσμο στο να γράφει αβλεπί.
Βέβαια, ακόμη κι αν το περιείχαν όλα τα λεξικά, το 'χει η μοίρα πολλών λόγιων επιρρημάτων σε -εί να ανορθογραφούνται με -ί (ή και με -ή αν υπάρχει συναφές θηλυκό ουσιαστικό): Έτσι, θα βρούμε ουκ ολίγα *αυτολεξί, και λιγότερα *αυτολεξή, *αυτοστιγμί, *αυτοστιγμή κλπ.
Τα ερωτήματά μου:
α. Γιατί το αβλεπεί δεν λημματογραφείται σε παλιότερα και νεότερα λεξικά; Είναι τόσο πρόσφατη κατασκευή (για τα δεδομένα των Πρωίας, Δημητράκου κλπ), αλλά τόσο πολύ λόγια (για τα ΛΚΝ, Κριαρά);
β. Πώς συνέβη και μία κακόσημη λέξη, με ήδη δύο εξίσου κακόσημα παράγωγα, δίνει ξαφνικά ένα παράγωγο που είναι ουδέτερο σε χροιά, για να μην πω ακόμη και εύσημο; Διότι η σημασία του αβλεπτί/αβλεπεί "με κλειστά μάτια, χωρίς δεύτερη σκέψη" δηλώνει μεγάλη εμπιστοσύνη — κι αυτό είναι θετικό στοιχείο. Γιατί αβλεπτί να μη σημαίνει το αναμενόμενο, δηλαδή "με παροράματα και αβλεψίες, αμελώς", και αντί γι' αυτό σημαίνει "με τυφλή εμπιστοσύνη";
Last edited: