Γιατί «ξηγιέμαι»; Αφού έτσι κι αλλιώς δεν «εξηγούμαι», γιατί να μην «ξηγέμαι»;

m_a_a_

Active member
Ξηγέμαι εξαρχής: δεν έχω ιδέα αν έχει τα φόντα να θεωρηθεί έστω και υποτυπωδώς λίγο δόκιμη η προσέγγισή μου. Καταγράφτηκε όμως ένας συλλογισμός, προέκυψε άλλη μια λίγο φευγάτη απορία, και το ξεσκαρτάρισμα των πληροφοριών στις οποίες φαντάζομαι ότι θα σκοντάψω έτσι και πάω να κάνω έρευνα γύρω απ’ το θέμα, με αποκαρδιώνει. Οπότε ζητώ και πάλι τα φώτα σας.

Αυτά τα -ιέμαι, σκέφτομαι, με τη δημοτική δεν προέκυψαν;

Και χωρίς να ξέρω, υποθέτω ότι μέχρι να φτάσουν να συμπεριληφθούν στις γραμματικές, χρειάστηκε να εδραιωθεί η χρήση τους στον γραπτό λόγο, η οποία, συνεχίζω την υπόθεσή μου, άρχισε από τη θέληση κάποιων να αποδώσουν γραπτά τύπους που ήδη χρησιμοποιούνταν ευρέως (μάλλον) στον προφορικό. Σωστά ως εδώ;

Αυτό το ι, λοιπόν, κάπου εκεί μπήκε ψιλοαυθαίρετα, για να αναπαρασταθούν τα φωνήματα (καλά τα λέω;) τύπων όπως μιλιέμαι, χτυπιέμαι, φχαριστιέμαι, οι οποίοι – αν ισχύει η υπόθεση που έκανα προηγουμένως – δεν είχαν ακόμα συμπεριληφθεί στις γραμματικές τότε.

Ούτε με την ετυμολογία του εκάστοτε ρήματος είχε δηλαδή καμία σχέση αυτό το ι, ούτε και απομεινάρι κάποιας συνίζησης ήταν: Δεν υπήρξε εποχή, απ’ όσο ξέρω, που να έλεγε κανείς «χτυ-πι-έ-μαι». Μόνο ελληνομαθής αλλοδαπός.

Γιατί λοιπόν κρίθηκε απαραίτητο να συμπεριληφθεί αυτό το ι σε τύπους όπως το (ε)ξηγιέμαι, ή ακόμα-ακόμα και το νικιέμαι ή το καυχιέμαι, όπου η συνύπαρξη ουρανικού συμφώνου και ε πλάι-πλάι, το καθιστά φωνολογικά περιττό;

Δεν είναι λίγο παράδοξο που αυτοί οι τύποι, ενώ χρωστούν (αν τ’ αντιλαμβάνομαι σωστά) την καθιέρωσή τους στην αλλοτινή δυναμική της δημοτικής, η οποία (αν τ’ αντιλαμβάνομαι σωστά, επαναλαμβάνω) προωθούσε ανέκαθεν κ’ εξ ορισμού την απλογράφηση, στην πράξη έχουν εισάγει ένα από φωνολογική σκοπιά παραπανίσιο στοιχείο;

Μην είναι ομόφωνη η απόρριψη του συλλογισμού μου μόνο, και πάει στράφι τόσος πρόλογος…
 

m_a_a_

Active member
Και στο κάτω-κάτω, αναρωτιέμαι, υπάρχει άλλη περίπτωση στην ελληνική γλώσσα όπου το ι να παρεμβάλλεται έτσι αυθαίρετα μεταξύ ουρανικού συμφώνου και ε, χωρίς να αποτελεί ούτε απομεινάρι συνίζησης, αλλά ούτε και μέρος της ετυμολογίας της λέξης; (Μη μου πείτε δηλαδή το «γιε μου...»)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Το θέμα τού -ιέμαι νομίζω το αναφέρει ο Γ. Χατζηδάκις στο «Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά».
Προσωπικά πάντως δεν βλέπω κανέναν λόγο, από τη στιγμή που σχηματίστηκε η κατάληξη -ιέμαι για τη 2η συζυγία, να είναι αλλού -ιέμαι κι αλλού -έμαι επειδή «στα συγκεκριμένα ρήματα και χωρίς το -ι- το ίδιο προφέρεται» — εδώ απλώς θα τορπιλιζόταν η κλιτική τυποποίηση, χωρίς κανένα απτό κέρδος.
Κι άλλωστε —κι εδώ είναι κτγμ και το ενδιαφέρον— η λεξικογράφηση δείχνει ότι λεγόταν και γραφόταν και «εξηγιούμαι»· άρα εκείνο το -ι- έχει την ιστορία του:

εξηγιέμαι.png
 
Ο Τσοπανάκης στη Γραμματική του αναφέρει ότι αυτά τα εις -ιέμαι (απαρνιέμαι, βαριέμαι, βαστιέμαι, γελιέμαι, καταριέμαι κλπ κλπ) αποτελούν νεότερες καταληκτικές εξελίξεις των συνηρημένων μεσοπαθητικής φωνής που τονίζονται στην παραλήγουσα. και συνεχίζει ότι από αυτά που λήγουν σε -ούμαι και -ώμαι, μερικά έχουν μικτή κλίση και μερικά διασώζουν τύπους από τη γραπτή γλώσσα: αρν-ούμαι αλλά και αρν-ιέμαι
 
Ξηγέμαι εξαρχής: δεν έχω ιδέα αν έχει τα φόντα να θεωρηθεί έστω και υποτυπωδώς λίγο δόκιμη η προσέγγισή μου. Καταγράφτηκε όμως ένας συλλογισμός, προέκυψε άλλη μια λίγο φευγάτη απορία, και το ξεσκαρτάρισμα των πληροφοριών στις οποίες φαντάζομαι ότι θα σκοντάψω έτσι και πάω να κάνω έρευνα γύρω απ’ το θέμα, με αποκαρδιώνει. Οπότε ζητώ και πάλι τα φώτα σας.

...

Μην είναι ομόφωνη η απόρριψη του συλλογισμού μου μόνο, και πάει στράφι τόσος πρόλογος…
Καλημέρα σας, αγαπητέ, και ευχαριστούμε για την ενδιαφέρουσα ερώτηση.

Ο σχηματισμός σε -ιέμαι του μεσοπαθητικού ενεστώτα είναι αρκετά περίπλοκο ζήτημα και πέρασε από διάφορα στάδια. Η σύντομη συνόψιση που ακολουθεί ίσως βοηθήσει στη διαλεύκανση του ζητήματος που θέσατε.

Μερικοί εκπλήσσονται όταν μάθουν ότι η ιστορική ορθογραφία τού συγκεκριμένου επιθήματος είναι στην πραγματικότητα -ειέμαι· μάλιστα πρωτοαπαντά στα μεσαιωνικά κείμενα ως -ειοῦμαι. Τα επιθήματα αυτά συναντώνται αρχικά στα μεταπλασμένα ρήματα της β΄ συζυγίας και ιδίως στα προερχόμενα από τα συνηρημένα σε -έω, που είναι και τα περισσότερα (π.χ. (ὁ)μιλῶ, μετρῶ, βαρῶ). Σχηματίστηκαν συνδυάζοντας (α) τα ληκτικά μορφήματα του ενεργητικού ενικού -εῖς, -εῖ... (π.χ. μιλῶ, -εῖς, -εῖ..., μετρῶ, -εῖς, -εῖ...) και (β) τα ληκτικά μορφήματα του μέσου ενικού -οῦμαι, -εῖσαι, -είται... Ως αποτέλεσμα, προέκυψαν οι τύποι μετρει-οῦμαι, βαρει-οῦμαι..., οι οποίοι στα υπόλοιπα πρόσωπα επηρεάστηκαν από τα επιθήματα -εσαι, -εται των πολυπληθών ρημάτων τής α΄ συζυγίας λόγω της ενοχλητικής συνήχησης: *μετρει-εῖται > μετρει-έται, *βαρει-εῖσαι > βαρει-έσαι. Ότι αυτά είναι τα στάδια τεκμηριώνεται και από ασυνίζητους τύπους τής Ποντιακής διαλέκτου, όπως τυραννείουμαι, μετρείουμαι κ.ά. Η γραφή -ιέμαι αποτελεί καθιερωμένη απλογράφηση.

Το επίθημα -ιέμαι επεκτάθηκε αναλογικά και σε ρήματα προερχόμενα από συνηρημένα σε -άω, π.χ. αγαπ-ιέμαι, γελ-ιέμαι κ.ά., αποτελεί δε τον κύριο τρόπο σχηματισμού τού μεσοπαθητικού ενεστώτα και παρατατικού στα μη λόγια ρήματα της β΄ συζυγίας.

Από την αναδρομή αυτήν είναι φανερό κατ' αρχάς ότι το -ι- (ιστορικά -ει-) έχει ετυμολογική βάση και δεν είναι ευφωνικό. Επιπλέον, η παρουσία του είναι απαραίτητη, τόσο για λόγους τυποποίησης ή ομοιομορφίας τού κλιτικού παραδείγματος που σωστά επισημάνθηκαν, όσο και για τον σχηματισμό άλλων προσώπων, όπως και τού παρατατικού, π.χ. ξηγ-ιόταν (όχι *ξηγ-όταν), αγαπ-ιούνταν (όχι *αγαπ-ούνταν), δεν μιλ-ιόμαστε (όχι δεν *μιλ-όμαστε). Το κλιτικό παράδειγμα πρέπει να γράφεται με τρόπο ενιαίο, ανεξαρτήτως τού φθόγγου που προηγείται του επιθήματος.

Τέλος, όπως εύστοχα προαναφέρθηκε, αυτός που εξήγησε τη διαδικασία ήταν ο Γ. Χατζιδάκις, ο θεμελιωτής τής γλωσσολογίας στην Ελλάδα. Διατύπωσε την ερμηνεία του αρχικά στο πρώτο του έργο το 1892, στην Einleitung in die neugriechische Grammatik (σ. 131-3, που μπορείτε να δείτε
εδώ).

Ευχαριστώ.
 

m_a_a_

Active member
Εγώ ευχαριστώ για τον κόπο σας, και για την πλούσια σε πληροφορίες απάντηση.
Και τους προλαλήσαντες για τις εμπεριστατωμένες επισημάνσεις τους.
Αυτό, ειδικά, ότι συνδυάστηκαν οι καταλήξεις ενεργητικής και μέσης φωνής, το αγνοούσα παντελώς.
Κ' είναι πληροφορία που, κατά την ταπεινή μου πάντα αντίληψη, δίνει παραπάνω βάρος στην εξήγηση απ' ό,τι το σκέτο 'χάριν κλιτικής ομοιομορφίας'. Αν μη τι άλλο, προηγείται και ιστορικά, αν αντιλαμβάνομαι σωστά.

Μία επιπρόσθετη ερώτηση: Στην πηγή που με παραπέμψατε (αν και γερμανικά δε γνωρίζω), βλέπω ότι το -ειεμαι τονίζεται κιόλας στο -ει- : αγαπείουμαι, γεννείουμαι, ρωτείουμαι, μασείουμαι κ.α.
Άρα, σκέφτομαι, αν προηγήθηκαν τέτοιοι τύποι, και πήγαμε από το γεννείουμαι στο γεννειούμαι, υπήρξε συνίζηση. Σωστά;
Κι αναρωτιέμαι, το -εμαι εμφανίστηκε άραγε πριν ή μετά τη μετατόπιση του τόνου;
Απαντάται δηλαδή, εκτός από το γεννείουμαι, και τύπος γεννείεμαι, οπότε τα γεννειούμαι και γεννειέμαι θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σαν ξαδέλφια, ή θεωρείται σχετικά βέβαιο ότι προέκυψαν χρονολογικά με τη σειρά γεννείουμαι > γεννειούμαι (γεννιούμαι) > γεννειέμαι (γεννιέμαι) ;
 
Top