Αρβανίτικα

Earion

Moderator
Staff member
Κρίμα να μην υπάρχει στη Λεξιλογία τίποτα για τα αρβανίτικα, μια πτυχή της ελληνικότητας που αργοσβήνει.
Παραθέτω τέσσερα κείμενα από το ενδιαφέρον βιβλίο του Τίτου Γιοχάλα Τα αρβανίτικα στην Αττική: αναψηλάφηση ενός θησαυρού (Αθήνα: Εκδόσεις ΑΩ, 2023), που είναι μια συλλογή προφορικών τεκμηρίων από τα (πρώην) αρβανίτικα (αρβανιτόφωνα) χωριά της Αττικής. (Η ψηφιοποίηση δική μου με πολλή προσοχή και αρκετό κόπο). Δεχθείτε τα για λαμπριάτικο δώρο. Παράδοση δε θέλουμε τέτοια μέρα;


1

επί Τουρκίας...

Me thoj jajáiPirk, çë ishtë e ljërë búrri im —isht epi Turqías pírghu aj— atjé rrij Alí pashái edhé kej një aráp. Alí pashái ish mágho. Prápa shtëpísë, çë rri pashái, ish njátrë shtëpí. Edhé ish një hjírë edhé kej një vajzë shúme të búkur. Edhé një dítë pashái i tha:

— Do vesh t' i thúash hírësë, të të jápë vájzën të ma síësh këtú!

Náni e lipísi aj vájzënë. Váte i tha hjírësë:

— Fshíhe vájzën, i tha, se kë́të edhé kë́të më tha pashái. T' ia qall atjé.

— Ku do t’ e vë́më?

— Nde një baúllo, i tha.

Ε vúnë vájzënë më́nda edhé váte. I tha:

— Ku e ke vájzënë? Pse z’ ma sólle?

I tha:

— Núku íshtë këtú. Ka váturë ne një bábë ndë Kalíve, i tha. Núku íshtë këtú në shtëpí të sája.

— Mos më thúa pseftí, i tha, ’o të pres kríetë.

Edhé tha di kuvéndë edhé zu baúlloa [të] écën vétë. Iku baúlloa nga prápa nga shtëpía edhé i víte pashái në kë́mbë! Edhé hápi baúllonë pashái edhé dúall vájza.

Këtó ma kej thë́në jajái, këtó istorí. Ε dúaj për, si i márrën pashátë shtátë–tétë gra, dhjétë, sa kánë.





1​
Μου έλεγε η γιαγιά ότι στον Πύργο, όπου είναι γεννημένος ο άντρας μου —είναι επί Τουρκοκρατίας (χτισμένος) ο πύργος αυτός— εκεί καθόταν ο Αλή πασάς και είχε έναν αράπη. Ο Αλή πασάς ήταν μάγος. Πίσω από το σπίτι που καθόταν ο πασάς υπήρχε άλλο σπίτι. Και ήταν μια χήρα και είχε μια πολύ όμορφη κόρη. Και μια μέρα ο πασάς είπε [στον αράπη]:

— Θα πας να πεις στη χήρα, να σου δώσει την κόρη της να μου τη φέρεις εδώ!

Τώρα τη λυπήθηκε αυτός [ο αράπης] την κοπέλα. Πήγε είπε στη χήρα:

— Κρύψ’ την την κόρη σου, της είπε, γιατί αυτό κι αυτό μου είπε ο πασάς. Να του την πάω εκεί.

— Πού θα τη βάλουμε;

— Σε ένα μπαούλο, της είπε.

Την έβαλαν την κοπέλα μέσα και έφυγε [ο αράπης]. Είπε [ο πασάς]:

— Πού την έχεις την κοπέλα; Γιατί δεν μου την έφερες;

Του είπε [ο αράπης]:

— Δεν είναι εδώ. Έχει πάει σε μια θεία της στα Καλύβια, του είπε. Δεν είναι εδώ στο σπίτι της.

— Μη μου λες ψέματα, του είπε, θα σου κόψω το κεφάλι.

Και είπε δυο λόγια και άρχισε το μπαούλο και περπατούσε μόνο του. Έφυγε το μπαούλο από πίσω από το σπίτι και πήγε στα πόδια του πασά! Και άνοιξε το μπαούλο ο πασάς και βγήκε η κοπέλα.

Αυτά μου τα είχε πει η γιαγιά, αυτές τις ιστορίες. Την ήθελε για, όπως έχουν οι πασάδες επτά-οκτώ γυναίκες, δέκα, πόσες έχουν.
2

σεβασμός στα έθιμα

Papúi kej dímbetë djelm; gjáshtë váshëza edhé gjáshtë méshkulj Gjáshtë fémbra, gjáshtë méskulj kej. Edhé rrij vétëmë me pljákënë. I kej martúare túti ndë Hasé; këtú në katúnt rrij edhé këtú i kej djéljtë martúarë, túti në katúnt. Po rrij vétëmë me pljákënë. Edhé nátënë u ngre edhé i tha:

— Pljákë, do véte të bi shúrrënë.

Edhé mënói të príej. Váte pljáka, tha “ç’ u bë pljáku?”. Vate e çói përdhéna nd’ avlí. Ε ngríti, e súall më́nda, i tha:

— Çë ke, pljak?

I tha.

— Do vdes. Ndrejm énët.

— Pse?

I tha:

— Më vráu gjiljavéri, i tha, sónde. Edhé u do vdes. Po ndrejm énët.

Ish njëqint e dhjétë vítëra papúi, Gáçi Mbrémboa. Ashtú i tha: “Më ngáu”, i tha, “gjiljavéri sónde edhé do vdes. Atjé çë bën shúrrën”.

I ndréqi énëtë, i múar edhé:

— Ah, i tha, ti pljak, i márrë je? Si do e vë́re fustanéllat, i tha, sot?

I tha:

— U do vdes. Po séllmë djéljtë këtu.

Suállë djéljtë, váte i pa túti, thótë, një nga një djéljtë, me fustanéllat, váte pa djéljtë edhé váte dhe ra të fli mesimér. Edhé në një órë váte pljáka të bíej edh’ ajó. Vëzhdón? Kej stavrósur dúartë pljáku edhé kej vdékur. Kej vdékur. E múarnë pljákunë edhé andí të valjëtójnë, të thójnë kë́ngë lipiterá, zun e këndójnë djéljtë. Se u kej thë́në pljáku “U dúa të më qállni me taúlje”. Edhé múar taúljet edhé klarínat edhé zun e këcénjën përpára nekrójt, çë e qállnjë djéljtë.

Ε kállë njérinë edhé metá apó parélefsi hrónu zun e vdísnjë një nga një túti, to ídhjo djéljtë. Psé hálla núku do të këcésh, tuláhjiston dízet dit, thojn të vjétëritë. Núku do të këcésh. Edhé áma ish edhé táta núku preps të këcésh. Ishtë mbëkátë, pse síall háronë volta, të thótë. Ektós më të jesh káqë átheo, të mos të zën. Εnό áma pistéps, të zën ató prámëra. Përçë́ njeríu preps të rúhet! Edhé néve këtú kémi një éthimo áma ghambré të ri matrónenë edhé vdiq njeri, të mos vénë në qidhí një vit. Të mos shóhënë të vdékurin një vit! Të mos vénë nde mnimósino! Të mos hánë kóqe! Kóqe të mos haj andrójen i ríu një vit, pse na thójnë të tjértë, ashtú na kejn thë́në ashtú késhmë práksurë néve. Nani, çë do bë́ni ju çë jéni të ri... Atjé íshtë púna júaj. Shómë çë do bë́ni.




2​
Ο παππούς είχε δώδεκα παιδιά· έξι κορίτσια και έξι αγόρια. Έξι θηλυκά, έξι αρσενικά είχε. Και καθόταν μόνος του με τη γριά. Τα είχε παντρέψει όλα στη Χασιά. Εδώ στο χωριό έμενε και εδώ τα είχε τα παιδιά παντρεμένα, όλα στο χωριό. Αλλά έμενε μόνος του με τη γριά. Και τη νύχτα σηκώθηκε και της είπε:​

— Γριά, θα πάω να κατουρήσω.

Και άργησε να γυρίσει. Πήγε η γριά, σκέφτηκε «τι έγινε ο γέρος;». Πήγε τον βρήκε καταγής στην αυλή. Τον σήκωσε, τον έφερε μέσα, του είπε:

— Τι έχεις, γέρο;

Της είπε:

— Θα πεθάνω. Φτιάξε μου τα ρούχα.

— Γιατί;

Της είπε:

— Με χτύπησε ο χάροντας, της είπε, απόψε. Κι εγώ θα πεθάνω. Αλλά φτιάξε μου τα ρούχα.

Ήταν εκατόν δέκα χρονών ο παππούς, ο Γκάτσης ο Μπρέμπος. Έτσι της είπε: «Με άγγιξε», της είπε, «ο χάρος απόψε και θα πεθάνω. Εκεί που κατουρούσα».

Του έφτιαξε τα ρούχα, τα πήρε και:

— Αχ, του είπε, εσύ γέρο, τρελός είσαι; Πώς και θα βάλεις τις φουστανέλες, του είπε, σήμερα;

Της είπε:

— Εγώ θα πεθάνω. Αλλά φέρε μου τα παιδιά εδώ.

Έφεραν τα παιδιά, πήγε τα είδε όλα, λέει, ένα-ένα τα παιδιά, με τις φουστανέλες, πήγε είδε τα παιδιά και πήγε και ξάπλωσε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Και σε μια ώρα πήγε και η γριά να ξαπλώσει κι αυτή. Κοιτάζει; Είχε σταυρώσει τα χέρια ο γέρος και είχε πεθάνει. Είχε πεθάνει. Τον πήραν τον γέρο και αντί να θρηνήσουν, να μοιρολογούσαν, άρχισαν και τραγουδούσαν τα παιδιά. Γιατί τους είχε πει ο γέρος «Θέλω να με πάτε με νταούλια». Και πήραν τα νταούλια και τα κλαρίνα και άρχισαν και χόρευαν μπροστά στον νεκρό, που τον πήγαιναν τα παιδιά.

Τον έθαψαν τον άνθρωπο και μετά από παρέλευση χρόνου άρχισαν και πέθαιναν ένα-ένα όλα, τα ίδια τα παιδιά. Γιατί το πένθος δε θέλει να χορέψεις, τουλάχιστον σαράντα μέρες, έλεγαν οι παλαιοί. Δε θέλει να χορέψεις. Είναι αμαρτία, γιατί φέρνεις τον χάροντα βόλτα, σου λέει. Εκτός πια αν είσαι τόσο άθεος, να μη σε πιάνουν. Ενώ, αν πιστεύεις, σε πιάνουν αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει να φυλάγεται! Και εμείς εδώ έχουμε ένα έθιμο, αν είναι νιόπαντροι [δυο άνθρωποι] και πεθάνει άνθρωπος, να μην πάνε σε κηδεία έναν χρόνο. Να μη δουν πεθαμένο έναν χρόνο! Να μην πάνε σε μνημόσυνο! Να μη φάνε κόλυβα! Κόλυβα να μη φάει το νέο αντρόγυνο έναν χρόνο, γιατί μας έλεγαν οι άλλοι, έτσι μας είχαν πει έτσι είχαμε πράξει εμείς. Τώρα, τι θα κάνετε εσείς που είστε νέοι... Εκεί είναι δουλειά δική σας. Θα δούμε τι θα κάνετε.
3

ένας τυχερός Μενιδιάτης

Edhé ish një Menidhjot edhé váte ljart në Gurë, çë kémi néve. Málinë átë, çë síallm újëtë këtú, thúetë Gúrë. Edhé atjé, díta ish iljólluste! Kej díallë. Edhé kéjnë nxérë énët ató edhé kejn árdhur në ljúmë e ljáheshin zë́ratë. Edhé áma nxérën énëtë edhé t’ u márrësh énëtë, pastáj të vínjën nga pasója. Jánë si njérëz. Allá áma të véshnjënë në máljë atá arahnoífandonë çë kánë, hájde... S’ i sheh fáre. Edhé váte, thótë, Menidhjóti edhé e rrëmbéu, thótë, një énë edhé e vu më́nda ne një kutí spírtave. Kaq e vógëlja ish, fandásu! Shomë sa e hóllë ish këmísha, çë kej ajo! Edhé i váte nga pasója. I tha:

— Do më jápësh fustánin? me të kljára.

— Jo. Do të bënj u fustán, i thoj. Atë́ nuk ta jap.

Edhé e fshéhu aj, ku dúaj aj edhé nuk e çon ajo. Edhé bë́ri di djelm me grúanë, me zë́rënë. Bë́ri di djelm.

Në një dítë martónej një vlla nga t’ atíane. I tha:

— Do më jápësh, i tha, për të jem më e búkura nga túti, do më jápësh fustánë, çë késhë vétë? i tha. Edhé u do priem, të vinj këtú në shtëpí, pas ti. Kur kam djéltë.

Ε qéshi! Edhé afú e vu, vánë ndë válle, thótë. Çë hjíri e këcéu ajó, nuk ipírhjej njátrë, të thotë! Po jesh zë́rë. Edhé e zu núsen të këcén edhé u ngre ljart–ljart–ljart edhé íku!

Íku, e búar Menidhjóti grúanë. Náni, djéltë kush t’ ia ndren? Allá çë bë́ri? Váte ndë shtëpí. Vej në púnë njeríu edhé vin mbrë́manet edhé çon djéltë të ljárë, të tagjísurë edhé faínë atía, énë dhe këmíshë túti étimo edhé ajó núku dil në llákë! Edhé ajó ish atjé, po nuk e shih aj. Ish atjé ajó, bën púnatë túti, íkën edhé vej në paré të sáje.

3​
Ήταν ένας Μενιδιάτης και πήγε πάνω στο «Βράχο», που έχουμε εμείς. Το βουνό αυτό, που φέρνουμε το νερό εδώ, λέγεται Γκούρα. Και εκεί, η μέρα ήταν ηλιόλουστη! Είχε ήλιο. Και είχαν βγάλει τα ρούχα αυτές και είχαν έρθει στο ποτάμι και πλενόντουσαν οι νεράιδες. Και αν έβγαζαν τα ρούχα και τους έπαιρνες τα ρούχα, μετά σου έρχονταν από κοντά. Είναι σαν άνθρωποι. Αλλά αν φορούν επάνω τους αυτά τα αραχνοΰφαντα που έχουν, άντε... Δεν τις βλέπεις διόλου. Και πήγε, λέει, ο Μενιδιάτης και άρπαξε, λέει, ένα ρούχο και το έβαλε μέσα σε ένα κουτί από σπίρτα. Τόσο μικρό ήταν, φαντάσου! Να καταλάβουμε πόσο λεπτό ήταν το πουκάμισο, που είχε αυτή! Και του πήγε από κοντά. Του είπε:

— Θα μου δώσεις το φουστάνι; κλαίγοντας.

— Όχι. Θα σου κάνω εγώ φουστάνι, της έλεγε. Αυτό δεν σ’ το δίνω.

Και το έκρυψε αυτός, όπου ήθελε αυτός, και δεν το έβρισκε αυτή. Και απέκτησε δυο παιδιά με τη γυναίκα του, με τη νεράιδα. Έκανε δυο παιδιά.

Μια μέρα παντρευόταν ένας αδερφός δικός του [του ανδρός]. Του είπε:

— Θα μου δώσεις, του είπε, για να είμαι η πιο όμορφη απ’ όλες, θα μου δώσεις το φουστάνι που είχα για δικό μου; του είπε. Και εγώ θα επιστρέψω, θα έρθω εδώ στο σπίτι, κοντά σου. Αφού έχω τα παιδιά.

Τον ξεγέλασε! Και αφού το φόρεσε, πήγε στον χορό, λέει. Μόλις μπήκε και χόρεψε αυτή, δεν υπήρχε άλλη, σου λέει! Αλλά ήταν νεράιδα. Και έπιασε τη νύφη να χορέψει και σηκώθηκε ψηλά-ψηλά-ψηλά και έφυγε!

Έφυγε, την έχασε ο Μενιδιάτης τη γυναίκα του. Τώρα, τα παιδιά ποιος θα του τα φρόντιζε; Αλλά τι έκανε [η νεράιδα]; Πήγε στο σπίτι. Πήγαινε στη δουλειά ο άνθρωπος και ερχόταν το βράδυ και έβρισκε τα παιδιά πλυμένα, ταϊσμένα και το φαγητό το δικό του, ρούχα και πουκάμισα όλα έτοιμα και αυτή δεν έβγαινε μπροστά! Και αυτή ήταν εκεί, αλλά δεν την έβλεπε αυτός. Ήταν εκεί αυτή, έκανε τις δουλειές όλες, έφευγε και πήγαινε παρέα με τις δικές της.
4

ο παππούς και η ξωτική του καταγωγή

Edhé papúi, dhiladhí táta im, kej sói nga zë́rat. Kej më́më dhiladhí propápoa kej márrë grúa zë́rë. Edhé kémi edhéna soi nga zë́ratë, na thoj papúi. Se babái, áma të vej ndë klíshë, çë dil nga klísha, dil i sëmúrm. Ε kéjnë vrárë zë́ratë e bë́nej túti nga prosopía túti vúle të kúqe. Çë vínë ndë shtëpí, e kéjnë vrárë zë́ratë; pse kejn sói nga zë́rat edhé hjin ndë klíshë edhé dil i sëmúrm. Edhé na thoj jajái Tamuraxhínë, e jë́ma e më́mësë: “I tátë ka sói nga zë́ratë edhé náni e vrásënë zë́ratë, çë véte në klíshë”. Núku dúajnë çë vej në klíshë. Edhé çë dil e vrísë. Po ish i búkur táta, shúmë! Ish melahrinó, si Píljoa, njëçikë më i hápëtë edhé kej si të rrimtë. Allá ish shúmë i búkur búrrë!
4​


Και ο παππούς, δηλαδή ο πατέρας μου, είχε ρίζα από τις νεράιδες. Είχε μάνα, δηλαδή ο προπάππος μου είχε παντρευτεί γυναίκα νεράιδα. Και έχουμε κι εμείς ρίζα από τις νεράιδες, μας έλεγε ο παππούς. Γιατί ο πατέρας μου, αν πήγαινε στην εκκλησία, όταν έβγαινε από την εκκλησία, έβγαινε άρρωστος. Τον είχαν χτυπήσει οι νεράιδες και γινόταν όλο το πρόσωπο γεμάτο κόκκινα σημάδια. Σαν ερχόταν στο σπίτι, τον είχαν χτυπήσει οι νεράιδες· γιατί καταγόταν από τις νεράιδες και έμπαινε στην εκκλησία και έβγαινε άρρωστος. Και μας έλεγε η γιαγιά η Ταμουρατζίνα, η μάνα της μάνας μας: «Ο πατέρας κρατάει από τις νεράιδες, και τώρα τον χτυπούν οι νεράιδες που πάει στην εκκλησία». Δεν ήθελαν να πάει στην εκκλησία. Και όταν έβγαινε τον χτυπούσαν. Αλλά ήταν όμορφος ο πατέρας, πολύ! Ήταν μελαχρινός, όπως ο Σπύρος, λίγο πιο ανοιχτός και είχε μπλε μάτια. Αλλά ήταν πολύ όμορφος άντρας!

Η επίδραση της νέας ελληνικής είναι διακριτή στο λεξιλόγιο. Χρωμάτισα όσες λέξεις αναγνώρισα.
 
Top